Πέμπτη 20/5
Περπατάμε στο κέντρο. Στόχος είναι τα ωραία Πετράλωνα και οι ταβέρνες της περιοχής. Κάποιος εισηγείται να περάσουμε μέσα από την Πλάκα και να κάτσουμε στον Πλάτανο. Για όσους δεν ξέρουν, ο Πλάτανος είναι μια θρυλική ταβέρνα-μαγειρείο με τραπέζια σε μια πλακόστρωτη αυλή -μαγικό σκηνικό-στην Πλάκα, όπου οι επισκέπτες τρώνε κάτω από τις φυλλωσιές πλατανιών κ.λπ. Είναι όντως υπέροχα, σαν να ζεις σε άλλη εποχή, και μόνο για το σκηνικό (που βεβαίως δεν είναι Ρώμη, αλλά λέμε τώρα...) αξίζει να έρθεις εδώ, ειδικά αν είσαι τουρίστας και θέλεις να δεις το απόσταγμα της Ωραίας Αθήνας. Λοιπόν, εγώ στον Πλάτανο δεν ήθελα να πάω, ήθελα να πάω στα Πετράλωνα. Την έχω πάθει πολλές φορές. Και την έπαθα και σήμερα. Η αυλή δεν ήταν σε λειτουργία, έκανε κρύο. Σφηνωθήκαμε σε ένα κεντρικό τραπέζι στο εσωτερικό του μαγαζιού. Γύρω μας, 90% τουρίστες και 10% ντόπιοι. Ένας υπερήλικας σερβιτόρος μάς πέταξε τα μενού στα τραπέζια. Ξεφυλλίζω, μια από τα ίδια, μοσχάρι, αρνί κοκκινιστό με τέσσερις επιλογές, γεμιστά με ρύζι, χωριάτικη, τυριά, μουσακάς, όλοι οι συνήθεις ύποπτοι που εμφανίζονται πάντα σε τουριστικά μέρη. Παραγγείλαμε αρνάκι με πατάτες, χοιρινό ψητό με πατάτες, χωριάτικη, ντολμαδάκια αυγολέμονο και κρασί. Το αρνί δεν ήταν φούρνου, ήταν κοκκινιστό και ήρθε με προτηγανισμένες πατάτες (8,80 ευρώ), το ίδιο και το χοιρινό. Όταν διαμαρτυρηθήκαμε για τις πατάτες, ο σερβιτόρος μάς αγριοφώναξε «Δεν έχω φούρνου». Σιωπήσαμε και αρχίσαμε να μασάμε το αρνί και τις προτηγανισμένες πατάτες. Οι ντολμάδες είχαν μέγεθος μπάλας του τένις, αλάδωτοι, άγευστοι, με έναν γκρίζο κιμά και ένα κίτρινο πράγμα να τους καλύπτει (ήταν η κρέμα αυγολέμονο). Τσιμπολογώ από τη χωριάτικη, πάντα η ασφαλέστερη επιλογή. Γύρω μας, οι τουρίστες κοίταγαν τα πιάτα που προσγειώνονταν στο τραπέζι τους με τρόμο και απορία. Αυτό είναι η ελληνική κουζίνα; Ένα κομμάτι κοκκινιστό κρέας και πατάτες τηγανητές; Εκείνη την ώρα σκέφτηκα το τεράστιο κακό που κάνουν οι ταξιδιωτικοί οδηγοί. Είμαι σίγουρος πως αν το ψάξω, όλοι οι οδηγοί της Αθήνας (που απευθύνονται σε τουρίστες) ανεξαιρέτως θα έχουν τον Πλάτανο ως το must place to eat. Τι λόγο έχει αυτός ο μαγαζάτορας να εξελιχθεί, να γίνει καλύτερος, να καταφέρει να σταθεί επάξια απέναντι στο όνομα που έφτιαξε τόσα χρόνια; Κανέναν! Αφού είναι γεμάτος, βρέξει χιονίσει. Πληρώσαμε και φύγαμε τρέχοντας. Είναι πολύ αδικημένο είδος οι τουρίστες στην Ελλάδα, πάντως.
Σάββατο 22/5
Μου αρέσουν οι ουρές έξω από τον Paul στην Πανεπιστημίου. Εγώ ακόμα δεν έχω εξοικειωθεί τρομερά με αυτόν το φούρνο, δηλαδή δεν με έχει πιάσει ακόμα η μανία που έχει πιάσει κάτι φίλους μου, που κάθε μέρα καταβροχθίζουν μπαγκέτες, tartes au rhubarbes και φυσικά canneles. Αυτά τα μικρά κέικ που φτιάχνονται με ένα είδος χυλού. Έξω τραγανά και μέσα ζουμερά. Αριστούργημα. Στο σπίτι ανακαλύπτω μια συνταγή για canneles που είναι αρκετά απλή, απλώς θέλει χρόνο. Σε μια κατσαρόλα ζεσταίνω δύο κούπες γάλα, 7 κουταλιές ανάλατο βούτυρο, έναν λοβό βανίλιας (που τον έχω ανοίξει στα δύο), μέχρι να λιώσει το βούτυρο. Αφήνω να κρυώσει και αφαιρώ τη βανίλια. Σε μπολ αναμειγνύω 4 κρόκους αυγών, 4 φλιτζάνια ζάχαρη άχνη, ένα σφηνάκι καφέ ρούμι και 2 κούπες γάλα. Ενώνω σιγά-σιγά τα δύο μείγματα, καλύπτω με πλαστική μεμβράνη και βάζω στο ψυγείο για τουλάχιστον μια μέρα.
Κυριακή 23/5
Προθερμαίνω το φούρνο στους 175 βαθμούς Κελσίου. Ψεκάζω τα ειδικά καλούπια για canneles με λάδι σε μορφή σπρέι και τα βάζω στην κατάψυξη για ένα εικοσάλεπτο. Χτυπώ το μείγμα που έκατσε στο ψυγείο με ένταση και γεμίζω τα καλούπια, αφήνοντας περίπου ένα δάχτυλο χωρίς μείγμα. Ψήνω σε προθερμασμένο φούρνο για περίπου μιάμιση ωρα. Πρέπει να βγαίνουν από το καλούπι με ευκολία. Τραγανό περίβλημα και juicy εσωτερικό με γεύση βανίλια και καραμέλα. Οι Γάλλοι ξέρουν τα γλυκά τους πολύ καλά. Τρωγεται μόνο τη μέρα που το φτιάχνεις, μετά γίνεται λάστιχο! Σας φιλώ.
σχόλια