Μέσα στις γιορτές αποφάσισα να κάνω ένα μεγάλο tour στη νυχτερινή Αθήνα μόνος μου. Χωρίς κανέναν να με παρασύρει σε hip μέρη, χωρίς φίλους, γνωστούς και σειρήνες σε εγρήγορση. Μόνο με το ένστικτο στο on και την πόλη μπροστά από το κλείστρο της κάμερας του iPhone. Από το φουτουριστικό «ηλεκτρονικό» φετινό δέντρο της πλατείας Συντάγματος που έχει διχάσει τα social media (ο συγκάτοικος είπε ότι μοιάζει να βγήκε από ασιατική μεγαλούπολη, το Τόκιο ή το Χονγκ Κονγκ ας πούμε) μέχρι το γκαράζ του Ιδρύματος Κακογιάννη, όπου κατέβηκα για να δω το Αλεξάντερπλατς, τη νέα δουλειά της ομάδας Κανιγκούντα, βασισμένη (χαλαρά) στο μυθιστόρημα του Άλφρεντ Ντέμπλιν (εξαιρετική δουλειά, αν εξαιρέσεις τον ολίγον εκνευριστικό διδακτισμό της) και από εκεί σε ένα καταπληκτικό ολοκαίνουριο tapas & wine bar ονόματι Harvest, στη γωνία Αιόλου και Ευριπίδου, η βραδιά ήταν βγαλμένη από την παλιά, αγαπημένη Αθήνα.
Στο Harvest ο κόσμος έτρωγε μετά μανίας Favada (baby λευκά φασόλια σιγομαγειρεμένα, με λουκάνικα chorizo και καπνιστή πάπρικα), tortilla με αυγά ποσέ και μαύρη τρούφα και pimientos depicillo με μπακαλιάρο και γαρίδα, πίνοντας κρασί σε ποτήρι, με υπόκρουση Morrissey και David Byrne. Είναι ενθαρρυντικό το ότι στην Αθήνα της κρίσης ανοίγουν τέτοια μαγαζιά, με στιβαρό concept, (σούπερ) καλές τιμές και γενναιόδωρη λογική (χωρίς να ξέρουν την ταυτότητά μου, μου έφεραν να δοκιμάσω τέσσερα διαφορετικά κρασιά για να αποφασίσω ποιο μου αρέσει – μου έφεραν και δωρεάν τρία πιατάκια με πεντανόστιμα tapas). Χίλια kudos στους ιδιοκτήτες, που δεν έχω ιδέα ποιοι είναι (αυτό προς γνώση και συμμόρφωση κάποιων ιδιοκτητών που πιστεύουν σε φαντάσματα και ότι η LifO και η παρούσα στήλη άγονται και φέρονται, ανάλογα με το αν τις κερνάνε ποτά ή όχι...). Επίσης, είναι τρομερή μαγκιά να παίζεις στις δύο τα ξημερώματα ένα Σάββατο βράδυ με τιγκαρισμένο μαγαζί (από κόσμο που περιφανέστατα ήταν «αλλού») το «Second Waltz» του Σοστακόβιτς από τον Andre Rieu, μετά Wim Mertens και στη συνέχεια Philip Glass από το σάουντρακ του The Hours (που όσο περνάνε τα χρόνια εδραιώνεται επιτέλους στη συνείδηση όλων μας ως μία από τις πιο σπουδαίες ταινίες όλων των εποχών). Στο Faust της Καλαμιώτου όλα αυτά, που αποδεικνύει ότι τα DJ sets «συναισθηματικής εκτόνωσης» που ευαγγελίστηκε o DJ Dear Quentin πριν από μερικά χρόνια, τολμώντας να εμφανίζεται στα μπαρ της Αθήνας ως μία μεταμοντέρνα drag queen (πέρα από τα δεδομένα στερεότυπα των gay bars), έχτισαν σχολή και απελευθέρωσαν τους όψιμους DJs από τον βραχνά των συγχρονισμένων bpms και των άψογων αλλαγών. Πήγα και στο Wild Rose που άνοιξε πανηγυρικά λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, αναβιώνοντας το «θρυλικό» μαγαζί της δεκαετίας του '90, στην ίδια στοά της Πανεπιστημίου 10, στο ίδιο υπόγειο, στο ίδιο σημείο όπου η αθηναϊκή ιστορία έχει αφήσει τα γραμμάτιά της στα καλά χρόνια του nightlife της πόλης. Τότε που άλλοι έγραφαν rave χιλιόμετρα κουμπωμένοι με «έκσταση» στα Οινόφυτα και άλλοι βουτούσαν στη mainstream ανασφάλεια ενός ροκ κλαμπ του Συντάγματος. Τότε που δεν υπήρχαν διαχωριστικές γραμμές – όλοι μαζί κάναμε τις τρέλες μπροστά από τους τσολιάδες στο Σύνταγμα. Οι Μερσέντες, οι Βαρελάδικο, οι Wild Rose, οι Avant Garde, οι πάντες. Πάντως, το νέο Wild Rose, που είναι ίδιο με το παλιό, είναι το μαγαζί που επιτέλους μας θύμισε πώς ήταν ακριβώς τα παλιά ωραία κλαμπ της δεκαετίας του '90. Υπόγεια, σκοτεινά, με μουσική τέρμα που σε ξεκουφαίνει και με έναν περιρρέοντα, χαμένο ερωτισμό. Τα κλαμπ αυτά που τότε δεν υπόκεινταν σε κανέναν φυλετικό διαχωρισμό οι πρώιμοι indie-άδες πήγαιναν μετά τις συναυλίες των Monochrome Set στο An Club και οι όψιμοι σκυλάδες μετά τον Λε-Πα της παραλιακής. Ένα οικουμενικό crossover. Κάτι που έχουμε ξεχάσει και το Wild Rose μας ξαναθύμισε. Αλλά θέλουμε τον Γιάννη Νένε πίσω στο αθηναϊκό clubbing. Αυτός μπορεί να το επαναπροσδιορίσει, πνευματικά και ουσιαστικά. Πού είσαι, βρε Γιάννη;
σχόλια