Απευθύνομαι στο γατάκι: Ζω ιστορικούς καιρούς. Αλλά τους περίμενα πιο συναρπαστικούς. Οk, η δυστυχία καλπάζει και ορισμένοι πλούσιοι ζορίζονται, αλλά πού είναι οι τυφεκισμοί στου Γουδή! Η δήωση των ανακτόρων (μετά βιασμών)! Το φονικό στην εκκλησιά! Κάποια πριγκίπισσα να φυγαδεύεται σε μια μπρατσέρα τη νύχτα!
Βέβαια, το πλήθος προσπαθεί. Εξαθλιώνεται όσο μπορεί. Και εξαγριώνεται. Τα μισά σχόλια στο ίντερνετ είναι νευρικά παραληρήματα. Σπασμένα νεύρα. Οι πιο χρησιμοποιημένες λέξεις της εποχής είναι «Ουστ» και «Έλεος». Με το παραμικρό χυμάει ο ένας στον άλλο. Κάτι είναι κι αυτό.
Βλέπω μια φωτογραφία του Μπρεχτ στον τοίχο. Τη γνωστή. Με το τεράστιο πούρο του. Corona Especial! Αν κυκλοφορούσε στους δρόμους της Αθήνας θα τον κοίταζαν με περιφρόνηση και υποψία. Θα εθεωρείτο θύμα του ευδαιμονισμού, υπαίτιος της συντριβής μας. Τα ποιήματά του; Ποιος νοιάζεται για ποίηση σε δύσθυμη εποχή!
Έλα μικρό, καπιταλιστικό γατάκι δίπλα μου και πες μου: Τι πιστεύεις; Δικαιούται να είναι αγανακτισμένη η τραγουδίστρια που μετά την αγανάκτησή της πηγαίνει στο ζάπλουτο εξοχικό της να ξεκουραστεί; Δεν έχει κακές προθέσεις, αλλά μήπως είναι λίγο πορνογραφικός ο καημός της, δεδομένου ότι δεν μοιράζει ούτε το δέκατον της περιουσίας της, κατά τας εντολάς του Ευαγγελίου; Μήπως θα ήταν πιο αξιοπρεπές ν’ αφήσει τους φτωχούς στη φτώχια τους και να τραγουδήσει για τις κάψες των ομοίων της;
(Λόγια, λόγια, λόγια - σε μια εποχή που κάνει κρα για πράξεις. Ύβρεις, ύβρεις, ύβρεις - σε μια χώρα που γέννησε το Μέτρο και το πέταξε, όλο χάρη, σαν βότσαλο στη λίμνη. Και νάνοι, νάνοι, νάνοι - σε ένα κράτος που ούτε ηγέτη αντέχει, ούτε στην αληθινή δημοκρατία πιστεύει. Οριζοντίως και καθέτως.)
Λοιπόν, γατάκι, τι λες; Θα κάψουμε τα χειμερινά ανάκτορα for a change;
Κι ο Μπρεχτ, δικαιούται να ομιλεί, καπνίζοντας Cohibas Coronas Especiales;
Το γατάκι απαντά: Μακάρι να ‘ξερα. Μπας κι έχω ξαναζήσει ιστορικούς καιρούς;
Έχεις κι εσύ τα δίκια σου. Βρέθηκες ανέστιο, στην ερημιά με χάρι. Από μέσα το κοντό βρακάκι του lifestyle κι απ έξω οι κουρελούδες της Αριστεράς. Διχασμένο, συγχυσμένο - με συμπεριφορά άρχοντα και ψυχολογία ρεμπέτη. Θέλω να σε προστατεύσω. Θέλω να χύσω πάνω σου το μέλι της αμνησίας.
Χύνω αμνησία πάνω στις τραγουδίστριες που πονούν για τους άστεγους και μετά ο σοφέρ τις οδηγεί κουρασμένες στο περίφρακτο ανάκτορό τους, ενώ ο λογιστής ετοιμάζει τη νέα τους φοροδιαφυγή
Χύνω αμνησία πάνω στον δημοσιογράφο που πατάει με το τακουνάκι του το βδελυρό μνημόνιο σαν κατσαρίδα, πηγαίνοντας αμέσως μετά να γευματίσει με τον άνθρωπο που έχει κατακλέψει την Ελλάδα και με τον οποίο αλληλοπροσφωνούνται τρυφερά «Ρε, μαλάκα».
Χύνω αμνησία πάνω σε σένα, μεθυσμένο γατάκι, που γεννήθηκες για χάδια και φιλιά, αλλά ο καπιταλισμός σε ξέβρασε «στα γυμνά χαλίκια του κόσμου», στην Παραλία του Ντόβερ, στα βράχια της Πειραϊκής - εκεί όπου κοιμάται ο Στέλιος ο μπεκρής / κοιμάται κι ονειρεύεται πως την αυγή παντρεύεται.
Έλα, ας διασχίσουμε τη νύχτα. Ας το πάρουμε απόφαση ότι μπήκαμε σε μια θολή περίοδο σύγχυσης και αβεβαιότητας, όπου όλα τα όρια έχουν διαχυθεί και όλα τα δεύτερα νοθεύουνε τα πρώτα. Κι όσο κρατήσει η νύχτα αυτή, ας ακούμε με επιφύλαξη κάθε τραγούδι, κάθε κατηγορία, κάθε έπαινο, κάθε υπόσχεση.
Κι «ας είμαστε αληθινοί ο ένας με τον άλλο, γιατί ο κόσμος, που μοιάζει να απλώνεται μπροστά μας σαν χώρα ονείρων, τόσο ποικίλος, τόσο όμορφος, τόσο νέος, δεν έχει πράγματι μήτε χαρά, μήτε αγάπη, μήτε φως, μήτε βεβαιότητα, μήτε ειρήνη, μήτε βοήθεια για τον πόνο. Κι είμαστ’ εδώ σαν σε σκοτιδιασμένο κάμπο σαρωμένο από συγκεχυμένους συναγερμούς αγώνα και φυγής, όπου άγνωρες στρατιές χτυπιούνται τη νύχτα».
ΥΓ.: Η μετάφραση του ποιήματος «Η παραλία του Ντόβερ» από το περιοδικό «Εκηβόλος».
σχόλια