Facebook Twitter

Ένα κυριακάτικο τραπέζι θα είναι πάντα αυτό που φαντάζεσαι

Ένα κυριακάτικο τραπέζι θα είναι πάντα αυτό που φαντάζεσαι

 

Ένα κυριακάτικο τραπέζι θα είναι πάντα αυτό που φαντάζεσαι Facebook Twitter
Η παστιτσάδα στην Cookoovaya. Μια άλλη μέρα θα πούμε περισσότερα για το θρίαμβο της ελληνικής κουζίνας. Σήμερα, απλώς κοιτάς!

Σάββατο: Oκτώ το πρωί στην αγουροξυπνημένη Καλλιδρομίου. Έχω πολύ καιρό να περάσω από δω. Είναι το ίδιο μαγευτικά όπως πάντα. Ένας παράδεισος από λαχανικά, φρούτα και λουλούδια, βουνά ολόκληρα από τα πιο όμορφα δώρα της φύσης. Έχω κι εγώ τον τρόπο μου πια στις λαϊκές, ξέρω τον δρόμο μου, αναγνωρίζω κάποιους σταθερούς πωλητές, καταλαβαίνω, νομίζω. Τις μέρες αυτές, που δεν είναι ακόμα φθινόπωρο στην Αθήνα αλλά ούτε και καλοκαίρι, αυτό το παζάρι ζει στο μεταίχμιο. Όλα τα καλά του καλοκαιριού είναι εδώ, υπάρχει ακόμα ο Νότος που προμηθεύει την πόλη μας με ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές και άλλα καλά του καλοκαιριού. Υπάρχει και ο Βορράς που δειλά-δειλά αρχίζει να δίνει τα πρώτα δείγματα του χειμώνα. Βλέπω τις πρώτες κολοκύθες, τα πρώτα μανταρίνια (πολύ νωρίς), υπάρχουν σέσκουλα και λάχανα και καρότα καλής ποιότητας. Και πράσα! Υπολογίζω πως την επόμενη εβδομάδα θα δούμε και μήλα της προκοπής. Μεγάλη χαρά τα δώρα που δίνει για το τραπέζι μας η κάθε εποχή. Όποιος ακολουθεί τις εποχές στη μαγειρική, βγαίνει πάντα κερδισμένος. Όποιος βγαίνει από τη συνήθεια, γνωρίζει υλικά, καινούργιες συνταγές και ξεπερνά την πλήξη των δέκα φαγητών που ξέρει. Αυτό σκεφτόμουν προχθές, ενώ δοκίμαζα μια συνταγή για φινόκιο μαγειρευτό με κάππαρη, ντομάτα, λεμόνι και ελιές. Τη συνταγή τη διάβασα σε ένα από τα μοναδικά βιβλία του Yotam Ottolenghi και πάει κάπως έτσι: κόβω στα δύο τέσσερα φινόκιο και τα σοτάρω σε λάδι μέχρι να πάρουν ένα ωραίο, χρυσό χρώμα. Τα βγάζω από το σκεύος και μέσα ρίχνω έξι σκελίδες σκόρδο με τη φλούδα τους μέχρι να πάρουν κι αυτές χρώμα. Επιστρέφω τα φινόκιο στο σκεύος και «σβήνω» με τον χυμό τεσσάρων λεμονιών. Προσθέτω ελιές χωρίς κουκούτσι, κάππαρη, ντομάτα κομμένη σε καρέ, λίγη ζάχαρη, αλάτι και πιπέρι και σιγοψήνω μέχρι να μαλακώσει το φινόκιο και να δέσει η σάλτσα. Θέλει περίπου μισή ώρα. Το σερβίρω με λίγο ανθότυρο που τραβάει την οξύτητα. Με κάτι τέτοιες συνταγές ξεχνάς, φυσικά, το κρέας.


Πίσω στη λαϊκή, αρχίζω να ξεδιαλέγω τα προϊόντα που θα αγοράσω. Είμαι εδώ για το αυριανό κυριακάτικο τραπέζι. Δεν έγιναν τραπέζια στο σπίτι για καιρό και μάλλον αυτό με έσπρωξε να στήσω ένα, έτσι, όπως παλιά (ποτέ δεν είναι όπως παλιά), μπας και καταφέρω να επιστρέψω στην κουζίνα. Μπορεί και να κατορθώσω να δώσω λίγη χαρά, και να πάρω επίσης. Δεν έχουν μείνει και πολλά πια. Φίλοι, χαμόγελα, ένα τραπέζι με φαγητό, μια ωραία συζήτηση. Όποιος τα κατορθώνει αυτά, τα έχει όλα. Τη μεταιχμιακή, πάντως, φύση των υλικών που θα έβρισκα στη λαϊκή δεν τη σκέφτηκα μόνο εγώ, τη σκέφτηκε και μια φίλη που αύριο είναι καλεσμένη και που με τον διακριτικό της τρόπο μού έδειξε τον δρόμο ως προς το ποια κατεύθυνση να πάρω στο μενού. Θα πρέπει να αρχίσουμε από το καλοκαίρι και να τελειώσουμε στο γλυκό φθινόπωρο. Έτσι κι έγινε.


Στο χασάπικο του Γιάννη με καλωσορίζουν με τα γνωστά χαμόγελα. Αν υπάρχει κάτι για το οποίο είμαι περήφανος μέσα στα χρόνια, είναι το γεγονός ότι κατόρθωσα να μιλώ με πέντε-δέκα ανθρώπους που μοιραζόμαστε τις ίδιες ιδέες για το φαγητό και να συνεννοούμαι χωρίς πολλά πολλά. Φεύγω με αυτό ακριβώς που ήθελα. Στο σπίτι, ανοίγοντας τις σακούλες, βλέπω πως υπάρχει ένα ακόμη δέμα τυλιγμένο σε λαδόκολλα. «Ψωμί ζέας, μόλις βγήκε από τον φούρνο». Θέλω να γράψω «Μόνο Αγάπη» και σκέφτομαι πόσο έχει παρεξηγηθεί πια αυτή αυτή η φράση. Αλλά δεν έχω κάτι καλύτερο να πω για τους ανθρώπους που μου φέρονται με τόση ευγένεια. Ευχαριστώ, θα ήταν επίσης μια σωστή λέξη.

Κυριακή: Έχω κατορθώσει, επιτέλους, να βάλω στη σωστή ώρα το ψητό στον φούρνο. Πρώτα υψηλή θερμοκρασία μετά σε γάστρα, σε χαμηλή, για όσο πάρει. Ένα καλό κομμάτι κρέας δεν θέλει πολλά για να αναδειχθεί. Δυό τρία υλικά και η σωστή μέθοδος αρκούν. Όλα τα έχω περίπου έτοιμα. Τίποτα δεν γίνεται τόσο γρήγορα, όπως παλιά. Προφανώς και έχω χάσει τη φόρμα μου. Όποιος δεν κάνει τραπέζια συχνά, όποιος δεν μπαίνει στην κουζίνα για περισσότερα από δύο άτομα, δεν ξέρει πως είναι πολλή δουλειά τα τραπέζια. Είναι η αποθέωση του multi tasking. Ειδικά στα σπίτια που δεν έχουν κανονικούς ρυθμούς, κάθε φορά μοιάζει με βουνό. Είναι όλα, πάντως, σε καλό δρόμο και απομένει μόνο να στρώσω το τραπέζι. Το αφήνω τελευταίο, μήπως σώσω τα σερβίτσια από το μένος του μικρού γατιού που φουντάρει πάνω σε όλα, ενώ ο μεγάλος γάτος το παρακολουθεί απελπισμένος. Υπάρχει ένα καινούργιο γατί που μας έφερε πολλή χαρά τον τελευταίο μήνα. Δεν ήμουν έτοιμος για τέτοιες χαρές. Πρόσφατα, μετά τον χαμό της άλλης γάτας, κατάλαβα πως με την απώλεια δεν θα γίνουμε ποτέ φίλοι και πως όσο μεγαλώνω αυτό το αίσθημα θα γιγαντώνεται για το παραμικρό. Αν και ένα ζώο δεν είναι κάτι λίγο. Για πολλούς ανθρώπους, ανήκω κι εγώ σε αυτούς, τα ζώα είναι κομμάτια σημαντικά στο παζλ της καθημερινότητάς τους. Γεμίζουν με την ύπαρξή τους πολλά κομμάτια της ζωής που κάπως η κατάσταση το έφερε και είναι άδεια. Δεν ήθελα, λοιπόν, κάτι καινούργιο. Ήθελα να μείνουν όλα όπως παλιά, να κάτσουμε να μετράμε τις απώλειες. Τα είπαν άλλοι καλύτερα από μένα για τα ζώα και το μεγαλείο τους, εγώ μπορώ απλώς να γράψω πως έχασα έναν αναντικατάστατο φίλο. Και ας το πάρει όπως θέλει ο καθένας. Ήρθε όμως αυτό το μικρό και κάπως άλλαξε η δομή της μέρας μας. Και σήμερα, κυριακάτικα, με οκτώ άτομα να είναι στον δρόμο για το τραπέζι, βρίσκω τον εαυτό μου να χάνει χρόνο χαζεύοντάς την όσο παίζει με ένα φυλλαράκι, τελείως βυθισμένη στον κόσμο της και στην απόλαυση του παιχνιδιού.


Το κουδούνι χτυπά, ο κόσμος καταφθάνει. Είμαι πολύ χαρούμενος που βλέπω νέους φίλους. Σκέφτομαι πως είναι τόσο ταιριαστοί, λες κι έρχονταν εδώ για δεκαετίες. Η δουλειά μου δεν σταματά. Δεν είμαι, δυστυχώς (ή ευτυχώς), από εκείνους τους οικοδεσπότες που κάθονται άνετα και διαρκώς με τους καλεσμένους τους. Είμαι συνεχώς σε εγρήγορση, να μην τους λείψει τίποτα, να μη χρειαστεί να μπουν σε κανέναν κόπο, να απολαύσουν ένα απόγευμα απαλλαγμένο από όλα όσα τους απασχολούν. Και ξέρω πως είναι πολλά, κανείς μας πια δεν είναι όπως παλιά. Ακούω τις συζητήσεις, συμμετέχω, φωνάζω όπως κι αυτοί, διαφωνώ και γελάω το ίδιο έντονα. Οι φίλοι μας, που τους έχουμε διαλέξει εμείς, που τους έχουμε δοκιμάσει, είναι το απόλυτο, το πεντακάθαρο, χωρίς ελαττώματα, πλέκουμε μαζί τους έναν ιστό, ένα τείχος απέναντι στην ασχήμια. Τα τραπέζια γι' αυτόν το λόγο γίνονται, για να λες «ευχαριστώ» και «συνεχίζουμε».


Πολύ-πολύ αργότερα, όταν είχαν φύγει όλοι, κατέβηκα να βγάλω τα σκουπίδια. Ήταν τελείως άδειος ο δρόμος και η πανσέληνος μόλις που φαινόταν μέσα από τα σύννεφα που μαζεύτηκαν ξαφνικά. Κάθισα για τρία λεπτά στα σκαλιά και κοίταξα την Ακρόπολη στο βάθος. Εδώ ζούμε, σκέφτηκα, ό,τι είναι να γίνει, εδώ θα γίνει κι έφυγα για ύπνο εξαντλημένος.

ΥΓ.: Σκέφτηκα πολύ τι νόημα θα είχε να ξαναρχίσω να γράφω τα «Ημερολόγια», όταν όλα γύρω μας είναι τόσο δύσκολα. Όσο δακτυλογραφούσα αυτές τις γραμμές, δεκάδες κακές ειδήσεις περνούσαν από το timeline μου και αυτό το έκανε χειρότερο, γιατί αυτός είναι και ο βασικός μου ενδοιασμός: Πώς να μιλάς πια για φαγητό και εστιατόρια και τραπεζώματα, όταν όλα γύρω σου καταρρέουν; Γιατί να επιδεικνύεις την καλοπέρασή σου, όταν γύρω σου ο κόσμος δυσκολεύεται τόσο πολύ; Υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος να μιλάμε πια για το φαγητό; Αξίζει, στ' αλήθεια, αυτό το «μαλακό» ύφος αυτής της στήλης σε μια εποχή που όλοι είμαστε εκτός εαυτού, μιλάμε πια με ορμή και ένταση για πράγματα που φαντάζουν (και είναι) κρίσιμα; Ειλικρινά, δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως όπως δίνει σ' εμένα κουράγιο το να μοιράζομαι τη χαρά μου για δυο ντομάτες από το μποστάνι ενός φίλου ή τη μαγική στιγμή που ένας βολβός ανθίζει, δεν μπορεί, εκεί έξω θα υπάρχουν κι άλλοι που θα χαίρονται το ίδιο. Τα γούστα μου τα ξέρετε. Πιο συχνά θα διαβάζετε για φασολάδες, παρά για κάτι εξεζητημένο. Άλλοι το κάνουν καλύτερα αυτό, εγώ το μόνο που φιλοδοξώ είναι να σας βάλω πάλι στην κουζίνα. Σας φιλώ.

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ