19-21.04 Σ/Κ
Έρχονται οι τρεις παιδικές μου φίλες στην Αθήνα. Πρώτοι φορά όλοι μαζί στη νέα μου πόλη (νέα, τρόπος του λέγειν, δέκα χρόνια είμαι εδώ). Γνωριζόμαστε από παιδιά. Απανωτά sms. Τι ώρα πετάτε; Πότε φτάνετε; Πώς θα έρθετε στο κέντρο; Θα πάρετε μετρό; Στείλτε σήμα μόλις μπείτε στο ξενοδοχείο. Στέλνουν. Τρέχω από τη δουλειά. Ίδιες. Αγκαλιές σφιχτές. Αληθινές. Τα αστεία ίδια. Τα γέλια ίδια. Εγώ αμήχανος, συγκινημένος, αγχωμένος. Όλη μου τη ζωή τις έχω στα δεδομένα, στα τηλέφωνα πρώτης ανάγκης. Tέλος πάντων. Είναι ένα θέμα το να είσαι άνθρωπος του κέντρου και να θες να κινηθείς με κάποιους ανθρώπους που δεν ξέρουν καλά την Αθήνα και αυτόν το νέο τρόπο ζωής σε αυτή την παράξενη πόλη που δεν δίνεται εύκολα στον κόσμο. Ας πούμε, πόσοι ξένοι ξέρουν τον κήπο του six d.o.g.s ή πόσο εύκολο είναι να διασχίσουν αυτό το χάος και να βρεθούν στα μέρη που όλοι εμείς λατρεύουμε ή ακόμα και να τα καταλάβουν; Αυτά που αγαπάμε εμείς εδώ πέρα πολλές φορές φοβάμαι πως τα αγαπάμε λόγω «εγκλεισμού» στο κέντρο ή από συνήθεια. Μπορεί και όχι. Μπορεί να είναι στ’ αλήθεια μια άγρια και γοητευτική και κάπως χύμα πόλη που ίσως δεν θα γίνει Βαρκελώνη ποτέ, είναι όμως το πιο σέξι σημείο στη Μεσόγειο.
Το βράδυ πάμε για ψάρια. Αν μη τι άλλο, κατάφερα στα δέκα χρόνια να αγαπήσω τρία εστιατόρια στη νέα μου πόλη και να με αγαπήσουν (νομίζω) ως πελάτη και οι ιδιοκτήτες τους. Και είναι καλό αυτό. Γιατί σε προσέχουν και κάτι βράδια σαν αυτά, που είναι «ειδικά», σε προσέχουν πιο πολύ. Και απόψε είναι όμορφα εδώ, στο «προνομιακό» τραπέζι, μ’ εμάς να γελάμε όπως παλιά. Μαζί μας είναι και νέοι φίλοι. Και είναι εντυπωσιακό για μένα που όλοι ταιριάζουν και δεν υπάρχει κανένας ηλεκτρισμός. Είμαι περήφανος και γι’ αυτούς και για μένα. Που με επέλεξαν και τους επέλεξα. Το άλλο μεσημέρι, γύρω από ένα τραπέζι πάλι, οι χαρές συνεχίζονται. Όλες μας οι χαρές γύρω από τραπέζια. Με κρασιά στα ποτήρια, με ωραία φαγητά και λευκές πετσέτες, με γλυκά που λιγώνουν, με συζητήσεις που σε αναζωογονούν, που σου δίνουν ελπίδα. To βράδυ τις πάω στη Νατάσσα Μποφίλιου. Τις δικές μου επιθυμίες προβάλλω επάνω τους και τις πάω ν’ ακούσουν αυτό που ήθελα όλο τον χειμώνα. Παρακολουθούμε αποσβολωμένοι την καλύτερη και πιο ταλαντούχα νέα στο ελληνικό τραγούδι, που μεταμορφωμένη σε ξανθιά γυναικάρα του ’50-‘60, με απόλυτο έλεγχο της φωνής, της κίνησης και της έκφρασής της καθηλώνει ένα τεράστιο και πολύ νέο κοινό στον Κύκλο, στον Βοτανικό. Μετά το πρώτο τραγούδι δίνω στον εαυτό μου υπόσχεση πως θα είμαι εδώ και το άλλο Σάββατο. Φίλες και φίλοι, κάτω από τα μάγια της Ν.Μ. ζούμε μεγάλες στιγμές. Ωραίο. Άξιζε που περιμέναμε δέκα χρόνια, σκέφτομαι.
Το άλλο πρωί η χαρά διαλύεται από δυσάρεστα νέα και μετά τους πρωινούς αποχαιρετισμούς περιφέρομαι στην Αθήνα, τη νέα μου πόλη, που τώρα που την είδαν μέσα από τα μάτια μου οι παλιές μου φίλες και που
«ενέκριναν» τη νέα μου ζωή, τους καινούργιους μου φίλους, τη βλέπω αλλιώς. Και βγήκε κι αυτός ο ήλιος ο ανοιξιάτικος που τα κάνει όλα κάπως πιο σκληρά. Ευτυχώς που έχω καλή μουσική στο iΡhone, σκέφτο-
μαι. Πίσω στο σπίτι τρώω όλο μου τον χρόνο στον κήπο. Πάλι χώματα. Μεταφυτεύσεις. Περνά η ώρα με κάτι κόκκινες πικροδάφνες που θέλω να γίνουν οι πρωταγωνίστριες του κήπου μου. Και πάνω που έχω βαρεθεί να ακούω τα debates για τις φράουλες της Μανωλάδας, βλέπω τις δικές μου που φύτεψα να ανθίζουν. Λες να έχουμε καρπούς; Αν είναι, θα σας πω. Το βράδυ θέλω να μπω στην κουζίνα να μαγειρέψω. Φαγητό για έναν, αλλά ας είναι. Ανοίγω το ψυγείο, έχει χαλάσει. Τραγικό! Και μάλλον δεν θα αναστηθεί ποτέ του. Πάμε για καινούργιο. Σήμερα που γράφω αυτό το κείμενο είναι κλειστό και άδειο. Ελπίζω, μέχρι την άλλη
Τρίτη, να έχω κάτι νέο να σας πω.
Σας φιλώ.
σχόλια