Summer hours

Summer hours Facebook Twitter
0

Την περασμένη εβδομάδα ένα γραφείο άδειασε στην πολυκατοικία. Ο θυρωρός με έμπασε λίγες ώρες αργότερα να δω αν με ενδιαφέρουν τρία παρατημένα έπιπλα. «Αλλιώς πρέπει να τα σπάσω και να τα κατεβάσω στα σκουπίδια», μου είπε.

Τα έπιπλα δεν μου έκαναν, αλλά το δίλεπτο που έμεινα στο άδειο γραφείο (ζεστό ακόμα από τις χθεσινές παρουσίες) μου έφερε εκείνη τη γνώριμη ανατριχίλα που νιώθουμε όταν κάποιος δικός μας πεθαίνει, ενώ εμείς εξακολουθούμε να είμαστε ζωντανοί. Φρίκη και θρίαμβο μαζί.

Η δουλειά είχε τελειώσει και κατέβηκα, ως συνήθως, την Έρμου. Στη γωνία της Βουλής ένας χοντρός κιθαρίστας με σορτσάκι έπαιζε τα «Πράσινα Μάτια» - κατσάρωνε τις νότες τόσο, που τις έκανε να μοιάζουν με zither, βιεννέζικο ταγκό, Τρίτο Άνθρωπο, σε μια ανάλογα βομβαρδισμένη πόλη: την Αθήνα. Λίγο πιο κάτω, μια μεσόκοπη γυναίκα έπαιζε βιολί με μισόκλειστα μάτια και στην Καπνικαρέα ένα γερασμένο φρικιό τραγούδαγε εντελώς βραχνά το «Σπασμένο Καράβι». Από τη βάση του δρόμου, κοντρ λυμιέρ, ανέβαινε μια τσιγγάνα με λαμέ μίνι, βρόμικο και μισολιωμένο, τατουάζ και piercing στα χείλη, που χτυπούσε με δύναμη το πρόσωπό της και φώναζε «Με καταστρέψανε πάλι, κοίτα πώς με καταστρέψανε». Δίπλα μου στο πεζούλι κάθισε ένα κορίτσι το πολύ 16, σχεδόν γυμνό, που συμβούλευε στο κινητό την κολλητή του για έναν περιστασιακό εραστή. Αφού την έπεισε να τον εγκαταλείψει, της είπε «Πάντως, είναι πολύ ωραίο παιδί, θες να μου τον γνωρίσεις;». Ένας νεαρός Ιάπωνας κάθισε από την άλλη μεριά, περιμένοντας τη φίλη του που μπήκε να ψωνίσει στα Sprider. H ώρα του δειλινού, τότε που συνήθως σπάνε τα νεύρα. Τουλάχιστον φέρνει δροσιά.

Πάντα η ζωή τρέχει και σπρώχνει τους πρωινούς να φεύγουν. Αλλά αυτές τις μέρες σαν να τρέχει πιο γρήγορα. Γυρνώντας στο σπίτι, μετράω μαγαζιά με «ενοικιάζεται». Η αλληλογραφία τους βουνό κάτω από τη σχισμή της πόρτας - απλήρωτοι λογαριασμοί, θυροκολλήσεις. Υπάρχει μια κοινωνική επιτάχυνση που φέρνει αμηχανία, διότι δεν συνοδεύεται από την ορμή μιας νέας γενιάς που θέλει να πάρει την κατάσταση στα χεριά της (πιο υγιής και αθώα) - απλώς το παλιό βουλιάζει, χωρίς ήχο, ξαφνικά.

Ή κάνω λάθος; Το Σαββατοκύριακο ήμουν στην παραλία της Θεσσαλονίκης και είδα κάτι που θα μπορούσε να έχει σημασία. Εκατοντάδες νέα παιδιά περνάνε εκεί τα βραδιά τους, με μπίρα και φτηνά χοτ ντογκ από τις καντίνες - ξαπλωμένα στο τσιμέντο ή με τα πόδια στη θάλασσα, πολλά έχουν κιθάρες ή κασετόφωνα, ή ακροβολίζονται γύρω από τα δυο καράβια/μπαρ που παίζουν ροκ στη διαπασών. Μέγα πλήθος, που προσαρμόστηκε γρήγορα στη νέα κατάσταση, χωρίς ιδιαίτερη μεμψιμοιρία - ακόμα και χωρίς λεφτά, τα νέα παιδιά θα ζήσουν.

Αλλά ορισμένοι πρέπει να αδειάσουν τα γραφεία τους, μια ώρα αρχύτερα. Δεν είναι εύκολο. Τι είναι η ζωή; Δυο τρεις σεζόν! Εάν τις χάσει ο άνθρωπος κι αυτές, πώς να παραμυθιαστεί ότι έζησε; Η ξαφνική, βίαιη συνειδητοποίηση της ρευστότητας του κόσμου, αυτό το πράγμα που μας σπρώχνει να σηκωθούμε και να αδειάσουμε τη θέση μας (υπάρχουν χιλιάδες στην ουρά που περιμένουν!) είναι το πιο κοντά που έρχεται ο θάνατος με τη ζωή. Μετά αρχίζει η κατηφόρα, αν και μερικοί την ονομάζουν σοφία.

Υπάρχει ένα φιλμ, χαμηλόφωνο και αντισυναισθηματικό, που τα λέει πλαγίως όλα αυτά. Το «L' heure d' ete», του Ολιβιέ Ασαγιάς. Τρία αδέλφια κληρονομούν τα έργα τέχνης και τα έπιπλα της έπαυλης όπου ζούσε η καλλιτεχνική μητέρα τους με τη γηραιά βοηθό της και αμήχανα, πλην ψυχρά, τα πουλάνε ή τα δωρίζουν στο Μουσείο Ορσαί. Μια ολόκληρη και σπάνια ζωή σπάει και χάνεται. Με τη λογική γεωμετρία του Μπρεσσόν και την ορμητική ανθρωπιά του Ρενουάρ (που θυμίζει πάντα Ποτάμι, νερό που κυλάει) ο Ασαγιά δείχνει τη φευγαλέα φύση των ανθρώπων, που είναι πικρή, ιδίως στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, με τους χαλαρούς δεσμούς της οικογένειας και τον εγωιστικό πεσιμισμό που έχουν τα περισσότερα νέα παιδιά.

Όταν ο θυρωρός μού έδειξε τα έπιπλα του γραφείου, θυμήθηκα μια σκηνή από την ταινία. Είναι η στιγμή που όλα πια έχουν καταλογογραφηθεί και αφαιρεθεί από τη βίλα των διακοπών - ακόμα και δυο αφανέρωτα έργα του Corot, που ήταν κρεμασμένα πρόχειρα στο χολ της κουζίνας! Τότε η γριά οικονόμος πάει και κάνει γύρους κοιτάζοντας από τα παράθυρα, προσπαθώντας να ανοίξει τα σκούρα για να δει τα δωμάτια μέσα στα οποία έζησε ολόκληρη την ενήλικη ζωή της. Ούτε δάκρυα, ούτε συσπάσεις. Κάτι τόσο ζωώδες και κοινό και αδιανόητο, που δεν μπορείς να κανείς ή να πεις τίποτα! Απλώς να το δείξεις. Το πτώμα που γίνεται και ξαναγίνεται η ζωή, μέσα στις παπαρούνες και τις βιολέτες του ιμπρεσιονισμού.

Γι' αυτό και πολύ συχνά δεν έχω διάθεση να γράψω τίποτα, αφού δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι. Αν ήμουν νέος, θα 'φευγα ή θα 'παιρνα πάλι τους δρόμους. Τώρα, κάθομαι εδώ και βλέπω τα παρατημένα έπιπλα στα κλειστά γραφεία, αν μου κάνουν.

Δεν μου κάνουν.

Ήρθε η στιγμή να δημιουργηθεί κάτι καινούργιο.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ