Moonstruck

Moonstruck Facebook Twitter
0

ΠΑΡΑΣΚΕΥH 25/3

Ωραία αργία, η Αθήνα σχεδόν άδεια, όσο και να μην το θέλω η άνοιξη μπήκε. Καθώς περνούν τα χρόνια διαπιστώνω πως δεν είμαι ο μόνος άνθρωπος που η συγκεκριμένη εποχή τον μελαγχολεί. Μπορεί να είναι η συνεχόμενη αλλεργία που έχω από τη γύρη των λουλουδιών ή και το γεγονός ότι η άνοιξη σηματοδοτεί κάποιου είδους αρχή, ανανέωση κ.λπ. Και εγώ πάντα σκέφτομαι πως τίποτα από όσα είχα προγραμματίσει δεν πρόλαβα να κάνω. Σήμερα, βέβαια, έχω ήδη βγει στον κήπο, αποφασισμένος να μας απαλλάξω από όλα τα ξερά και καμένα που έχει γεμίσει ο τόπος. Περνά ο πλανόδιος ανθοπώλης, κατεβαίνω να πάρω χώμα. Με κλέβει απροκάλυπτα - το δέχομαι διότι δεν έχω άλλη επιλογή. Τον καταριέμαι, βέβαια. Να του μαραθούν οι μπιγκόνιες… Πάνω στο μπαλκόνι κλαδεύονται τα πάντα. Διαπιστώνω απώλειες. Μερικές με πειράζουν. Ένα μεγάλο δέντρο που πέρναγε τέλεια σε μια γλάστρα, περιτριγυρισμένο από κάτι γλαδιόλες, νομίζω πως δεν ζει πια. Το κλάδεψα αρκετά, είδα πως ο κορμός τους δεν είναι νεκρός. Το περιποιήθηκα, ελπίζω. Αγαπώ αυτήν τη διαδικασία που γίνεται συνήθως (με τέτοια ένταση) δύο φορές τον χρόνο. Έχει μεγαλύτερη επίδραση ακόμα και από την ικανοποίηση που παίρνεις όταν τακτοποιείς τις ντουλάπες σου. Αν και το παράκανα λίγο με τα κλαδέματα σήμερα και όλα φαίνονται πιο άδεια από ποτέ, ευελπιστώ πως μέχρι τα μέσα Μαΐου θα έχουμε μια υπέροχη αυλή, με πυκνές φυλλωσιές και λουλούδια που μυρίζουν ωραία, για να καθόμαστε. Και εύχομαι να τα καταφέρω να βάψω επιτέλους αυτό το τραπέζι της αυλής. Μπαίνω μέσα τουρτουρίζοντας, με τα μπατζάκια μου βρεγμένα μέχρι το γόνατο. Ήρθε η άνοιξη, αλλά όχι εντελώς. Μετά, πηγαίνουμε για μπακαλιάρους, το σώμα μου πονάει παντού. Με την πρώτη γουλιά κρασί σχεδόν μεθάω. Θυμάμαι μόνο πως η σκορδαλιά ήταν επικίνδυνα βελούδινη κι ελαφριά και πως το τραπέζι ήταν στολισμένο με ανεμώνες. Ένα τεράστιο γεύμα και τρεις εσπρέσο μετά επιστρέφουμε σπίτι.

ΣAΒΒΑΤΟ 26/3

Βλέπουμε σε DVD το Moonstruck. Λίγοι πια τη θυμούνται, όμως πρόκειται για μια πολύ γλυκιά ταινία των ‘80s, με πρωταγωνιστές τη Σερ, την Oλυμπία Δουκάκις και τον Nίκολας Κέιτζ. Στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης μια κοπέλα (περασμένα ‘40s) ζει με την οικογένειά της (Ιταλοαμερικανοί) μετά τον θάνατο του άντρα της. Δεν είναι θλιμμένη, είναι απλώς λίγο κυνική. Ετοιμάζεται να παντρευτεί κάποιον (όχι από έρωτα, μάλλον από ανάγκη) και φαίνεται να είναι εντάξει με τη συμβατική πορεία που πήρε η ζωή της. Μετά από όσα έχουν συμβεί, θα έπρεπε να είναι και ευγνώμων. Όταν ο αρραβωνιαστικός της φεύγει για να πάει στην άρρω- στη μάνα του στη Σικελία, της ζητά μια χάρη: να συναντήσει τον αδερφό του που έχουν πέντε χρόνια να μιλήσουν και να του ζητήσει να έρθει στον γάμο. Αυτή πηγαίνει. Ο αδερφός (Nίκολας Κέιτζ) είναι ένας πολύ θυμωμένος, πολύ θλιμμένος, πολύ σέξι φούρναρης, που του λείπει το ένα χέρι. Το έκοψε στη μηχανή του ψωμιού επειδή κάτι συζητούσε με τον αδερφό του και αφαιρέθηκε. Μετά από αυτό ο έρωτας της ζωή του τον εγκατέλειψε κι αυτός πέρασε τα επόμενα πέντε χρόνια κατηγορώντας τον αδερφό του για το ατύχημα. O έρωτας είναι κεραυνοβόλος. Αυτή τον καλοπιάνει, του φτιάχνει μια μπριζόλα με μακαρόνια, αυτός της βάζει να ακούσει όπερα, μιλάνε με πάθος και πέφτουν στο κρεβάτι. Στο τέλος, καταλήγουν να τα πουν όλα στον αδερφό που επιστρέφει από τη Σικελία και να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Όμως, η χάρη αυτής της ταινίας δεν είναι στη βασική υπόθεση. Αν και ακόμα και εκεί το σενάριο είναι τόσο καλογραμμένο που βλέπεις ανάγλυφα δύο χαρακτήρες στο χείλος της εγκατάλειψης του εαυτού τους να τους ανασηκώνει ο έρωτας και να τους μετατρέπει σε κάτι σχεδόν αέρινο. Τα λόγια που ανταλλάσσουν είναι αριστουργηματικά. Η μαγεία της ταινίας είναι στους γύρω ρόλους. Η μάνα (Oλυμπία Δουκάκις) μοιάζει να είναι μια γυναίκα που, ενώ έχει αποδεχτεί τα γηρατειά της, το βλέμμα της σπινθηρίζει και περιμένει ακόμα τον έρωτα, σαν να ήταν η πρώτη φορά. Ο πατέρας, πλούσιος υδραυλικός που την απατά με μια ηλικιωμένη τσουλίτσα, σε συγκινεί στο φινάλε, όταν η σύζυγός του τον ρωτά αν την αγαπά ακόμα. Της απαντά θετικά και τότε αυτή του ζητά να μη ξαναδεί την άλλη. Αυτός, αμίλητος, χτυπά το χέρι στο τραπέζι και αποδέχεται βουβά τον κανόνα της γυναίκας του σπιτιού. Ο παππούς, ένας υπερήλικας γέρος που μιλά μισά ιταλικά μισά αγγλικά κι έχει έξι σκύλους. Πάει σε μια κηδεία με τα σκυλιά και με τους άλλους γέρους μιλάνε για το πόσοι έφυγαν και πόσοι έμειναν. Ένα βράδυ με πανσέληνο πάει τα σκυλιά βόλτα, και κάτω από το φεγγάρι τα παρακινεί να αρχίσουν να ουρλιάζουν. Αυτά το κάνουν. Πιο όμορφη σκηνή που να δείχνει την αγάπη των σκύλων προς τους ανθρώπους δεν έχω δει. Όλη η ταινία είναι γεμάτη με φαγητό. Ιταλοαμερικάνικο. Όλα λαμβάνουν χώρα μπροστά σε πιάτα με φαγητό. Χωρίς να το καταλαβαίνεις στην αρχή, παρελαύνει από μπροστά σου όλη η γαστρονομική κουλτούρα της Μικρής Ιταλίας. Όταν τελείωσε η ταινία, ήθελα να ακούσω τη «La Bohème» όξω φωνή και να φάω ένα πιάτο ζίτι. Αν θέλετε να νιώσετε ωραία και να διαπιστώσετε για άλλη μια φορά πως η ζωή κρύβεται στα μικρά πράγματα, δείτε το Μoonstruck αμέσως. Σας φιλώ.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ