Παρασκευή 10/12
Η μέρα που όλοι περιμέναμε ήρθε. Είχα πολύ καιρό να δω Αθηναίους να μιλάνε για τον καιρό τόσο πολύ. Αυτή η παρατεταμένη ακινησία του, με την αρρωστημένη ροπή προς την άνοιξη και αυτές τις φρικτές λιακάδες που σε βγάζουν έξω από τα ρούχα σου από τα νεύρα, μας έκανε όλους κουρέλια. Όλα χάλια με αυτή την απάθεια της φύσης. Πόση χαρά πια; Πόσο έξω καρδιά και κοντομάνικα; Τα ξερά κλαριά της κληματαριάς ξαναμπουμπουκιάζουν απελπισμένα. Το πρωί όλοι έχασαν σχεδόν κάθε ελπίδα. Η ζέστη του πρωινού τούς έκανε να πιστεύουν πως μάλλον ο χιονιάς που προέβλεπε η ΕΜΥ ήταν ένα φιάσκο και πως μάλλον το Σαββατοκύριακο θα πηγαίναμε για πικνίκ. Μετά το μεσημέρι, όλα βγήκαν αληθινά, ακόμα και τα ζώδια. Κι έτσι όπως προχωρούσε η μέρα, προς το απόγευμα ο ουρανός σκοτείνιασε και αυτή η πόλη έγινε ακόμη πιο γκρίζα. Ίσως και για καλό. Το άλλο, το φωτεινό, ήταν σαν ψεύτικο. Όλα ήρθαν στη θέση τους. Ένα sms με καλεί να κατέβω στη γωνία, ένα δώρο που μου είχαν τάξει από πέρσι. Στο σουβλατζίδικο στη γωνία συναντώ τη Γιούλα, έχει για μένα έναν θησαυρό. Λάδι από τη Mεσσηνία. Μεγάλη ποσότητα, θα τρώμε για μήνες... Γιούλα, σ' ευχαριστώ, και χαίρομαι που είμαστε επίτιμα μέλη στο ίδιο μπαρ. Το βράδυ, στο σπίτι, ένα ποτήρι κρασί, ζεστό ψωμί και το λάδι της Γιούλας στα λευκά πιάτα. Αυτό που ζω κάθε φορά που δοκιμάζω κάτι αληθινά αγνό δεν περιγράφεται. Είναι κάτι μεγαλύτερο από κάθε εστιατόριο και φαγητό που το φιλοσόφησαν δέκα μυαλά μαζί. Αυτό το λάδι φέρνει μαζί του όλες τις εικόνες της ελληνικής εξοχής, τη μυρωδιά του χώματος, τον ήχο των φύλλων της ελιάς που το γέννησε, ακόμα και το φως τους ήλιου, που εκεί πέρα λάμπει άφθονος. Κάθε φορά που συμβαίνει αυτό καταλαβαίνω το περιορισμένο της μεγάλης πόλης. Κλείνουμε το παράθυρο της κουζίνας γιατί κάνει ψύχρα. Οι γάτες δεν ανησυχούν καθόλου για τη φυλακή τους. Χαίρονται που έβαλε κρύο και κάνουν γιόγκα μπροστά στα βραστά σώματα της θέρμανσης. Χειμώνας, πάει και τελείωσε.
Σάββατο 11/12
Οι γάτες είναι εκεί που τις άφησα χθες, πριν πάω για ύπνο. Κολλημένες πάνω στη θέρμανση. Τις ζηλεύω. Μερικές φορές μου αρέσει το πόσο περιορισμένη είναι η ζωή τους: φαΐ-ύπνος-βόλτα. Δεν θέλω με τίποτα άλλη αϋπνία, ούτε άλλες ταχυπαλμίες όπως αυτή που έχω τώρα που γράφω. Με δέκα κινήσεις μετατρέπω το σπίτι σε φωλιά χειμερινή. Κρεμάω (ενδέκατη κίνηση) και τις βαριές κουρτίνες -ο κήπος δεν είναι για να τον θαυμάζεις πια- και τα βαριά βελούδα σχεδόν μας ησυχάζουν. Μάλλον επειδή δίνουν την ψευδαίσθηση πως δεν είσαι εκτεθειμένος. Βγαίνω στην Αθήνα αυτό το κρύο πρωινό, πάω στον μπακάλη, αγοράζω άπειρα εσπεριδοειδή, στον πάγκο έχει ακόμα και περγαμόντο. Ξύνω με το νύχι τη φλούδα αυτού του παραδείσιου καρπού. Για δέκα δευτερόλεπτα παραλύω από το άρωμα, θυμάμαι παιδικά χρόνια και κάτι βόλτες σ' ένα χωράφι κοντά στη θάλασσα. Η βόλτα με βγάζει στη Λέσχη του Δίσκου. Αυτό το μοναδικό μέρος, κατά την άποψή μου, ανήκει σε όλα όσα κάνουν (έκαναν;) την Αθήνα μια κομψή πόλη. Επιλέγω τις πλήρεις ηχογραφήσεις του Pablo Casals. Ήθελα και την Clara Haskil, θα την έχουν την επόμενη εβδομάδα, θα περιμένω να την πάρω μαζί μου στο νησί. Στην επιστροφή, τσιμπάω και τρία ματσάκια ανεμώνες και τρέχω για το σπίτι. Με τις υπέροχες εκτελέσεις του Pablo, βράζουν οι ζωμοί, γίνονται σούπες, τα τζάμια αχνίζουν. Στον φούρνο ένα ραβανί ψήνεται και το σιρόπι του κρυώνει έξω στο χιονόνερο (αυτή η συνταγή θέλει το κέικ ζεστό, το σιρόπι κρύο, κάνω ό,τι λέει, χωρίς να ρωτάω). Τρώμε και πίνουμε, σχεδόν βυθισμένοι στην ησυχία που παράγει αυτή η χιονισμένη μέρα. Το βράδυ μια επική ταινία στην τηλεόραση και μετά οι Διορθώσεις του Φράνζεν, αυτήν τη φορά στα ελληνικά, με κρατάνε ξύπνιο μέχρι τις τρεις. Έξω χιονίζει, με παγωμένα πόδια πάω για ύπνο. Κοντοστέκομαι στην κουζίνα, όλα πλυμένα, οι πάγκοι γυαλίζουν, τα φρούτα στην πιατέλα σαν πίνακας. Κουζινούλα μου, πάντα εσύ με σώζεις. Εσύ και οι γάτες. Σας φιλώ.
σχόλια