«Eίμαστε για να 'μαστε, εφώναξε ο μπακάλης στον Λαγκά καθώς τον είδε... Θα φύγουμε πανστρατιά. Ο μπακάλης βρισκότανε στον ενθουσιασμό του. Eίχε πιει φαίνεται, γι' αυτό θέλησε να βγάλει λόγο. Aνέβηκε σε μια καρέκλα. Ο Λαγκάς και οι τρεις άλλοι τον κοιτάζανε χαμογελώντας. Ένα παιδάκι μ' ένα μπουκάλι στο χέρι στάθηκε, καθώς έμπαινε, στο κατώφλι, περίεργο. Ο μπακάλης άρχισε. «Eμείς είμαστε σαν εκείνους που πολεμήσανε με τους Σπαρτιάτες μαζί τους Πέρσες. Έχω χάσει το όνομά τους τώρα. Σαν αυτούς, που χωρίς να τους κρατούνε νόμοι και κουραφέξαλα, μείνανε και σκοτωθήκαν όλοι. Έτσι και 'μεις θα είμαστε. Kαι ας μη γράψει η ιστορία τίποτε και για μας, επαίνους δηλαδή, όπως δεν έγραψε και για κείνους...».
Στα χρόνια της χρεοκοπίας του Τρικούπη -που τόσο μοιάζει με τη δική μας, αφού κι εκείνη, όπως και η σημερινή, προήλθαν από τη μανία των «μεγάλων έργων» και των δανεισμών- ο Δημοσθένης Bουτυράς παρουσιάζει στα 1901 τον Λαγκά, μια νουβέλα που έχει για φόντο τις μέρες του 1897. Ο Λαγκάς δίνει την πολυπλοκότητα του φαινομένου που ονομάζουμε Mεγάλη Iδέα, εσωτερικεύοντας και δραματοποιώντας τις επιμέρους παραμέτρους του. H Aθήνα του Λαγκά είναι μια πόλη ορμητική και σε λίγο έρημη - έρημη από παλιούς μύθους και γεμάτη προσμονή για καινούργιους.
Το όραμα και η λαϊκή αυτή ορμή του 1897 προετοιμάστηκαν ασφαλώς από έναν συνδυασμό παραγόντων: ο πλέον λογικοφανής περιλαμβάνει την εδραιωμένη συνείδηση της συνέχειας του ελληνισμού, τον αλυτρωτισμό της Μεγάλης Ιδέας, το κοινωνικό και οικονομικό αδιέξοδο που προκάλεσε η τρικουπική χρεοκοπία του 1893 και τη δράση της Εθνικής Εταιρείας. Θα μπορούσε να προσθέσει κάποιος ιδιαίτερα λεπτολόγος και τις τακτικές πολιτικές επιδιώξεις της Αγγλίας και της Γερμανίας - τις οποίες η καταχρεωμένη, «σπάταλη» και δημοσιονομικώς άστατη Ελλάδα δεν είχε καμία δυνατότητα να ικανοποιήσει ταμιακώς. Κομβικό σημείο σ' αυτή την πορεία υπήρξε ασφαλώς η επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, τον Φεβρουάριο του 1898, ως παρεπόμενο της στρατιωτικής ήττας του 1897 και της αδυναμίας εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους.
Οι αναλογίες με το σήμερα είναι εντυπωσιακές: χρεοκοπία, λόγω των μεγάλων έργων. Ολυμπιάδα του 1896. Κρίση με την Τουρκία. Και πίεση των Γερμανών ομολογιούχων εναντίον της Ελλάδας. Το αποτέλεσμα: Η Ελλάδα μπήκε υπό καθεστώς Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1898, το ΔΝΤ της εποχής δηλαδή. Και τι απέγινε η χώρα μας; Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο...
Είναι μάλλον εντυπωσιακό το γεγονός ότι η ίδια η επιβολή του Οικονομικού Ελέγχου αντλεί πολιτικά επιχειρήματα από το πλούσιο ιδεολογικό οπλοστάσιο της Μεγάλης Ιδέας, πράγμα που καταδεικνύει την εξαιρετική κοινωνική δυναμική της, στις αρχές του 20ού αιώνα. Έτσι, Εθνική Εταιρεία και Διεθνής Οικονομική Επιτροπή φαίνεται πως βαδίζουν στον ίδιο γνωστό δρόμο. Είναι χαρακτηριστική η υποδοχή που έτυχε από την Επιτροπή ο προϋπολογισμός του 1900, με ένα κείμενο πραγματικά βγαλμένο από τις καλύτερες ρητορικές στιγμές του Ιωάννη Κωλέττη: «Το μέλλον της Ελλάδος εξηρτάται εκ της φρονήσεως αυτής. Εάν επιδοθή διά της εργασίας, της ησυχίας και της ειρήνης, εις την βελτίωσιν της Διοικήσεως, εις την ανάπτυξιν των γεωργικών αυτής πόρων, εις την ενθάρρυνσιν της αρτιγεννήτου αυτής βιομηχανίας και την επέκτασιν των εμπορικών αυτής σχέσεων, η οικονομική αυτής κατάστασις εδραιωθήσεται ταχέως και η ευεργετική αυτής επιρροή διατηρηθήσεται εις την προωρισμένην αυτή σφαίραν ενεργείας, βοηθουμένη δ' εις το ευγενές τούτο έργον υπό των συμπαθειών των Δυνάμεων θα κατορθώση διά των ευγενών και καρτερικών αυτής προσπαθειών, να κατακτήση εν τη Ανατολή την θέσιν, ην ώρισαν αυτή αι ένδοξοι αναμνήσεις του παρελθόντος».
Η αναγνώριση της θεμιτής ιστορικής επιδίωξης της Ελλάδας να «κατακτήσει εν τη Ανατολή» τη θέση που της έχει επιβάλει το παρελθόν της είναι ακριβώς ο πυρήνας της διατύπωσης του Κωλέττη στον περίφημο λόγο του στην Εθνοσυνέλευση του 1844. Επομένως, σύμφωνα με την Επιτροπή, η Ελλάδα θα έπρεπε να ορθοποδήσει οικονομικά, ώστε να απελευθερώσει τη Μακεδονία και την Ήπειρο. Και αυτό ακριβώς έγινε. Η κρίση ξεπεράστηκε με τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13, που διπλασίασαν τη χώρα και έφεραν πληθυσμό και πόρους. Τώρα όμως δεν έχουμε άλλα εδάφη να ελευθερώσουμε. Οπότε, αυτό που μας μένει είναι να βρούμε μια νέα Μεγάλη Ιδέα να μας ενώσει. Ποια; Ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ έριξε κι αυτός τη δική του: να στραφούμε στον πνευματικό μας πλούτο, των 3.000 ετών. Ας κάνουμε υπομονή με τα μέτρα λοιπόν και ας το ρίξουμε στο διάβασμα. Καλαμαράδες δεν είμαστε;
σχόλια