Σάββατο 27/11
Το έχω και μαρινάρεται από χθες το βράδυ σε ένα αρωματικό μπάνιο. Ένα νεαρό κοκοράκι, σχετικά μικρό, δηλαδή για τρία άτομα μαξ. Εξαιρετικής ποιότητας (Γιάννη ρισπέκτ), με σκούρα σάρκα και κίτρινη πέτσα, ένα αριστούργημα. Δεν ξέρω να φτιάχνω παραδοσιακό κόκορα κοκκινιστό. Κατέληξα στην εξής συνταγή, η οποία λειτουργεί, κατά τη γνώμη μου. Τοποθετώ τον κόκορα σε ένα μπολ (κομμένος σε οκτώ κομμάτια) και προσθέτω ελαιόλαδο, ένα καρότο ψιλοκομμένο, ένα κρεμμύδι ψιλοκομμένο, μια σκελίδα σκόρδο, κόκκους από μαύρο πιπέρι, δύο δαφνόφυλλα, λίγο αλάτι και λευκό κρασί (το ξέρω πως συνήθως βάζουμε κόκκινο, απλώς εμένα μου ταιριάζει καλύτερα αυτό το πολύ καλό chardonnais· θα κάνει το κοκοράκι πιο ελαφρύ), και τα αφήνω να μαριναριστούν τουλάχιστον για δεκαπέντε ώρες στο ψυγείο (σκεπασμένα φυσικά). Αφαιρώ το κρέας από τη μαρινάρα και το σκουπίζω με χαρτοπετσέτα. Σοτάρω σε ελαιόλαδο και αφαιρώ από την κατσαρόλα. Στο ίδιο σκεύος ρίχνω όλα τα λαχανικά και τα αρωματικά, αφού τα σουρώσω από τη μαρινάρα, και σοτάρω για μερικά λεπτά. Επαναφέρω το κοκόρι στην κατσαρόλα και σβήνω με το υγρό της μαρινάρας, προσθέτοντας λίγο ακόμη κρασί. Αφού πάρει βράση και εξατμιστεί το αλκοόλ, προσθέτω, είτε τριμμένη ώριμη ντομάτα είτε ιταλικά ντοματίνια σε κονσέρβα (σόρι, είναι καλύτερα από τα ελληνικά). Σκεπάζω και αφήνω να ψηθεί σε χαμηλή φωτιά περίπου σαράντα πέντε λεπτά. Αφαιρώ το κρέας από την κατσαρόλα και σε αυτό το θεϊκό ζουμί ψήνω τις χυλοπίτες. Σερβίρω όχι με χωριάτικο τυρί, αλλά με λίγη παρμεζάνα και έξτρα πιπέρι. Πίνουμε το ίδιο chardonnais και μιλάμε για τον καιρό που έχει τρελαθεί. Εγώ φέρνω από τον κήπο ένα κλαρί από την κληματαριά, που έχει και πάλι μπουμπουκιάσει. Μετά, χουρμάδες και εσπρέσο. Παράδεισος.
Κυριακή 28/11
Ξεσκονίζω τα βιβλία μαγειρικής στο ράφι της κουζίνας. Μαζί με αυτά που έχω στο γραφείο, θα είναι σίγουρα καμιά εκατοστή. Ό,τι φανταστείς. Κάποιος αποκάλεσε αυτή τη διαστροφή food porn, και έχει μάλλον δίκιο. Την ώρα που ξεφυλλίζω μια ανοησία με χορτοφαγικές συνταγές από διάσημο εστιατόριο της Καλιφόρνιας των 70s (άθικτο, ούτε την εισαγωγή δεν έχω κοιτάξει), σκέφτομαι πως αυτή η ιστορία (του να έχεις πολλά βιβλία μαγειρικής) μάλλον ένα ξένο χόμπι είναι, παρά κάτι που συνδέεται με τη μαγειρική τέχνη. Όποιος μαγειρεύει έχει τρία-τέσσερα βιβλία τα οποία συμβουλεύεται τις περισσότερες φορές, σε αυτά επιστρέφει για να τσεκάρει τις δοσολογίες, αυτά εμπιστεύεται, επειδή τον καλύπτουν. Κοιτάω τα δικά μου τέσσερα βιβλία. Οι σελίδες είναι κριτσανιστές (έχουν ποτίσει από υδρατμούς κατσαρόλας) και σγουρές, με πιτσιλιές από λάδια και λεκέδες από μια παλιά γέμιση σαρλότ με σοκολάτα. Και όσο μεγαλώνω τόσο λιγότερο ανοίγω τα καινούργια μου βιβλία για να βρω μια συνταγή. Τα κοιτάω με έναν πιο recreational τρόπο. Ανακουφίζομαι μάλλον που υπάρχουν άνθρωποι να καταγράψουν όλες αυτές τις συνταγές ξανά και ξανά πιστεύοντας πραγματικά πως έχουν κάτι να προσθέσουν στην ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία. Αφήστε που τελικά όλοι επιστρέφουν στις είκοσι συνταγές που ξέρουν να φτιάχνουν καλά. Εγώ δεν πιστεύω πως η μαγειρική είναι μια διαδικασία αναζήτησης. Για μένα είναι περισσότερο σαν να χτίζεις ένα σπίτι. Όταν το χτίσεις μία, μετά απλώς το φτιάχνεις και διορθώνεις τις ατέλειες. Βαριέμαι τις μετακομίσεις. Σας φιλώ.
σχόλια