Γεννήθηκα στην Πάτρα. Οι γονείς μου είναι από Θεσσαλία, ο μπαμπάς μου απ’ τα Τρίκαλα κι η μαμά μου από τη Λάρισα, αλλά είχαν τη φαεινή ιδέα να πάνε στην Πάτρα να γίνουν πλούσιοι. Να επεκτείνουν το εργοστάσιο καρεκλοποιείας του παππού. Τελικά δεν είχανε λεφτά ούτε να φύγουν απ’ την Πάτρα και μείναμε όλοι εκεί.
Είμαι η μικρότερη από τέσσερα παιδιά. Τα άλλα όλα αγόρια. «Ο θησαυρός μας» με λέει ο μπαμπάς. Οι γονείς μου είναι πολύ αγνοί άνθρωποι. Μεγάλωσα σ’ ένα περιβάλλον που μου λέγανε συνέχεια πόσο καλός είναι ο κόσμος και πόσο όλοι μ’ αγαπάνε και θέλουν το καλό μου. Σε μια άλλη διάσταση. Σε μια άλλη χώρα σίγουρα.
Όταν τελείωσα το σχολείο μπήκα ΤΕΙ ηλεκτρολογίας. ‘Όχι ότι μ ‘άρεσε ή είχα κάποια έφεση, απλά ήθελα ν’ αποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορώ να τα καταφέρω σε κάτι δύσκολο. Τα κάνω κάτι τέτοια, με δοκιμάζω. Και να σου πω, στην αρχή ήταν κι ενδιαφέρον. Καθετί καινούργιο στην αρχή είναι ενδιαφέρον.
Μέχρι τότε, στα δεκαοχτώ μου, το θέατρο κι εγώ, καμία σχέση. Μ’ άρεσε πολύ, πήγαινα, έβλεπα, αυτά. Ένα βράδυ, είχε έρθει στο «Απόλλων» η παράσταση «Άμλετ» και πάμε να τη δούμε. Άμλετ έπαιζε η Καρυοφυλλιά και Οφηλία η Βολιώτη. Όταν είδα το ρόλο της Οφηλίας έπαθα σοκ. Πραγματικό σοκ όμως. Έκλαιγα με αναφιλητά, έτρεμα ολόκληρη, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Ήταν κάτι εξωπραγματικό. Σαν να με έβλεπα πάνω στη σκηνή. Σαν αυτός ο ρόλος να φτιάχτηκε για να με κάνει να νιώσω. Με ποιον είχα πάει; Δε θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο ότι ήθελα να παίξω την Οφηλία. Έβλεπα την Οφηλία κι έλεγα: «Αυτό θέλω να κάνω. Πρέπει να παίξω αυτό το ρόλο.»
Ψάχνομαι λοιπόν να βρω αν υπάρχει κάτι στην Πάτρα που να έχει σχέση με υποκριτική και υπήρχε, για καλή μου τύχη, το «Λιθογραφείο» του Φάνη Δίπλα. Εκεί άρχισα να σπουδάζω. Το «Λιθογραφείο» έγινε το δεύτερο σπίτι μου. Ήμουνα στη γραμματεία, έκανα εισιτήρια, σκούπιζα, έκανα τα ρούχα, καθάριζα τουαλέτες, δε μ’ ένοιαζε ό,τι κι αν ήταν, αρκεί να ήμουνα σ’ αυτό το χώρο. Μόνο στο θέατρο ήμουνα ευτυχισμένη. Στην αρχή το ΄κρυψα απ’ τους γονείς μου, δεν ξέρω γιατί... ίσως επειδή μέσα μου ήξερα ότι θα τους φύγω. Ανυπομονούσα να κατέβω στην Αθήνα να σπουδάσω θέατρο. Να αποκτήσω όλα τα εφόδια. Ανυπομονούσα να μου συμβεί.
Έκανα τρεις δουλειές μια εποχή για να μαζέψω τα χρήματα. Το μεσημέρι σέρβις σ’ ένα μπιστρό, το βράδυ ταξιθεσία στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ και στο καπάκι σέρβις σε άλλο εστιατόριο. Όταν ζοριζόμουνα πολύ έλεγα στον εαυτό μου «Δεν υπάρχει περίπτωση να μην το κάνεις. Αν δεν κάνεις αυτό που σ’ αρέσει, θα ζήσεις μια ζωή που θα βαριέσαι και δεν θα είσαι ποτέ ευτυχισμένη».
Η Αθήνα μού φάνηκε τεράστια. Όταν είσαι μόνος νιώθεις μικρός και ευάλωτος. Φοβάσαι πολύ και προσέχεις πολύ. Στην αρχή με φιλοξένησε μια φίλη μου στου Γκύζη. Η Αντωνία. Αδερφή η Αντωνία. Έκανα κι άλλους τέτοιους φίλους, και στη σχολή αργότερα. Γενικά δεν ήταν εύκολα τα πράγματα στην Αθήνα. Κι η μοναξιά μπορεί να σε φτάσει στα άκρα σου. Όταν όμως οι φιλίες αντέχουν τέτοια ανθρώπινα ζόρια, γίνονται φιλίες ζωής. Κι αυτό δε θα το άλλαζα με τίποτα.
Η σχολή υποκριτικής που πήγα στην Αθήνα ήταν σκέτη απογοήτευση. Σκέτη επιχείρηση. Πήγα να συναντήσω τους ογκόλιθους του Ελληνικού Θεάτρου και βρήκα δραχμοφονιάδες. Ζητούσαμε τις αίθουσες για να κάνουμε πρόβα και δε μας τις δίνανε, μας λέγανε ότι πρέπει να ξεκουράζονται κι οι αίθουσες. Οι τοίχοι κι οι καρέκλες! Εκτός κι αν τις νοικιάζαμε για τις έξτρα ώρες που τις θέλαμε, τότε ήταν ξεκούραστες οι αίθουσες.
Τον τρίτο χρόνο μαζευτήκαμε καμιά δεκαπενταριά άτομα που θέλαμε πραγματικά να μάθουμε και σηκωθήκαμε και φύγαμε. Πήραμε μαζί μας το Στέλιο Παυλίδη, ένα φανταστικό άνθρωπο και απίστευτο δάσκαλο, «πνευματικός πατέρας» φάση, και ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε τη δική μας σχολή. Νοικιάσαμε ένα χώρο, τον βάψαμε, ξύσαμε πατώματα, τον φτιάξαμε απ’ την αρχή σχεδόν, με τρελή αγάπη, και τα χρήματα μας πήγαιναν κατευθείαν στους καθηγητές που εμείς θέλαμε να μας κάνουν μάθημα, αυτούς που εμείς εκτιμούσαμε. Όλο αυτό ονομάστηκε «Ελεύθερο Σχήμα».
Όταν τελείωσε αυτός ο απίστευτος χρόνος και μαζί του κι οι σπουδές, έμεινα περίπου ένα οχτάμηνο εντελώς μετέωρη. Έστελνα βιογραφικά, δούλευα σε μπαρ κι ήμουνα μόνιμα αγχωμένη για το «τι θα κάνω στη ζωή μου». Ένα θα σου πω: μέσα σ’ αυτό χρόνο άλλαξα πέντε σπίτια. Απ’ τα περισσότερα έφυγα μόνο με τα ρούχα που φορούσα.
Μέχρι που με καλεί ο Θάνος Παπακωνσταντίνου στην οντισιόν που έκανε για το Venison. Περνάνε δύο βδομάδες και τίποτα. Έχω ετοιμάσει τα πράγματα μου αποφασισμένη να γυρίσω Πάτρα. Με πήρε τηλέφωνο Τετάρτη να μου πει ότι παίρνω το ρόλο κι εγώ είχα κανονίσει να φύγω για Πάτρα Παρασκευή. Τις πρώτες μέρες πήγαινα στις πρόβες παρέα μ ‘ένα κόμπο στο στομάχι μου. Τα υπόλοιπα παιδιά προϋπήρχαν σαν ομάδα κι εγώ έπρεπε να ενσωματωθώ. Ευτυχώς αυτό δεν άργησε να γίνει.
Προσπαθώ να είμαι ανοιχτή και εύπλαστη. Ακούω. Μ’ αρέσει πολύ να δοκιμάζω, να γίνομαι χαμαιλέοντας. Και τρελαίνομαι να φτιάχνω φανταστικές ιστορίες για τους ανθρώπους. Να καθόμαστε όπως τώρα και να πίνουμε τον καφέ μας και ν ‘ αρχίσουμε να συζητάμε για τον απέναντι άγνωστο. Να μαντεύουμε από πού κρατάει η σκούφια του, με τι ασχολείται, πώς φέρεται στα ερωτικά του...φτιάχνεις το δικό σου παραμύθι κάθε φορά.
Στο Venison με είδε ο Γιάννης Σκουρλέτης απ' τους Bijoux de Kant και μου ζήτησε να συνεργαστούμε στο «Είσαι σκοπός και γύρω σου χορεύουν τσοπανόσκυλα». Η παράσταση βασίστηκε στο έργο του Γιώργου Ιωάννου και ο ρόλος που θα έπαιζα αρχικά ήταν μια κότα, η κότα που είχε στ’ αλήθεια ο Ιωάννου για κατοικίδιο. Στη διάρκεια των προβών αυτή η κότα πήρε πολλές μορφές, μετουσιώθηκε σ ‘ένα πλάσμα τελείως αλλόκοτο. Με ρωτούσανε μετά πώς ένιωθα παίζοντας κάτι τόσο δύσκολο και απαιτητικό. Η αλήθεια είναι ότι το καταδιασκέδασα και μου βγήκε τελείως οργανικά. Αν κρατούσα μία φράση από την παράσταση, αυτή θα ήταν: «Όλο λόγια, λόγια, λόγια, λόγια και τραβάμε το Γολγοθά μας ο καθένας.»
Η δουλειά που διάλεξα δεν πρόσφερε ποτέ αυτό που λένε «σοβαρές προοπτικές», όνειρα προσφέρει. Γι ‘ αυτό και τα δικά μου όνειρα δε θ’ αφήσω να μου τα καταστρέψει κανείς. Το δικαίωμα να παλεύω για τα όνειρα μου δε θα μου το στερήσει καμία οικονομική κρίση. Άσε που όταν εγώ λέω «μέλλον» δεν εννοώ «χρήμα» οπότε δε πειράζω και κανέναν στην ουσία. Και να σου πω την αλήθεια το βρίσκω λίγο άρρωστο όλο αυτό. Η νέα γενιά δεν έχει μέλλον επειδή δεν έχει χρήμα; Η κάθε νέα γενιά πρέπει να αναποδογυρίζει τον κόσμο και πάλι από την αρχή! Κοστίζει αυτό; Όχι όπως νομίζουν.
Αν νιώθω για ένα πράγμα περήφανη για μένα είναι ότι μέχρι εδώ το πάλεψα. Και από ‘δω και πέρα, το ίδιο ακριβώς σκοπεύω να κάνω.
σχόλια