Σάββατο 24/10
Είμαι μέσα μετά από δεκαήμερο υστερικών νυχτερινών εξόδων. Το οχτάωρο της δουλειάς έγινε δεκαεξάωρο, φεύγεις το πρωί, γυρνάς το χάραμα, κάπως έτσι. Ξυπνώ και ενώ μπορώ να μείνω ακίνητος στον καναπέ, να πιω δέκα καπουτσίνο αγναντεύοντας το συννεφιασμένο ουρανό, το μυαλό τρέχει. Χρειάζομαι ώρα για να καταλαγιάσω και να μην πιστεύω πως έχω εκατό δουλειές να κάνω και πενήντα μέρη που είμαι καλεσμένος να πάω. Πάντως, όταν το καταφέρνω, το μόνο που μένει σαν σκέψη και αργότερα γίνεται πράξη είναι να κατευθυνθώ προς την κουζίνα. Τριάντα συνταγές περνούν μπροστά στα μάτια μου, δίσκοι ολόκληροι με cupcakes φουντωτά με γυαλιστερό σοκολατένιο γλάσο και ένα κέικ καρότου με frosting από τυρί, λεμόνι και μέλι, που πάνω του κάθονται καραμελωμένα καρύδια, κάπως έτσι θα περάσω αυτό το πρωινό του Σαββάτου, παρέα με τις κατσαρόλες. Σχέδια μεγαλεπίβολα που η κούραση μειώνει και τα μετατρέπει σε κάτι μικρό. Πάντως το σπίτι μύρισε ωραία έτσι κι αλλιώς. Κανέλλα, πορτοκάλι, βούτυρο, βανίλια, ένα απλό κέικ, να υπάρχει... Το απόγευμα βγαίνουμε βόλτα με τη μηχανή, οι Αθηναίοι όλοι έξω, η συννεφιά τούς έκανε να φορέσουν χειμερινά, όλοι με μια κούπα ζεστό καφέ στο χέρι, νομίζουν πως ζούμε στο Παρίσι. Μια ματιά γύρω ρίχνεις, βέβαια, και η γλίτσα στα πεζοδρόμια σε συνεφέρνει. Στην Αβησσυνία, δοκιμάζουμε τα νέα πιάτα και πίνουμε κρασί παρακολουθώντας τη σαβούρα των γύρω μαγαζιών να φυλάγεται στις παράγκες για εκατοστή φορά. Υπάρχει ένα συγκεκριμένο βάζο που εδώ και δέκα χρόνια το στολίζουν ακριβώς στο ίδιο σημείο στη γωνία του μαγαζιού, απέναντι από την είσοδο της Αβησσυνίας. Δεκά χρόνια δεν το πήρε κανείς, δέκα χρόνια κάθε μέρα στο ίδιο σημείο. Το απόγευμα περνά με κρασί και εξομολογήσεις, και μας οδηγεί στο σινεμά. Βλέπουμε επιτέλους το Julie & Julia. Μικρή απογοήτευση και μερικές διαπιστώσεις. Η συσχέτιση των δύο ιστορών είναι ατυχής. Η Τζούλια Τσάιλντ έγινε έξαλη όταν είχε μάθει για το πρότζεκτ της άλλης, και μόνο αυτό είναι αρκετό για να καταλάβεις πόσο απέχουν αυτές οι δύο ιστορίες. Το φαγητό στην ταινία είναι συγκλονιστικό. Έχει χρώμα, έχει ήχο, αισθάνεσαι σχεδόν την υφή του και είσαι πολύ κοντά στο να καταλάβεις τη γεύση του. Όμως η αγάπη των δύο ηρωίδων για το φαγητό δεν φαίνεται πουθενά. Και η μια ειδικά είχε έρωτα με το φαγητό. Διαπίστωσα βέβαια κάτι που για μένα είναι σημαντικό. Όλοι όσοι ασχολούνται με τη μαγειρική έχουν έρωτα με τους food writers που λατρεύουν. Μια εμμονή σχεδόν αδικαιολογητη. Τους αισθάνονται σχεδόν συγγενείς. Τώρα καταλαβείνω γιατί. Τους λατρεύεις γιατί σε μαθαίνουν να ζεις. Αυτό το έπιασα από την ταινία, ίσως αυτό να είναι αρκετό. Κατά τας άλλα, το Παρίσι πάντα συγκλονιστικό.
Κυριακή 25/10
Έίναι ίσως η πρώτη φορά μετά τις καλοκαιρινές διακοπές που αγοράζω λεμόνια που δεν είναι εισαγωγής. Δεν υπάρχει χειρότερο από τα λεμόνια Αργεντινής, τα 'παμε αυτά, υδροκυάνιο. Ετοιμάζω lemon curd. Δεν ξέρω αν υπάρχει ελληνική ονομασία γι' αυτό το θεϊκό πράγμα που κάνει την πιο ιδανική γέμιση για τάρτες, τρώγεται με παγωτό, γλασάρει τέλεια ένα κέικ, και τρώγεται και μόνο του! Σε κατσαρόλα βάζω οχτώ μεγάλους κρόκους αυγών, ένα φλιτζάνι ζάχαρη, το ξύσμα δύο λεμονιών, μισό φλυτζάνι χυμό λεμονιού και σιγοβράζω για περίπου δέκα λεπτά μέχρι το μείγμα να δέσει. Κατεβάζω από τη φωτιά και προσθέτω μια πρέζα αλάτι. Προσθέτω σταδιακά δέκα κουταλιές κρύο, ανάλατο βούτυρο, ανακατεύοντας μετά από κάθε προσθήκη, μέχρι να ενωθεί με το μείγμα. Τελειώνοντας με το βούτυρο, καλύπτω με πλαστική μεμβράνη και βάζω στο ψυγείο για καμιά ώρα. Στο μεταξύ θρυματίζω μπισκότα αμαρέτι και τα απλώνω σε πυρέξ. Απλώνω πάνω τους το lemon curd και τελειώσαμε. Αριστούργημα, βελούδο. Έξω βρέχει καταρρακτωδώς, και οι γάτες κρύβονται κάτω από τις καρέκλες όταν ακούν βροντες. Τελειώσαμε με τα καλοκαίρια. Σας φιλώ.
σχόλια