Διάβασα χθες στο καινούριο τεύχος της lifo την συνέντευξη της ποιήτριας Γλυκερίας Μπασδέκη η οποία με αφορμή την θεατρική διασκευή της Στέλλας του Μιχάλη Κακογιάννη που έγραψε για την ομάδα της Bijoux de kant και η οποία θα παρουσιαστεί σε λίγο καιρό μίλησε στον Χρήστο Παρίδη για το τι ακριβώς σημαίνει το "ΣΤΕΛΛΑ travel: η γη της απαγγελίας.
Φωτό: Πάνος Μιχαήλ
2 σημεία μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση (ευχάριστη) σε αυτή τη συνέντευξη. Το πρώτο ήταν ο τρόπος που εξήγησε πως αντιμετώπισε την σχεδόν πια αρχετυπική αυτή ηρωϊδα την οποία η Μελίνα Μερκούρη σαφώς σημάδεψε ανεξίτηλα. Αντιγράφω:
"Η ταινία του Κακογιάννη είναι μια ταινία με μυστικά. Είναι μια ταινία με απίστευτες αναγνώσεις. Δεν είναι αυτό που φαίνεται. Άλλωστε, τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται, ιδίως στο σινεμά, και εξαρτάται από το πόσο ανοιχτός είναι κάποιος να τα δει τη στιγμή που τα βλέπει. Αγάπησα με πάθος τη Στέλλα και την έφερα στο σήμερα ελαφρώς χαμένη, γιατί το σήμερα είναι χαμένο. Δεν είναι ηθογραφία, αλλά σαν η Στέλλα να μπήκε σε μια μηχανή του χρόνου, όπου εκεί βέβαια, όσο και να υπάρχεις, τα πράγματα είναι θολά και σε αναμονή.
Η μηχανή αυτή προσγειώθηκε μέσα στα σφαγεία του Ταύρου. Τα Σφαγεία είναι συγκλονιστικά. Έχουν το αίμα από κάτω, που όμως δεν φαίνεται. Η δυναμική του χώρου, ο νοηματοδότης, είναι ένα σφαγείο που δεν δείχνει το αίμα του. Από κει και πέρα, υπάρχει βαθύτατη μοναξιά σε όλους. Αυτό που έχει το Στέλλα Travel είναι ότι όλοι είναι φοβισμένοι και μόνοι. Γι' αυτό είναι "ένας". Δείξε μου έναν άνθρωπο που να μην είναι φοβισμένος και μόνος. Από τον θρόνο μέχρι τον δρόμο. Πιστεύω βαθύτατα ότι είμαστε μοναχικότατοι."
Έχω την αίσθηση πως δεν θα είχε καμία καλλιτεχνική χρησιμότητα στην δικιά της "ανάγνωση" της Στέλλας να επέμενε στην σχεδόν drag αναπαραγωγή του μελινικού κυκλώνα. Αυτό έγινε ανεπανάληπτα τότε που έγινε και πάει πέρασε. Διαβάζοντας τις παραπάνω δηλώσεις καταλαβαίνω πως έχει αποφύγει πολύ έξυπνα τον σκόπελο του καλλιτεχνικού παπαγαλισμού και έχει πλάσει μια Στέλλα η οποία θα διαπνέεται και θα φέρει ποιότητες και αποχρώσεις έκδηλα συντονισμένες με το σήμερα.
To δεύτερο σημείο της συνέντευξης ήταν η απενεχοποιημένη της δήλωση αγάπης για την χοντροκοπιά της low culture (βιντεοταινίες, Γαρδέλης, Σεφερλής) και τα κρυφά ρεύματα που τη συνδέουνε με τη λεγόμενη υψηλή κουλτούρα:
«Και πώς συνδυάζεις το ευτελές με τη μεγάλη ποίηση;» ξαναρωτάω. «Αλίμονο σε όποιον πηγαίνει κατευθείαν στο υψηλό. Θα του 'ρθει κατακέφαλα η πόρτα. Δεν τα δέχομαι αυτά. Περνάς απ' όλα και παίρνεις απ' όλα. Πάντως, είναι η καταραμένη μνήμη που σε πάει σε πράγματα που δεν θα ήθελες να πας. Εγώ την ακολουθώ τη μνήμη. Όσον αφορά τη δουλειά αυτήν, τώρα, νομίζω ότι αν δεν είχα δει και όλα όσα έχω δει, βιντεοκασέτες και θεάματα τύπου Σεφερλή, θα έμπαινα σε ένα έργο υψηλών προσδοκιών με μια άλλη λογική, που το ίδιο το έργο θα με τσάκιζε. Πρέπει να παίρνεις από παντού για να μπορέσεις να αντιμετωπίσεις το υψηλό, αν το πούμε υψηλό. Δεν γίνεται από το Royal Albert Hall να πας στη Στέλλα. Με έναν περίεργο τρόπο όλα όσα ξέρεις διυλίζονται. Μια περίεργη μηχανή που τα επαναφέρει αλλιώς».
Όσοι έχουμε έρθει σε επαφή με την παραδοξότητα διάφορων καλλιτεχνικών ρευμάτων (και είμαστε πια αρκετοί:-) δεν πρέπει να τσιτώνουμε γεμάτοι από επικριτική συνθηματολογική σοβαροφάνεια. Ναι, μπορεί οι βιντεοταινίες, ο Γαρδέλης και ο Σεφερλής να μην αποτελούν αισθητικά και καλλιτεχνικά κάτι που η βαθύτερη ουσία του σου αποκαλύπτει αντανακλάσεις όπως το κάνει η λεγόμενη υψηλή τέχνη. Ωστόσο το ποπ χοντροκομμένο τους επίχρισμα το οποίο αγγίζει μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες επιτελεί κάποια λειτουργία. Σαφώς κάφρικα αποσυμπιεστική (όλα τα ρεψίματα έχουν μια εκτονωτική καύλα) και σαφώς εύκαμπτη και προσανατολισμένη με τα γούστα του θεατή. H low culture είναι μια νυμφομανής πόρνη που κάνει τα πάντα για τον πελάτη της. Το ξέρουν και οι 2 πλευρές και το γουστάρουν.
Ο τρόπος λοιπόν που το θέτει η Μπασδέκη στη συνεντευξή της είναι συντονισμένος εξ αρχής με αυτή τη συνθήκη. Και είναι ευχάριστο που το δηλώνει χωρίς περιστροφές. Γιατί ξέρει τους κώδικες και των 2 πλευρών. Όσοι την παρακολουθούμε και ποιητικά αλλά και από το μπλογκ της εδώ στη lifo αυτό το γνωρίζουμε αρκετά καλά:-)
Τα προβλήματα για μένα αρχίζουν όταν οι λεγόμενοι θεσμικοί εκπρόσωποι της υψηλής κουλτούρας δρούνε ως αλεξικέραυνα της εγχώριας αμοράλ πολιτικάντικης ηθογραφίας και των θλιβερών εκπροσώπων της και μεταλάσσονται σε ποικιλοτρόπως διαβαθμισμένους κλόουν τους οποίους οι αδηφάγοι για εξουσία και μανιπιουλάρισμα τους χειρίζονται με τρόπο αποκαρδιωτικό.
Στην περίπτωση του πρώην πια πρόεδρου του Εθνικού Θέατρου Γιάννη Χουβαρδά καθώς και του πρόεδρου του Ελληνικού Φεστιβάλ Γιώργου Λούκου αυτό το παρωδιακό παιχνίδισμα από τον υπουργό πολιτισμού και τις μικροκομματικές εξαρτήσεις και συμφέροντα της τρικομματικής κράτησε καιρό. Πάρα πολύ καιρό. Και μπορεί το Ελληνικό Φεστιβάλ να την σκαπούλαρε για φέτος, λαβωμένο βέβαια από την κρίση και τις τζαβαρικές κόνξες, το Εθνικό θέατρο όμως δεν μπόρεσε να αποφύγει τον σκόπελο.
Με Ξαρχάκο, Χατζάκη, Γιώργο Κατσαρό, Άννα Παναγιωταρέα και Τάκη Βουγιουκλάκη πλέον στις επάλξεις του σε κάνει να περιμένεις όχι απενοχοποιημένες lo-fi τρασιές από αυτές που αναλύσαμε πιο πάνω αλλά λουστραρισμένες παλαιοδεξιές αφηγήσεις, καρικατούρες στην ουσία μιας καλλιτεχνικής πραγματικότητας που είναι κλινικά νεκρή εδώ και πάρα πολύ καιρό και την οποία οι νεοδιορισμένοι στο Εθνικό φοβάμαι πως θ' αναπαράξουν ως Υψηλό Ψυχόδραμα μέσα στο σοβαροφανές τους περίγραμμα.
σχόλια