Τα πρώτα δείγματα ήταν ενθαρρυντικά για κάτι ξεχωριστό. Ευτυχώς οι προσδοκίες δε διαψεύστηκαν. Οι νέοι Depeche Mode είναι φρέσκοι, πλήρως εναρμονισμένοι με το σύγχρονο ηλεκτρονικό τοπίο και, επιτέλους, πιο σκοτεινοί από ποτέ. Ένα έρημο μονοπάτι που κάποιος το διαβαίνει μεταμεσονύκτια, ενώ καταδιώκεται από χιλιάδες σκέψεις: αυτό είναι το Delta Machine σε μία εικόνα. Ό, τι πρέπει δηλαδή για ατελείωτα night drives.
Welcome to my world, μας καλωσορίζει ο Dave Gahan με φωνή που τρυπάει, από τις πιο χαρακτηριστικές και επιβλητικές της παγκόσμιας βιομηχανίας. Μετά από μια εισαγωγή μυσταγωγίας, μπαίνουμε κατευθείαν στο σύμπαν τους. Γιατί αυτός ο δίσκος αποδεικνύει ποιοι είναι πραγματικά οι Depeche Mode για την ηλεκτρονική μουσική: ένα γκρουπ που αριθμεί 30 plus χρόνια καριέρας, όμως καταφέρνει κάθε φορά να πηγαίνει τον ήχο του ένα βήμα παραπέρα. Η αλλαγή δισκογραφικής θα μπορούσε να φέρει εκπτώσεις και εμπορικές κορώνες στο τελικό αποτέλεσμα. Αυτό όμως δε συνέβη, αφού δεν πρόκειται για μια εύπεπτη ποπ δουλειά.
Τα περισσότερα κομμάτια είναι εξαιρετικά -αλλά αρκετά αντιεμπορικά- με highlights τα Angel, My Little Universe, Soft Touch – Raw Nerve και Should Be Higher. Στο πρώτο, το ρυθμικό μπλέξιμο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, το δεύτερο διαθέτει πολύ ιδιαίτερη σύνθεση, το τρίτο, με disco πινελιές μας γυρίζει πίσω στην 80s περίοδό τους, ενώ το τέταρτο είναι απλά φρεσκότατο και οι djs που θα αναλάβουν να το διασκευάσουν θα το απογειώσουν. Οι Depeche Mode εξάλλου είναι η χαρά των djs, αφού ο δουλεμένος ήχος τους ενδείκνυται για διασκευές σε πολλά house υποείδη.
Η προώθηση του άλμπουμ, ωστόσο, είναι αρκετά παραπλανητική: Το πρώτο σινγκλ, Heaven, με αλτέρνατιβ ροκ επιρροές, δεν είναι καθόλου ενδεικτικό του συνολικού αποτελέσματος (προσωπικά προτιμώ το υπέροχο remix της Γαλλίδας Owlle). Το Soothe My Soul, που κυκλοφόρησε πρόσφατα ως δεύτερο σινγκλ, είναι ίσως το εμπορικότερο κομμάτι, με εμφανείς ομοιότητες με το θρυλικό Personal Jesus. Αυτό φυσικά δε μειώνει τη fun αισθητική του!
Στιχουργικά, ο Martin Gore έχει φτάσει σε εποχή ωριμότητας, με το ρίσκο της ασαφούς διάκρισης κουπλέ-ρεφρέν σε πολλές περιπτώσεις να λειτουργεί υπέρ του. Το επίπεδο της παραγωγής και των ενορχηστρώσεων παραμένει γενικά υψηλό, με τον Ben Hillier που είναι υπεύθυνος για τα δύο προηγούμενα άλμπουμ τους, να απογειώνει εδώ μια άτυπη τριλογία. Βέβαια, υπάρχουν και επιμέρους ελαττώματα, αφού την αβίαστη ροή διακόπτουν 2-3 ανέμπνευστα δείγματα (Secret, Slow) που αν έλειπαν το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ πιο δεμένο.
«I found the peace I've been searching for», τραγουδάει ο Dave Gahan και αυτό είναι διάχυτο στην ακρόαση, ότι δηλαδή αυτό το άλμπουμ έχει γίνει για την πάρτη τους. Με αυτό το δεδομένο, προστίθενται credits ανυπομονησίας για την εμφάνισή τους στη Μαλακάσα στις 10 Μαΐου, αφού μετά την ακύρωση του 2009 και με τέτοιο υλικό στα χέρια τους, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα τα δώσουν όλα.
σχόλια