Συνέντευξη στον Κώστα Αγοραστό από το bookpress
Δεινός μεταφραστής, ποιητής, λεξιπλάστης, κυνηγός εφήμερων στιγμών και διαχρονικών μυθιστορηματικών φράσεων. Μια κουβέντα με τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη δεν είναι ποτέ σαν μια ευθεία γραμμή.
Στο καινούργιο σας μυθιστόρημα «Διασυρμός» επιχειρείτε να διασύρετε πρόσωπα, γεγονότα αλλά πάνω απ' όλα τον ίδιο τον συγγραφέα και τη διαδικασία της γραφής. Μιλήστε μου για το πώς προέκυψε το βιβλίο.
Θέλησα να συστηθώ, και να συστήσω τους ανθρώπους που αγάπησα, και εξακολουθώ να αγαπώ, σε μια νεότερη γενιά. Και με την ευκαιρία να θυμηθώ ότι ορισμένα πράγματα μου είναι αδύνατον να τα ξεχάσω. Πολλά παλιά πράγματα παραμένουν, διεκδικούν μια ματιά παραπάνω, θέλουν να γίνουνε ιστορίες και πάλι, και με τις λέξεις οι ιστορίες παίρνουν τις διαστάσεις που μας αρέσει να τους αρμόζουν. Έτσι πήρε μορφή μέσα μου ο Διασυρμός, και είναι το πρώτο μέρος της Τριλογίας του Χάους, της δικής μου ματιάς στην μεταπολιτευτική εποχή.
Ο «Διασυρμός» εκτός των άλλων είναι και ένα βιβλίο για την Αθήνα «που γνωρίσαμε αγαπήσαμε λατρέψαμε τραγουδήσαμε και δεν υπάρχει πια». Η (νυχτερινή) Αθήνα, έτσι όπως είναι σήμερα, φτιάχνει μύθο;
Όχι. Όπως είναι σήμερα, όχι. Μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα, αλλόκοτη, ακόμα και συναρπαστική, αλλά μύθο, όχι. Δεν φτιάχνει κανέναν μύθο. Δεν χαλάει καν τους παλιούς μύθους, κάτι που ίσως ήταν προανάκρουσμα για το φτιάξιμο ενός νέου μύθου. Όχι, κανέναν μύθο, τίποτα. Όταν όλα έχουνε γίνει χρήμα και σφιχτοχεριά, όταν όλα έχουνε γίνει ένα παρανοϊκό εκκρεμές ανάμεσα στο άκρο του άκρατου καθωσπρεπισμού, και του πολιτικώς ορθού, και στο άκρο του άκρατου όλα στη φόρα και τα-κάνω-και-τα-πίνω-και-τα-δίνω-όλα (αλλά με το αζημίωτο, αφενός, και σιγά τα όλα!, αφετέρου), όταν ο καθείς και τα τσιγάρα του, όταν ρεφενές και βερεσέ είναι πλέον άγνωστες λέξεις, και όταν οι παρέες δεν είναι παρά πολλοί μόνοι μαζί, ο καθένας στο σκάφανδρό του, τι μύθος να υπάρξει; Ο μύθος θέλει αλισβερίσι, αλληλεγγύη, αλληλοπεριχώρηση, σοφή διαλεκτική ανάμεσα στη νηφάλιο μέθη και τη μεθυσμένη νηφαλιότητα – κι ακόμα: θέλει θύτες, θύματα, θάρρος, θραύσματα, θλίψη, θερισμό. Με ετοιμοπαράδοτα στυλ και δανεικές ιστορίες, δεν βγαίνει το πράγμα.
Η γραφή σας μοιάζει «αυτόματη». Μιλήστε μου για το πόσο φροντίζετε τη μουσικότητά της.
Κάθε λέξη στο Διασυρμό είναι δουλεμένη ξανά και ξανά και πάλι απ' την αρχή κι ακόμα μια φορά. Μπορεί να μοιάζει «αυτόματη» η γραφή μου, αλλά δεν ακούγεται ούτε και είναι αυτόματη. Τα πάντα, και το παραμικρό σημείο στίξεως, τα δουλεύω εξαντλητικά, φροντίζοντας να μένει η εντύπωση ενός σχεδόν λαχανιασμένου προφορικού λόγου, μιας λαλημένης και λωλαμένης αλήθειας που σου δίνεται μ' όλα της τα μπαλώματα, μ' όλα της τα ψεγάδια, με τα ψευδίσματά της όλα.
Λέτε κάπου μέσα στο βιβλίο: «Δεν καταδέχομαι να γράψω ό,τι δεν έχω ζήσει». Το πραγματολογικό υλικό του «Διασυρμού» αποτελείται εξολοκλήρου από πρόσωπα που γνωρίζετε και γεγονότα που έχετε ζήσει. Πού βρίσκεται το κομβικό σημείο, όπου το προσωπικό ημερολόγιο μετατρέπεται σε λογοτεχνικό κείμενο;
Μια διόρθωση: λέω ότι δεν καταδεχόμαστε να γράψουμε ό,τι δεν έχουμε ζήσει. Στον πληθυντικό. Και με την ευκαιρία, να πω ότι δεν κυκλοφορούν στον Διασυρμό μόνο πρόσωπα που γνωρίζω, αλλά και πρόσωπα που είναι πλάσματα της τεθλασμένης φαντασίας μου, η οποία είναι καμιά φορά ικανή να μου συστήνει πρόσωπα που θα γνωρίσω αργότερα. Δεν επρόκειτο, σε καμία περίπτωση, για τη μεταφορά ενός ημερολογίου στην μυθιστορηματική μορφή. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που παίζει με την πραγματικότητα, καμιά φορά κάνοντάς την πιο πραγματική απ' όσο ήταν.
Κατά τον Φόκνερ η σειρά δυσκολίας των λογοτεχνικών κειμένων ξεκινάει από την ποίηση, το είδος με τις περισσότερες απαιτήσεις, συνεχίζεται με το διήγημα και καταλήγει στο μυθιστόρημα. Έχοντας καταπιαστεί με όλα τα παραπάνω συμμερίζεστε αυτήν την άποψη;
Όχι. Ή έστω: όχι πια. Μετά το Finnegans Wake και την Waste Land, μετά τον Παπαδιαμάντη και τον Πεντζίκη, μετά τον Thomas Pynchon και τον David Markson, οι δυσκολίες είναι ανάκατες με τα είδη, τα οποία επίσης είναι ανάκατα. Τυχαίνει οι συγγραφείς που αγαπώ να έχουν περιπλανηθεί στα είδη, να μην έχουν μείνει στην ποίηση, στο μυθιστόρημα, στο διήγημα, ακόμα και στο δοκίμιο ή και στη φιλοσοφική πραγματεία, αλλά να έχουν ερωτοτροπήσει με όλα αυτά, και μάλιστα φτάνοντας πολύ συχνά σε επικίνδυνες ακρότητες. Το στοίχημα το κερδίζεις όταν καταφέρεις να εναρμονίσεις τους ήχους και τους θορύβους που τραντάζουν το κεφάλι σου και αγωνιούν να λάβουνε μορφή, να βάλουνε τα καλά τους και να βγούνε στον έξω κόσμο.
Μέχρι σήμερα έχετε μεταφράσει πάρα πολλά βιβλία. Τι είναι αυτό που σας εξάπτει κάθε φορά το ενδιαφέρον για να μεταφράσετε ένα βιβλίο;
Με ξετρελαίνει η ιδέα της μουσικότητας στα βιβλία που αγάπησα. Μετέφρασα Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ σε μάλλον μικρή ηλικία, δουλεύοντας με μολύβια και γομολάστιχες, παλεύοντας με τις μελωδίες του, πασχίζοντας να βρω τα ελληνικά που τον τιμούσαν. Έτσι συνέχισα, με συγγραφείς που είχα διαβάσει και με είχαν παρασύρει στο σύμπαν τους. Είναι σαν μια παρτίδα σκάκι κάθε μετάφραση. Καλώς ή κακώς –με έμφαση στο κακώς–, όπως και στο αγωνιστικό σκάκι, έτσι και στη μετάφραση, ιδίως στις σημερινές συνθήκες, υπάρχει πίεση χρόνου.
Υπάρχει κάποιο βιβλίο που σας δυσκόλεψε ιδιαίτερα στη μετάφρασή του;
Με μια λέξη: όλα!
Πιστεύετε ότι η μεταφραστική σας δεινότητα υπερσκελίζει το συγγραφικό σας έργο;
Όχι, όχι. Τίποτα δεν υπερσκελίζει τίποτα. Όλα βρίσκουν τον τόπο τους, όλα έχουν τον τρόπο τους.
Γράφετε για να ικανοποιήσετε τις εμμονές σας ή για να τις συντηρήσετε;
Για ένα λόγο γράφω: για να δείξω, να εκφράσω, να εκδηλώσω, να διαλαλήσω, να πω, να ψιθυρίσω, όσο μπορώ, όπως μπορώ, όταν μπορώ, την ευγνωμοσύνη μου για εκείνους τους ανθρώπους που με κέρασαν τα πάντα, που έστερξαν να μοιραστούμε, ο ταπεινός εγώ και οι άρχοντες αυτοί, κρασί και ψωμί.
Ο συγγραφέας, για εσάς, είναι εξ ορισμού τύπος μποέμ; Πίνει, καπνίζει, ταξιδεύει και γράφει; Δημόσιος υπάλληλος και συγγραφέας είναι έννοιες ασύμβατες;
Ο συγγραφέας δεν είναι εξ ορισμού τύπος μποέμ ή τύπος πότης, ταξιδιάρης, τσίφτης και καραμπουζουκλής. Όχι. Ο συγγραφέας μπορεί να είναι και δημόσιος υπάλληλος και λογιστής και ταχυδρομικός διανομέας και ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου. Εκατοντάδες χιλιάδες φιάλες εκλεκτού ουίσκι καταναλώθηκαν χωρίς να προκύψει ντε και καλά έστω και μία αράδα άξια να χωθεί σε κάποιο μυθιστόρημα της προκοπής. Είναι αλήθεια ότι ο συγγραφέας ζει μέσα σε μια μόνιμη ένταση, έχει να αναμετρηθεί με πελώρια παρελθόντα επιτεύγματα και κρίματα, είναι διαρκώς σε ενίοτε εξαντλητική εγρήγορση, αλλά μπορείς κάλλιστα να τον δεις με ατσαλάκωτο κοστούμι ή με μπαλωμένο μπλουτζίν. Τον συγγραφέα τον καταλαβαίνεις από το βλέμμα, από τη φωνή, από τις κινήσεις των χεριών. Κυρίως από το βλέμμα, από τα μάτια, τον καταλαβαίνεις.
Παρακολουθείτε τα καινούργια ελληνικά βιβλία; Ξεχωρίζετε συγγραφείς;
Ναι, βεβαίως. Όσο μπορώ και προλαβαίνω. Τώρα που μιλάμε, καταβροχθίζω τις εξακόσιες τόσες σελίδες του πολύπτυχου αφηγήματος, κάτι ανάμεσα σε μυθιστόρημα και ντοκιμαντέρ, Το Βυζάντιο έχει ρεπό του Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκη. Δεν περνάει μήνας που να μην διαβάσω μπόλικες εκλεκτές σελίδες του Ευγένιου Αρανίτση και του Θάνου Σταθόπουλου. Ο Κωστής Παπαγιώργης είναι πάντα παρών στο σακίδιο εκστρατείας μου (αυτές τις μέρες με το Περί Μνήμης). Περιμένω το επόμενο βιβλίο της Ευγενίας Μπογιάνου, της Μαρίας Φακίνου, του Χρήστου Αστερίου. Υποκλίνομαι στον δάσκαλο Θανάση Βαλτινό. Και εύχομαι οι δύο άφθαρτες ακρώρειες ΖΖ και ΜΜ (Ζυράννα Ζατέλη και Μαρία Μήτσορα) να έχουν ωραίους άσσους κρυμμένους στα μανίκια τους.
Τι είναι αυτό που θαυμάζετε στους μεγάλους συγγραφείς;
Η γενναιότητά τους. Η τρομερή, η συγκινητική, η μεγαλειώδης γενναιότητά τους.
σχόλια