Πήγα απρόσκλητος μια νύχτα και του χτύπησα την πόρτα στο Ντεπό της Θεσσαλονίκης. Χωρίς διατυπώσεις μ' έμπασε σ' ένα στενό δωμάτιο που μύριζε ύπνο και απέφυγε να με κοιτάξει όσο μιλούσαμε. Δύο τραπέζια, μια καρέκλα, ένα μονό κρεβάτι και ράφια με βιβλία ακατάστατα. Αρχοντικός, συγκρατημένος, αυτό που γράψαν «μια σλάβικη ψυχή με ιταλική ευγένεια» – άνθρωποι πιο προσεκτικοί από τον Καχτίτση, που του απέδωσε σκληρότητα και υπολογισμό.
Κύριε Τσίζεκ, ποιους βασικούς κανόνες τηρείτε, καταρχάς, όταν επιμελείστε την αισθητική ενός βιβλίου;
Το να είναι το βιβλίο ευανάγνωστο, να μην έχει λάθη, να μην κουράζει τον αναγνώστη, το στοιχείο να μην είναι μονότονο, να έχει φωτοσκιάσεις, να μην υπάρχουν αυτά τα μοντέρνα –κάπως μπαστουνοειδή– ευθύγραμμα στοιχεία, να βοηθά ν' αναδεικνύεται το κείμενο και να είναι προσαρμοσμένο σ' αυτό.
Επίσης, να μην πνίγεται το κείμενο κάτω απ' την πληθώρα των διακοσμήσεων (πράγμα που συμβαίνει πολύ στην Ελλάδα), να μην είναι εξεζητημένη η εκτύπωση ώστε να επισκιάζεται το κείμενο, και κυρίως η δουλειά του γραφίστα να είναι διακριτική και να γίνεται κάπως στα παρασκήνια...
Τώρα, βέβαια, ένα άλλο κουσούρι που έχουν πάρα πολλές εκδόσεις είναι το εξής: είναι εξαιρετικά επιμελημένες από γραφικής πλευράς, αλλά στα κείμενα είναι αδύνατες, με αποτέλεσμα να γίνονται γραφιστικά αντικείμενα.
Συμφωνείτε με την άποψη ότι η καλύτερη γραφιστική επιμέλεια δεν χρειάζεται καθόλου τη διακόσμηση;
Κοιτάξτε: κάπου στ' απομνημονεύματά του ο Φορντ λέει – το λέει, βέβαια, για τα βιομηχανικά προϊόντα: «Η απλούστερη λύση είναι και η καλύτερη». Όταν δουλεύω εγώ ο ίδιος και φτάνω σ' ένα φορτωμένο εξώφυλλο, λέω: «Να δούμε! Μπορώ ν' αφαιρέσω κάτι χωρίς να το χαλάσω;». Λοιπόν, αφαιρώ, αφαιρώ κι όσο βλέπω ότι δεν χαλνάει αφαιρώ – γιατί η τάση να φτιάξεις ένα πολύπλοκο εξώφυλλο πολλές φορές απορρέει από την αδυναμία, την ανικανότητα ή τον περιορισμό που έχεις να λύσεις το πράγμα απλά, να δώσεις μια απλή λύση. Και μια αφίσα, κι ένα εξώφυλλο, κι ένα οποιοδήποτε έντυπο, εφόσον έχει μια κεντρική ιδέα και την προβάλλει με απλό τρόπο, εντυπωσιάζει αμέσως∙– αν πρέπει ν' αποκρυπτογραφήσεις το μήνυμα της αισθητικής, κουράζεσαι, κι αυτό είναι ασφαλώς ένα μειονέκτημα...
Ο περιορισμός των μέσων ίσως οδηγεί και στην ποθητή απλότητα;
Ο περιορισμός πάντοτε ήτανε προς όφελος της τέχνης. Πάρτε την κλασική ποίηση ή τους περιορισμούς της ομοιοκαταληξίας και της ισοσυλλαβίας των στίχων. Δείτε μετά πόσο πιο δύσκολο είναι να γράψεις στον σημερινό ελεύθερο στίχο, παρά στον παραδοσιακό. Πάρτε και τα οικοδομικά υλικά: με το παραδοσιακό τούβλο ή την πέτρα χτίζεις ωραία σπίτια, που όμως καταρρέουν, αν δεν τα χρησιμοποιήσεις σωστά. Με το τσιμέντο χτίζεις ό,τι θέλεις κι είναι γερό για πάντα, αλλά αυτό που χτίζεις μπορεί να είναι ένα έκτρωμα. Επομένως, η ανάγκη να λύσεις προβλήματα στατικής δημιουργεί νέους αισθητικούς κανόνες.
Η φαντασία σας δούλεψε τόσο καλά και επειδή αναγκαστήκατε να ζήσετε σε ξένο περιβάλλον;
Ναι, παραδέχομαι ότι αυτή μπορεί να είναι μια αφετηρία. Οπωσδήποτε, όμως, είναι και θέμα χαρακτήρα. Άλλαξα περιβάλλον ουσιαστικά τρεις φορές: όταν πήγα από την Ιταλία στην Τσεχοσλοβακία, όταν από την Τσεχοσλοβακία ήρθα στην Ελλάδα κι όταν με τον διωγμό των Εβραίων έχασα τους καλύτερους φίλους μου. Βρισκόμουν σε ένα περιβάλλον με το οποίο δεν είχα το θάρρος να επικοινωνήσω. Έτσι, κλεινόμουνα στον εαυτό μου, και είτε αναπολούσα πράγματα περασμένα, είτε φανταζόμουνα ένα δεύτερο κόσμο όπου μπορούσα να κινούμαι πιο άνετα. Μάλλον ο χαρακτήρας μου έφταιγε.
Ίσως γι' αυτό σας διακρίνει ένας συγκρατημένος αισθηματισμός;
Ασφαλώς. Προσπάθησα να χάσω λίγο τον αυτοσυγκρατημό αυτόν με τη μονοτυπία, που εκ φύσεως διεγείρει τη φαντασία. Κι αν διαβάσετε την Πραγματεία για τη ζωγραφική του Ντα Βίντσι, θα δείτε ότι συνιστά στους ζωγράφους να κοιτάζουνε τους υγρούς τοίχους με τους χαλασμένους σοβάδες, γιατί μέσα εκεί μπορεί, λέει, να βρούνε διάφορες φανταστικές σκηνές, από ερεθίσματα του τυχαίου.
Αν μου επιτρέπετε, κύριε Τσίζεκ, παρατηρώ ότι είστε πολύ στωικός, πολύ υπομονετικός...
Όταν πριν από 12 χρόνια περίπου πληρωνόμουνα στο πανεπιστήμιο 5.301 δραχμές καθαρές, όταν οι Εβραίοι φίλοι και συμμαθητές μου καταλήξανε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και οι περισσότεροι δεν γύρισαν, όταν ένα σωρό συγγενείς μου στην Τσεχοσλοβακία έχουν κιόλας πεθάνει – σκέφτομαι πως μέσα στις τόσες μοίρες των ανθρώπων το ότι έχω μια δουλειά κι ελεύθερο χρόνο πρέπει να με κάνει, αν όχι ευχαριστημένο, τουλάχιστον πιο υπομονετικό.
Και ποια βασική αρχή σάς στηρίζει;
Δύσκολο, ν' απαντηθεί αυτό – γιατί περνάω κι εγώ στιγμές απελπισίας και απόγνωσης... Φαίνεται, όμως, πως από χαρακτήρα είμαι αισιόδοξος, γιατί τελικά μου περνούν όλα – πέφτω, αλλά ξανασηκώνομαι. Θυμάμαι και τη μητέρα μου που πέθανε στο γηροκομείο, και τις τελευταίες μέρες πριν πεθάνει είχε έρθει εκεί πέρα μια ορχήστρα κι έπαιζε στο ισόγειο, κι εκείνη στο πάνω πάτωμα έλεγε: «Μα, τι καταπληκτική μουσική είναι αυτή που ακούω να 'ρχεται...» (σιωπή). Φαίνεται πως της μοιάζω.
____________
ENA MIKΡΟ ΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ
Στην επόμενη σελίδα: Ένα απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό του διήγημα "Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής"
ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑ
Ἡ λιμνοθάλασσα τῆς Γεωργικῆς Σχολῆς
ΤΩΡΑ ΠΟΥ Η ΛΙΜΝΗ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἀργοπεθαίνει, χαίρομαι γιατὶ κάποτε πῆγα στὶς ὄχθες της καὶ βούτηξα στὰ νερά της τὰ γυμνά μου πόδια, κι ἂς γέμισαν ἀμέσως βδέλλες. Καὶ ἀναρωτιέμαι πόσοι εἶναι σήμερα οἱ Θεσσαλονικεῖς ποὺ θυμοῦνται τὴ λιμνοθάλασσα τῆς Γεωργικῆς Σχολῆς καὶ τὸν βάλτο ποὺ σχημάτιζε ὁ ποταμὸς Ἀνθεμούντας, ἀπὸ τὴν κοιλάδα τῆς Γαλάτιστας μέχρι περίπου τὸ σημερινὸ ἀεροδρόμιο, δίπλα στὸ ὁποῖο τὰ λιγοστὰ νερά του χύνονταν στὸν Θερμαϊκό. Γιατὶ πέρασαν περίπου ἑξήντα χρόνια ἀπὸ τὴν ἐξαφάνισή τους.
Σ’ αὐτὸ τὸ διάστημα ἡ πόλη, στὴν πολύπλευρη ἀνάπτυξή της, ἐκτὸς ἀπ’ τὸν παλιὸ καί, παρ’ ὅλες τὶς μεγάλες ἀντιθέσεις, ὡραῖο ἑαυτό της, ἔχασε καὶ τὸ πρασινωπό, εὐωδιαστὸ κύμα, πού, ἂν ἤσουν τυχερός, μπορεῖ νὰ ἔφτανε ὣς τὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ σου. Ὡστόσο, ἀπ’ τὴν ὄμορφη αὐτὴ Θεσσαλονίκη, μὲ τὴν ἐπιβλητικὴ σειρὰ τῶν ἐπαύλεων ποὺ πλαισίωναν τὴ λεωφόρο Βασιλίσσης Ὄλγας, μέσα σὲ κήπους ποὺ οἱ μισοί, τῆς νότιας πλευρᾶς, εἶχαν πρόσβαση στὴ θάλασσα, δὲν ἔλειπαν καὶ οἱ ἄσχημες ὄψεις: τὸ δυσάρεστο κλίμα, ὁ βαρδάρης, ἡ σκόνη, οἱ ρεματιές, τὰ κουνούπια καὶ οἱ κοριοί, γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρουμε τοὺς τενεκὲ-μαχαλάδες, ὅπως ὁ ἑβραϊκὸς «151», ποὺ βρισκόταν περίπου στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς Σχολῆς Εὐκλείδη. Ὄχι μακριὰ ἀπ’ αὐτὸν διατηροῦνταν, μέχρι σχετικὰ πρόσφατα, τὸ κτίριο τοῦ ἑβραϊκοῦ φτωχοκομείου, μὲ τὸ ἄστρο τοῦ Δαβὶδ στὸ ἀέτωμα τῆς πρόσοψης. Στὴν πόλη ὑπῆρχαν μερικοὶ πάμπλουτοι Ἑβραῖοι, ἀρκετοὶ πλούσιοι καὶ πολλοὶ εὐκατάστατοι. Ὅμως τὴ μεγάλη πλειοψηφία, καὶ ὄχι μόνο τοῦ ἑβραϊκοῦ πληθυσμοῦ της, τὴν ἀποτελοῦσε ἡ φτωχολογιά. Ἕνα λαϊκὸ ἱσπανοεβραϊκὸ τραγούδι τοῦ Μεσοπολέμου ποὺ ἄρχιζε:
Σὲς ντραχμὲς ἂλ ντία τόμο
ἰὰ τὲ πουέδο μαντενὲρ
κὲ τοὺ σὸς νίνια ντὲ μπάλντες,
ἀμάν, ἀμάν…
σὲ ἐλεύθερη μετάφραση ἔλεγε:
Ἕξι δραχμὲς τὴ μέρα παίρνω
καὶ εἶμαι σὲ θέση νὰ σὲ συντηρήσω
γιατὶ εἶσαι ἀνέξοδο κορίτσι,
στὴ μάνα σου θὰ πάω νὰ σὲ ζητήσω.
Καθὼς κάθε βῆμα μπροστὰ εἶναι κι ἕνα βῆμα πίσω, μὲ τὶς πολλαπλὲς μεταμορφώσεις της, ἀπὸ τὶς ὁποῖες κάθε ἑπόμενη κατέστρεφε τὴν προηγούμενη, καὶ μὲ τὶς δραματικὲς μέχρι καὶ τραγικὲς ἀλλαγὲς τοῦ πληθυσμοῦ της, ἡ Θεσσαλονίκη μοιάζει σήμερα μὲ νύμφη ποὺ ἀκόμα ἀδυνατεῖ νὰ βγεῖ ἀπ’ τὸ κουκούλι. Δίνει τὴν ἐντύπωση ἑνὸς κόσμου ποὺ μεταβάλλεται συνεχῶς χωρὶς νὰ ὁλοκληρώνεται, παρὰ τὸ μακραίωνο παρελθόν της, μὲ ἐποχὲς ἀκμῆς ποὺ δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ τὶς φανταστοῦμε. Σὲ αὐτὸ ἐν μέρει συμβάλλει καὶ ἡ ἀπουσία ἑνὸς ἀποκρυσταλλωμένου ἱστορικοῦ κέντρου καὶ τὸ στραγγάλισμα ὅσων μνημείων ἀπόμειναν ἀπ’ τὶς γύρω πολυκατοικίες, σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Ἐρνὲστ Ἐμπράρ, ποὺ τὸ ὄνομά του κοσμεῖ ἕναν ἀπ’ τοὺς ἀσχημότερους δρόμους της.
Στὸν Μεσοπόλεμο πηγαίναμε μὲ τὸν πατέρα μου γιὰ μπάνιο στὶς λουτρικὲς ἐγκαταστάσεις τῆς πόλης. Τὰ νερὰ τοῦ κόλπου ἦταν καθαρά, ἂν καὶ ὄχι ἐντελῶς κρυστάλλινα, καθὼς πολλὲς παράκτιες κατοικίες διοχέτευαν σὲ αὐτὰ τὰ λύματά τους. Ἦταν ὅμως, σὲ σύγκριση μὲ τὴ σημερινὴ κατάσταση, «σταγὼν ἐν τῷ ὠκεανῷ». Οἱ κοντινότερες σὲ μᾶς ἐγκαταστάσεις ἦταν οἱ ἐπονομαζόμενες «Μέγας Ἀλέξανδρος», στὴ σημερινὴ περιοχὴ τῆς ἐκκλησίας τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, ὅπως ἦταν πρὶν γίνει ἡ ἐπιχωμάτωση καὶ διευρυνθεῖ ἡ παραλία. Τὸ συγκρότημα ἦταν χωρισμένο σὲ ἀνδρικὸ καὶ γυναικεῖο τμῆμα. Τὸ κάθε τμῆμα ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ἕνα τετράγωνο σύνολο μὲ ξύλινες καμπίνες σὲ πασσάλους, ποὺ στὸ κέντρο του εἶχε πάλι ἕνα μικρότερο τετράγωνο ἀκάλυπτη θάλασσα, ἐν εἴδει ἀνοιχτῆς πισίνας, γιὰ τοὺς λιγότερο τολμηροὺς ἢ τοὺς ἀμάθητους στὸ κολύμπι. Ἡ εἴσοδος γινόταν ἀπὸ μιὰ μεγάλη αὐλή, ὅπου λειτουργοῦσαν σὲ ἰδιαίτερο κτίσμα καὶ θερμὰ θαλάσσια λουτρά, ὑπῆρχε ὑπαίθριο καφενεῖο καὶ ζαχαροπλαστεῖο, καθὼς καὶ θέατρο μὲ στέγαστρο. Σπάνια πηγαίναμε στὸ ἀπόμακρο Μπὲχ Τσινάρ, ὅπου ἔφθανε καὶ μιὰ γραμμὴ τοῦ τρὰμ μὲ τὴν ἔνδειξη «Κῆπος πριγκίπων». Σὲ αὐτὰ προστέθηκαν ἀργότερα ἄλλα, μεικτὰ λουτρὰ ἢ «μπαὶν μίξτ», ὅπως τὸ «Μιραμὰρ» ἢ τὸ «Τάμαριξ».
Ὁ Ἱστιοπλοϊκὸς Ὅμιλος, ἀκόμα στὰ σπάργανα τότε, βρισκόταν στὴν περιοχὴ τῆς ὁδοῦ Ἀνδρούτσου, στὶς προσχώσεις ποὺ εἶχαν δημιουργήσει μὲ τὰ χρόνια οἱ ἐκβολὲς ἑνὸς χειμάρρου, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε συνήθως στάλα νερό. Δίπλα του ὑπῆρχε μιὰ ξύλινη προβλήτα ἐπάνω σὲ πασσάλους, ποὺ εἰσχωροῦσε στὴ θάλασσα καὶ χρησίμευε γιὰ νὰ φορτώνονται στὰ καΐκια τὰ προϊόντα τῆς κεραμοποιίας Ἀλλατίνη, ἡ ὁποία λειτουργοῦσε ἀπὸ τὸ 1858. Οἱ ἐγκαταστάσεις της βρίσκονταν λίγο πιὸ πάνω, στὴν ἀριστερὴ ὄχθη τῆς ρεματιᾶς. Παράλληλη μὲ τὴ ρεματιὰ καὶ κοντὰ στὴ δεξιά της ὄχθη, ἡ σημερινὴ ὁδὸς Ὀρέστου, τότε Ἀμερικανικοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ.
Κάποια μέρα τῆς δεκαετίας τοῦ ’30 ὁ χείμαρρος, πού, ὅπως εἶπα, συνήθως δὲν εἶχε στάλα νερό, ξαφνικὰ πλημμύρισε, μᾶλλον ἀπὸ βροχή, καὶ τὰ νερά του ξεχύθηκαν στοὺς δρόμους. Τὸ σημάδι ἀπὸ τὸ πέρασμά τους, μιὰ σκούρα λουρίδα μὲ ὕψος μεγαλύτερο ἀπὸ μισὸ μέτρο, ἔμεινε ἀποτυπωμένο στοὺς τοίχους τῶν σπιτιῶν. Βρισκόμουν τότε στὴν ὄχθη, μαζὶ μὲ ἄλλα παιδιά, πρὶν οἱ μάνες μας, ἀναστατωμένες, τρέξουν νὰ μᾶς σύρουν στὸ σπίτι, καὶ ἀπολάμβανα αὐτὸ ποὺ μοῦ φαινόταν ἕνα πρωτόγνωρο καὶ συναρπαστικὸ θέαμα. Ἕνας λασπερὸς ὑδάτινος ὄγκος κατέβαινε συμπαγὴς καὶ ἀσυγκράτητος πρὸς τὴ θάλασσα, μέσα ἀπὸ τὴν πρὶν ἀπὸ λίγα λεπτὰ κατάξερη κοίτη, συνοδευόμενος ἀπὸ ἕναν ἐκκωφαντικὸ πάταγο. Κουβαλοῦσε λογῆς λογῆς ἀντικείμενα ποὺ τὰ εἶχε παρασύρει ἡ ὁρμή του: καρέκλες, καδρόνια, ἄδεια βαρέλια κι ἕνα στρῶμα μὲ καθισμένα ἐπάνω του δύο ἢ τρία μικρὰ παιδάκια.
Δὲν θυμᾶμαι πότε ἀποτεφρώθηκε ἡ κεραμοποιία ἀπὸ μιὰ μεγάλη πυρκαϊά, τὴν ὁποία ἐπίσης ἔτυχε νὰ δῶ. Πρέπει νὰ ἦταν πάλι στὴ δεκαετία τοῦ ’30. Καιόμενα κομμάτια ἀπὸ μαυρισμένα δοκάρια ἐκσφενδονίζονταν στὸν οὐρανό, ποὺ εἶχε κοκκινίσει ἀπὸ τὶς φλόγες καὶ μαυρίσει ἀπ’ τοὺς καπνούς. Ἡ κεραμοποιία ξανακτίστηκε ἀργότερα, πιθανὸν τὸ 1938, στὴν περιοχὴ τῆς Νέας Ἑλβετίας, ὅπου βρίσκεται καὶ σήμερα, κοντὰ στὰ ὀρυχεῖα ἀργίλου, ποὺ ἔχουν ἐξαφανιστεῖ. Ἔχει πάψει νὰ παράγει καὶ λειτουργοῦν μόνο τὰ γραφεῖα της. Τὸ νέο ἐργοστάσιό της βρίσκεται στὴ Σίνδο. Οἱ ἐγκαταλειμμένες ἐγκαταστάσεις τοῦ παλιοῦ, μὲ ὅ,τι ἀπόμεινε ἀπ’ τὰ προϊόντα, ἔχουν φωτογραφηθεῖ ἀπ’ τὸν Νίκο Κουκή, ὁ ὁποῖος φωτογράφισε ἐπίσης τὸ Καλοχώρι (τὸ παλιὸ Μπὲχ Τσινάρ), τὰ βυρσοδεψεῖα καὶ τὸ Σέιχ Σού. Ὅσο γιὰ τὸ ὀρυχεῖο, τὴ θέση του ἔχει καταλάβει σήμερα τὸ κατάστημα «Makro». Στὸ παλιὸ ἐργοστάσιο τοῦ 1858 ἡ πρώτη ὕλη γιὰ τὴν παραγωγὴ κεραμιδιῶν καὶ τούβλων μεταφερόταν μὲ βαγονέτα, σὲ σιδηροτροχιὲς μικροῦ πλάτους. Ἡ ἀπόσταση ἦταν μεγάλη καὶ ἡ γραμμὴ διέσχιζε ὅλο τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς πόλης, δηλαδὴ τὸν συνοικισμὸ Χαριλάου, καὶ συνεχιζόταν, πρὶν καὶ μετά, πέρα ἀπὸ αὐτόν. Τὸ ὀρυχεῖο ἀργίλου, ἄδεντρο, γκρίζο καὶ ἔρημο ὅταν δὲν δούλευε κανεὶς ἐκεῖ, ἔκρυβε στὰ σπλάχνα του, σὲ στρώματα, ἀπολιθωμένα κοχύλια καὶ περιβαλλόταν ἀπὸ ἀμπελῶνες. Ἦταν καὶ τόπος περιπλάνησης καὶ συνεύρεσης ἐρωτευμένων, καθὼς καὶ παράνομων ζευγαριῶν ποὺ δὲν διέθεταν ἄλλον χῶρο γιὰ νὰ ἐπιδοθοῦν ἀνενόχλητοι στὶς ἐρωτικές τους περιπτύξεις, οἱ ὁποῖες ἐξάπτανε τὴν ἐφηβική μας φαντασία, ὥσπου ἦρθε ἡ σειρά μας νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο, ἐναλλάσσοντας τοὺς μακρινοὺς περιπάτους στὴν ἐρημικὴ αὐτὴ τοποθεσία μὲ βαρκάδες στ’ ἀνοιχτὰ τοῦ Θερμαϊκοῦ. Αὐτὲς προσέφεραν λιγότερη ἄνεση χώρου, ἀλλὰ καὶ τὴ δυνατότητα ἑνὸς πλήρους ξεγυμνώματος, ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτικοῦ κάτω ἀπ’ τὸν μεσογειακό μας ἥλιο, ποὺ χάριζε στὸ μαῦρο τριγωνάκι τῆς κοριτσίστικης ἥβης γαλαζωπὲς ἀναλαμπές. Δέθηκα πολὺ μὲ τὴν περιοχὴ τῆς Νέας Ἑλβετίας καὶ περιπλανήθηκα σὲ αὐτὴ μόνος ἢ μὲ ἀγαπημένα πρόσωπα, σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς τοῦ ἔτους, σὲ χρόνια καὶ εἰρηνικὰ καὶ δίσεκτα, ἀκόμα κι ὅταν δὲν μέναμε στὴν κοντινὴ ὁδὸ Τζαβέλλα.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου μὲ συνέλαβε ἐκεῖ μιὰ στρατιωτικὴ περίπολος. Κατέληξα στὸ κρατητήριο τοῦ ἀστυνομικοῦ τμήματος Χαριλάου, τὴ μέρα μάλιστα ποὺ εἶχαν συλλάβει ὅλους τοὺς Ἰταλοὺς ὑπηκόους τῆς περιοχῆς, καθὼς καὶ μερικοὺς ὕποπτους, ὅπως ἕναν λαϊκὸ τύπο, μᾶλλον θύμα τῆς πολεμικῆς ψύχωσης, ποὺ δῆθεν ἔκανε σινιάλο στοὺς Ἰταλοὺς ἀεροπόρους ἀμολώντας περιστέρια, ἕναν Ρῶσο ἐμιγκρέ, ποὺ σημείωνε κάτι μὲ ὡραῖα κυριλλικὰ γράμματα, κι ἕναν Ἑβραῖο κατασκευαστὴ καθρεφτῶν, ἐπιχρωμιωτὴ καὶ ἐπινικελωτή, τὸν Λεὸν Λεβή, γνωστότερο ὡς Φέμπο ἀπὸ τὴν ἐπωνυμία τοῦ μαγαζιοῦ του, ποὺ βρισκόταν στὴ Στοὰ Σαούλ. Τὸ στρίμωγμα ἦταν ἀφόρητο. Ἀλλὰ αὐτὴ εἶναι μιὰ ἄλλη ἱστορία.
Μαζὶ μὲ τοὺς γείτονές μας τῆς ὁδοῦ Γαμβέττα, μεταξὺ τῶν ὁποίων συγκαταλεγόταν καὶ ὁ περιβόητος συνταγματάρχης Πούλιος, ἀργότερα ἱδρυτὴς Ταγμάτων Ἀσφαλείας, μὲ τὴν ὑπερτροφικὴ γυναίκα του Μαστιχούλα καὶ τὰ δυὸ παιδιά τους, ἕνα ἀγόρι κι ἕνα κορίτσι, καθὼς καὶ ἡ οἰκογένεια Κεχαγιᾶ, ἀπὸ τὸ Λιβάδι Θεσσαλονίκης, εἴχαμε καταφύγει στὴν περιοχὴ τοῦ ὀρυχείου γιὰ νὰ γλιτώσουμε ἀπ’ τοὺς βομβαρδισμούς. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι μιὰ ἰταλικὴ βόμβα, εὐτυχῶς μικρῆς ἰσχύος, ἔπεσε στὴ γραμμὴ τοῦ τρὰμ ποὺ διέσχιζε τὶς ὁδοὺς 25ης Μαρτίου καὶ Μαρασλῆ, συνδέοντας τὴ λεωφόρο Βασιλίσσης Ὄλγας μὲ τὴν ὁδὸ Ἀλεξάνδρου Παπαναστασίου. Αὐτὴ ἡ ἀπόσταση καλύπτεται σήμερα ἀπὸ ἕνα τμῆμα τῆς διαδρομῆς τοῦ λεωφορείου 30, ποὺ πηγαίνει ἀπ’ τὸ Ντεπὼ στὴν Τριανδρία καὶ ἀντίστροφα.
Πάντως, γιὰ νὰ ξαναγυρίσω στὸ θέμα μου, προτιμῶ νὰ ἀνακαλέσω μιὰ φεγγαρόλουστη νύχτα, λίγο μετὰ τὸ τέλος τῆς γερμανικῆς κατοχῆς, ποὺ πῆγα περίπατο στὸ ὀρυχεῖο μὲ τὸν Ντάνυ Μπεναχμίας καὶ τὴ Νίνα Οὐζιέλ. Ἑβραῖοι καὶ οἱ δύο, εἶχαν ἐπιζήσει ἀπὸ γερμανικὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Ἡ ἀδελφὴ τῆς Νίνας, μάλιστα, ἡ Πώλα, μὲ τὴν ὁποία ἤμουν περισσότερο ἐξοικειωμένος, μόλις εἶχε ἀποφυλακιστεῖ μὲ τὴν ἀδελφή της, μοῦ εἶχε στείλει ἕνα γράμμα, ἀπ’ τὸ ὁποῖο σήμερα θυμᾶμαι μόνο μία φράση: «Ξύλο ὅταν δὲν δούλευες, ξύλο ὅταν δούλευες, ξύλο, ξύλο, ξύλο…». Λυπᾶμαι ποὺ αὐτὸ τὸ γράμμα τὸ ἔχασε ὁ ἀδελφὸς τῶν δύο κοριτσιῶν Ντίνο, ποὺ μοῦ τὸ ζήτησε γιὰ νὰ τὸ διαβάσει. Τὸ 1984, σὲ ἡλικία 67 ἐτῶν, ὁ Ντίνο Οὐζιὲλ κρεμάστηκε ἀπ’ τὸ κλιμακοστάσιο τῆς πολυκατοικίας, στὴν ὁδὸ Γραβιᾶς, στὸν ἕκτο ὄροφο τῆς ὁποίας διέμενε μόνος, ἀφοῦ χώρισε ἀπὸ τὴ γυναίκα του καὶ τὰ τέσσερα παιδιά του. Ἐκεῖνο τὸ σεληνοφώτιστο βράδυ καὶ οἱ τρεῖς ἤμασταν κεφάτοι. Ὁ φίλος μου καὶ ἡ φίλη μου, ἀπὸ ἀριθμοὶ προγραμματισμένοι νὰ μηδενιστοῦν, εἶχαν ξαναγίνει ἄνθρωποι, ἔστω καὶ στοιχειωμένοι γιὰ χρόνια ἀπὸ ἐφιάλτες καὶ ὀδυνηρὰ ἀνακλαστικὰ συναρτημένα μὲ καθετὶ τὸ γερμανικό. Κυρίως ὅμως ἤμασταν νέοι, γύρω στὰ εἴκοσι. Ὁ Ντάνυ πείραζε τὴ Νίνα (ποὺ εἶχε ἐγκαταλειφθεῖ ἀπ’ τὸν ἐπίσης Ἑβραῖο σύζυγό της Ντανιὲλ Μπενβενίστε), κοιτάζοντας κάθε τόσο τὴν πανσέληνο καὶ ἀναφωνώντας: «What a wonderful moon!», μὲ μένα νὰ συμπληρώνω μ’ ἕνα «ἰιὶχ» ἐν εἴδει πνιγμένου χαχανητοῦ, γιὰ περισσότερη σαφήνεια. Δὲν θυμᾶμαι ἂν ἦταν πρὶν ἢ μετὰ ποὺ ἔκανα μαζί τους καὶ μὲ ἄλλους, τῶν ὁποίων μοῦ διαφεύγει πιὰ καὶ ἡ φυσιογνωμία, ἕνα φοβερὸ φαγοπότι ποὺ κατέληξε σὲ ὁμαδικὸ μεθύσι. Ὁ πόλεμος εἶχε τελειώσει, οἱ ναζιστικὲς θηριωδίες ἐπίσης· εἴχαμε ξαναβρεθεῖ. Πῶς νὰ μὴ χαροῦμε ὁλόψυχα τὴν εὐτυχία ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο τὸ τέλος μιᾶς δυστυχίας; Ὁ Ντάνυ πέθανε ἀργότερα ἀπὸ λευχαιμία στὶς ΗΠΑ, ὅπου εἶχε μεταναστεύσει. Πρόλαβε, πάντως, νὰ ἀφήσει πίσω του μιὰ συγκλονιστικὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ὀδύσσειά του ὡς «ζόντερκομάντο», δηλαδὴ κατάδικος ἐπιφορτισμένος μὲ τὴν καύση τῶν πτωμάτων στὸ κρεματόριο τοῦ Ἄουσβιτς. Αὐτὸ δὲν θὰ εἶχε ἐπιτευχθεῖ χωρὶς τὴ συνδρομὴ μιᾶς ἐκλεκτῆς δημοσιογράφου, τῆς Ρεμπέκκα Καμχὶ Φρόμερ, ἡ ὁποία συγκέντρωσε καὶ συνέταξε σὲ γραπτὸ ἀγγλικὸ κείμενο ὅλα ὅσα τῆς ἀφηγήθηκε. Ὅταν τὸν χειμώνα τοῦ 1989, χάρις στὸν φίλο Περικλῆ Σφυρίδη, ἐπισκέφτηκα τὴν Κολωνία, γιὰ νὰ ἐκθέσω πίνακές μου, μαζὶ μὲ πίνακες τοῦ Πάνου Παπανάκου, τοῦ Φώνη Ζογλοπίτη καὶ τοῦ Γιώργου Ἀναστασιάδη, στὴν γκαλερὶ «Οlivenbaum Feinkost», τοῦ ἐπιχειρηματία Θόδωρου Μόσχου, ποὺ ἔμελλε ἀργότερα νὰ χρεωκοπήσει, ἔμεινα ἔκπληκτος ἀντικρίζοντας στὸ μουσεῖο τῆς πόλης ἕνα ξυλόγλυπτο κρεμαστάρι ἴδιο κι ἀπαράλλαχτο μὲ ἐκεῖνο ποὺ στόλιζε τὴν εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ τῆς οἰκογένειας Μπεναχμίας, μεταξὺ Γερμανικῆς Σχολῆς καὶ Λαογραφικοῦ Μουσείου, στὴ Θεσσαλονίκη, ὄχι μακριὰ ἀπ’ τὸν Ἱστιοπλοϊκὸ Ὅμιλο. Παρίστανε μιὰ ἀρκούδα ποὺ σηκώνεται στὰ πισινά της πόδια καὶ ἀκουμπάει τὰ μπροστινὰ στὸν κορμὸ ἑνὸς ἄφυλλου δέντρου, στὴν κορυφὴ τοῦ ὁποίου ἔχει σκαρφαλώσει τὸ ἀρκουδάκι της. Ὅλα ἀπὸ σκοῦρο καφὲ βερνικωμένο ξύλο.
Στὸν Ἱστιοπλοϊκὸ Ὅμιλο, πάντως, σπάνια πηγαίναμε γιὰ μπάνιο, ἂν καὶ δὲν ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὸ σπίτι μας. Ἀργότερα, ἀπ’ τὴν ὁδὸ Ὀρέστου μετακομίσαμε στὴν ἀρχὴ τῆς ὁδοῦ Γαμβέττα, δίπλα σὲ μιὰ ἄλλη ρεματιά, ποὺ ἔχει κι αὐτὴ ἐπιχωματωθεῖ. Θυμᾶμαι ὅτι κάτω ἀπ’ τὴν κτιστὴ γέφυρα τῆς ὁδοῦ Βασιλίσσης Ὄλγας, πάνω ἀπ’ τὸν χείμαρρο τῆς κεραμοποιίας Ἀλλατίνη, καταφύγαμε, ὅσοι ἤμασταν περαστικοί, σὲ κάποια ἀεροπορικὴ ἐπιδρομή. Ἢ πόσο ἀκίνδυνοι καὶ ἴδιοι μὲ μᾶς φάνταζαν χωρὶς στολὴ οἱ Γερμανοὶ φαντάροι ποὺ κολυμποῦσαν δίπλα μας στὴ θάλασσα ἢ λιάζονταν στὶς πλωτὲς ξύλινες ἐξέδρες ποὺ εἶχαν τοποθετηθεῖ σὲ διάφορα σημεῖα. Τύχαινε μάλιστα καμιὰ φορὰ κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς νὰ προσπαθεῖ νὰ πιάσει κουβέντα μαζί σου καὶ μὲ μιὰ ξαφνικὴ ὅσο καὶ ἀναπάντεχη οἰκειότητα νὰ βγάζει ἀπ’ τὸ πορτοφόλι καὶ νὰ σοῦ δείχνει τὴ φωτογραφία τῶν δικῶν του. Παρ’ ὅλα αὐτά, δύσκολα μποροῦσες νὰ διώξεις ἀπ’ τὸ μυαλό σου τοὺς στίχους τοῦ Γκιγιὼμ Ἀπολλιναὶρ γιὰ τὸν ληστὴ Σιντερχάννες: «Τρῶνε κι ὅλη ἡ συμμορία τὸ γλεντᾶ / μὲ πορδὲς καὶ μὲ γέλια γευματίζει / καὶ συγκινεῖται ἀλὰ γερμανικὰ / μέχρι νὰ πάει νὰ δολοφονήσει».
Πηγαινοέρχομαι ὅμως ὑπερβολικὰ μὲ τὴ μνήμη μέσα στὸν χρόνο καὶ πρέπει νὰ ξαναπιάσω τὰ πράγματα μὲ τὴ σειρά τους. Τὶς Κυριακές, λοιπόν, πηγαίναμε οἰκογενειακῶς μὲ τὸ βαποράκι στὴ σχεδὸν ὁλότελα ἔρημη, τότε, παραλία τῆς Περαίας, ὅπου στήναμε ἕνα ἀσήκωτο ἀντίσκηνο. Ἄλλες φορὲς πάλι ὁ πατέρας μου κι ἐγὼ τριγυρίζαμε στὰ γύρω βουνά. Ἔτσι, μιὰ μέρα ἀνεβήκαμε στὴ μεγάλη κορυφὴ τοῦ Χορτιάτη καὶ κατηφορίσαμε ἀπὸ τὶς δύσβατες, πουρναροσκέπαστες πλαγιές του στὸ Σέδες, ὅπου φτάσαμε νύχτα. Πρὶν σκοτεινιάσει, εἴδαμε σ’ ἕνα φαράγγι μιὰ ἀλεπού. Τότε ὁ πατέρας μου, ποὺ στὴ γενέτειρά του, στὴ νότια Βοημία, κυνηγοῦσε ἀπὸ μικρὸ παιδί, ἀποφάσισε νὰ ἀσχοληθεῖ ξανὰ μὲ τὸ κυνήγι. Χρόνια εἶχε νὰ κυνηγήσει. Στὴν Μπρέσια, ὅπου γεννήθηκα, τὸν θυμᾶμαι νὰ πυροβολεῖ μ’ ἕνα φλόμπερ τοὺς ἀρουραίους ποὺ ξετρυπώνανε ἀπτόητοι, ἀκόμα καὶ μέρα μεσημέρι, στὸν αὐλόγυρο τοῦ ἀγροκτήματος ὅπου ἦταν ἐγκατεστημένη ἡ καλτσοβιομηχανία τῶν Ντὰλ Μπροῦνο-Μαϊνέττι, στὴν ὁποία δούλευε. Καιρὸς ἦταν, λοιπόν, νὰ ἀποκτήσει καὶ πάλι δίκαννο καὶ νὰ βγάλει τὴ σχετικὴ ἄδεια. Ἀργότερα φρόντισε νὰ βρεῖ καὶ σκύλο. Μᾶς τὸν ἔδωσε, ἂν θυμᾶμαι καλά, ἕνας Ἰταλὸς ὀνόματι Φισκέττι, ποὺ μοῦ μάθαινε βιολί. Ἔμενε σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς βίλες μὲ κῆπο ποὺ πλαισίωναν τὴν ὁδὸ 25ης Μαρτίου καὶ κατεδαφίστηκαν ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη, γιὰ νὰ ἀνεγερθοῦν στὴ θέση τους πολυκατοικίες. Θυμᾶμαι ὅτι τὸ ἡμιυπόγειό της ἦταν γεμάτο τετράδια μὲ νότες. Ὁ ἀδελφός του ἐργαζόταν ὡς κλητήρας στὸ ἰταλικὸ προξενεῖο.
Τὸ ἕλος καὶ ἡ λιμνοθάλασσα τῆς Γεωργικῆς Σχολῆς ἦταν ἕνας ἐκπληκτικὸς βιότοπος καὶ συγχρόνως μιὰ σπάνια κυνηγετικὴ περιοχή. Κυνηγώντας μὲ τὸν πατέρα μου, τὴ διασχίσαμε κατὰ μῆκος καὶ κατὰ πλάτος. Τὸν χειμώνα συγκέντρωνε χιλιάδες ἀποδημητικὰ πουλιά, κυρίως ἀγριόπαπιες, ποὺ ἔφθαναν πετώντας σὲ σχηματισμὸ καὶ προσθαλασσώνονταν στὸν κόλπο μὲ τὸν ὁποῖο συνόρευε. Ὑπῆρχαν καὶ ἄφθονα μπεκατσίνια, μερικὰ ὀρτύκια, λιγοστὲς πέρδικες, ἐλάχιστοι λαγοί, ἀλλὰ καὶ νερόκοτες, καραμπατάκια καὶ ἄλλα νεροπούλια, ποὺ ὑπὸ ὁμαλὲς συνθῆκες δὲν τρώγονται, φάνηκαν ὅμως χρήσιμα στὴν πείνα τῆς Κατοχῆς. Δὲν ἦταν πάντα εὔκολο νὰ κινηθεῖς σὲ αὐτὸ τὸ περιβάλλον, ἂν δὲν ἤξερες τὰ σχετικὰ περάσματα. Σὲ κάποιο σημεῖο μιὰ σιδερόβεργα τοῦ τρὰμ γεφύρωνε τὸ ποταμάκι. Εἶχε κυρτώσει ἀπὸ τὸ βάρος της καὶ τὸ μεσαῖο τμῆμα, ἐκτὸς ποὺ βρισκόταν κάτω ἀπ’ τὸ νερό, ἦταν καὶ γεμάτο γλίτσα. Ἔπρεπε νὰ τὴν περάσεις πολὺ προσεκτικά, κάνοντας ἰσορροπία. Ἐγὼ δὲν δυσκολευόμουν καθόλου. Ἕνας Ἑβραῖος συμμαθητής μου ὅμως, ποὺ τὸν εἶχα πάρει μαζί μου, ὄχι μόνο παραπάτησε καὶ βρέθηκε στὰ ρηχὰ νερά, ἀλλὰ καὶ πέταξε τόσο ἀδέξια τὸ ἕνα του παπούτσι στὴν ἀντικρινὴ ὄχθη, ποὺ αὐτὸ σκάλωσε στὰ κλαδιὰ ἑνὸς δέντρου καὶ ἔμεινε μετέωρο, πάνω ἀπ’ τὸ ρέμα. Περιττὸ νὰ πῶ πώς, ὅταν ξεβρακώθηκε γιὰ νὰ στεγνώσει τὸ παντελόνι του, μαζεύτηκαν σὲ ἀπόσταση γύρω του καὶ τὸν κάνανε χάζι τὰ χωριατόπαιδα τῆς περιοχῆς. Ἕνας ἄλλος συμμαθητής μου πάλι, Ἰταλογερμανὸς αὐτός, ἔπεσε χειμωνιάτικα μὲ τὴν πλάτη σ’ ἕνα χαντάκι γεμάτο νερό, γιατὶ, προσπαθώντας νὰ τὸ πηδήξει μὲ τὰ πόδια προτεταμένα καὶ τὸ κορμὶ ριγμένο πρὸς τὰ πίσω, ὅπως στὸν στίβο, πιάστηκε ἀσυλλόγιστα ἀπὸ ἕναν θάμνο τῆς ἀντικρινῆς ὄχθης, ποὺ ὅμως ξεριζώθηκε. Ἀναγκαστήκαμε μὲ τὸν πατέρα μου νὰ τὸν πᾶμε στὸ σπίτι μας καὶ νὰ τοῦ σιδερώσουμε τὰ ροῦχα γιὰ νὰ μὴν τὸν μαλώσουν οἱ δικοί του. Μὲ αὐτὰ καὶ κάτι ἄλλα διαδόθηκε ὅτι ὅποιος πάει ἐκδρομὴ μὲ τὸν Κάρολο βρίσκει τὸν μπελά του. Δὲν ἔφταιγα ὅμως ἐγώ, ἔφταιγαν ἐκεῖνοι, ποὺ δὲν ἦταν ἐξοικειωμένοι μὲ τὴ φύση. Ἐμεῖς, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι, κυνηγοὶ κυρίως ἢ βοσκοί, κινούμασταν μὲ ἄνεση στὸ ἕλος, ποὺ δὲν ἦταν ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνο. Ἀραιὰ καὶ ποῦ κάποιο τσομπανόσκυλο σὲ ἀκολουθοῦσε ἐπίμονα γιὰ νὰ σοῦ ἁρπάξει τὸ θήραμα ποὺ θὰ σκότωνες. Ἔτυχε κάποτε νὰ βρεθῶ ἀντιμέτωπος μ’ ἕνα τέτοιο σκυλί, ποὺ μὲ περιτριγύριζε ἀπειλητικά, ἐνῶ τὸ κρατοῦσα σὲ ἀπόσταση μὲ τὸν ὑποκόπανο, περιμένοντας νὰ βαρεθεῖ καὶ νὰ φύγει. Ἂν πάλι κάποιο πουλὶ ποὺ εἶχες πετύχει ἔπεφτε στὴ λιμνοθάλασσα, δὲν μποροῦσες νὰ τὸ βρεῖς ἢ νὰ τὸ ἀνασύρεις χωρὶς κυνηγετικὸ σκύλο. Πατώντας προσεκτικὰ στὶς ρίζες ἀπ’ τὶς παρόχθιες καλαμιές, ποὺ σχημάτιζαν ἕνα σχεδὸν ἀδιαπέραστο πλέγμα ἀκόμα καὶ μέσα στὸ νερό, δὲν μποροῦσες νὰ προχωρήσεις παρὰ μόνο μέχρι ἕνα ὁρισμένο σημεῖο. Ἔπειτα βούλιαζες. Δὲν ὑπῆρχε βέβαια λόγος νὰ τὸ διακινδυνεύσεις, ἐκτὸς κι ἂν ἤσουν πέρα γιὰ πέρα ἀπερίσκεπτος. [...]
σχόλια