Το 1960 προβλήθηκε η Ψυχώ του Άλφρεντ Χίτσκοκ με τον Άντονι Πέρκινς στο ρόλο του ψυχοπαθή Νόρμαν Μπέιτς που διαπράττει φόνους κατ' εντολή της νεκρής μητέρας του. Η τεράστια επιτυχία της ταινίας ώθησε τη δημιουργία και άλλων τέτοιων ταινιών τρόμου, δηλαδή με serial killers, παγκοσμίως, ακόμη και στη μικρή Ελλάδα. Μία πενταετία πριν και την Αποστροφή του Ρομάν Πολάνσκι με την Κατρίν Ντενέβ, ο 23χρονος τότε Ερρίκος Ανδρέου ήταν αυτός που έγραψε το σενάριο και σκηνοθέτησε τον Εφιάλτη του 1961, τη μοναδική- κατά τη γνώμη μου- σοβαρή ελληνική ταινία τρόμου.
Μπορεί να υπήρχαν τα αστυνομικά θρίλερ του Γιάννη Μαρή την ίδια ακριβώς περίοδο, ο Εφιάλτης όμως ήταν ένα αμιγώς φιλμ τρόμου και φρίκης με όλα τα συστατικά του είδους, κληροδοτημένα από το εξωτερικό: αστραπόβροντα μεσ' στη νυχτερινή καταιγίδα (εξαιρετική η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Αριστείδη Καρύδη- Φουκς), ρυθμός που κλιμακώνεται και από αγχώδης γίνεται τρομώδης,
ένας θηλυκός Νόρμαν Μπέιτς που σκοτώνει με ψαλίδι και καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας βλέπουμε μόνο τη σκιά του, μουσική υπόκρουση που σχολιάζει τη δράση (ένας πολύ jazzy Μίμης Πλέσσας), μία σκηνή φόνου αριστοτεχνικά γυρισμένη (ευθεία παραπομπή στη σκηνή της δολοφονίας του ντετέκτιβ Άρμπογκαστ στα σκαλιά της έπαυλης, στη χιτσκοκική Ψυχώ) και ένα επιβλητικό παλιό σπίτι, απ' όπου ξεκίνησε το Κακό. Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι ο Ανδρέου το πήγε λίγο παραπέρα, ώστε σήμερα να θεωρείται ιδιαίτερα τολμηρός για την εποχή του, αφού στο σενάριο του υπαινίχθηκε σεξουαλικά όργια και ανδρικό ομοερωτισμό. Ποια ήταν όμως η υπόθεση του Εφιάλτη;
Η Άννα Μαργκό (Βούλα Χαριλάου), που έχει ψυχρανθεί με τη μητέρα της και τον αδερφό της για τα κληρονομικά και που έχει εγκαταλείψει την έπαυλη- πατρικό της, μένει πλέον σε δωμάτιο ξενοδοχείου, εκεί όπου δέχεται ένα περίεργο τηλεφώνημα από την Εύη Λινάρδου. Αμέσως ειδοποιεί τον Τώνη Καρζή (Μιχάλης Νικολινάκος), τον δικηγόρο φίλο της, παρακαλώντας τον να ψάξει για τη γυναίκα αυτή που μάλλον έχει βάλει στο μάτι την τεράστια περιουσία της. Ο Καρζής δεν αργεί ν' ανακαλύψει πως η Εύη Λινάρδου εργαζόταν ως μοντέλο, αρχικά ενός ζωγράφου (Σταύρος Ξενίδης) και μετά ενός περιθωριακού φωτογράφου, του Βαλεντίνου (Ζαννίνο). Παραδόξως, όταν αφηγείται στην Άννα τα ευρήματα του, εκείνη όχι απλά θυμάται την Εύη Λινάρδου ως πολύ στενή φίλη της, αλλά και ως πρώην γυναίκα του αδερφού της, Αλέξανδρου (Θανάση Μυλωνά)! Σε ένα πέρασμα του από την οικία των Μαργκό, ο Καρζής προσπαθεί να πείσει τη μητέρα της Άννας (Αθηνά Μιχαηλίδου) να την ξαναδεχτεί στο σπίτι τους. Προηγουμένως, όμως, η Εύη Λινάρδου της τηλεφωνεί για να την ενημερώσει πως ο γιος της διατηρεί μια ιδιόμορφη σχέση με τον φωτογράφο Βαλεντίνο και πως κάθε βράδυ στο ατελιέ του γίνονται ακατονόμαστες πράξεις. Το ίδιο βράδυ, καθώς η μάνα έχει βγει για να αναζητήσει τον Αλέξανδρο, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτός ήδη έχει επιστρέψει, εισβάλλει η Εύη Λινάρδου και τον σκοτώνει με ένα ψαλίδι. Ο Καρζής τότε σπεύδει στο ατελιέ του φωτογράφου και βρίσκει κι αυτόν νεκρό από το ίδιο φονικό μέσο. Η πλοκή φτάνει στο ζενίθ της όταν εμφανίζεται η πραγματική Εύη Λινάρδου και δηλώνει στον Καρζή πως η Άννα Μαργκό τη ζήλευε παθολογικά από τα σχολικά τους χρόνια.
Στο τελευταίο πεντάλεπτο, αποκαλύπτεται η φριχτή αλήθεια και ο εφιάλτης: Η Άννα Μαργκό είναι ψυχασθενής, διχασμένη προσωπικότητα. Εκείνη είχε οικειοποιηθεί την ταυτότητα της αντίζηλου της, Εύης Λινάρδου, και σκότωνε, τιμωρώντας έτσι όλους τους ανθρώπους που την έκαναν από μικρή να υποφέρει! Τις εντολές για τα εγκλήματα τις έπαιρνε από τον καθρέφτη του δωματίου της, τον μαγικό της καθρέφτη, όπως τον έλεγε, μέσα στον οποίο παρουσιάζονταν τα υποψήφια θύματα της.
Ας δούμε τώρα τις επί μέρους αρετές της ταινίας: η Βούλα Χαριλάου δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας ως ψυχρή, ερωτικά και συναισθηματικά, Άννα Μαργκό και ως μισότρελη και βίαιη Εύη Λινάρδου. Ειδικά, στην τελευταία σεκάνς της αποκάλυψης της, όπου παραληρεί μπροστά στον καθρέφτη και οι δύο εαυτοί της συνομιλούν, κυριολεκτικά σου παγώνει το αίμα! Το γεγονός ότι την ώρα των φόνων, βλέπουμε μόνο φευγαλέα τη φιγούρα της Εύης Λινάρδου, κι αυτή ως σκιά- φάντασμα, επίσης αναστατώνει τον θεατή και δυναμιτίζει το αστυνομικό του δαιμόνιο!
Οι φόνοι δεν γίνονται με κουζινομάχαιρο, όπως στην Ψυχώ, αλλά με ψαλίδι, φαλικό σύμβολο εκδίκησης στο σαλεμένο μυαλό της σεξουαλικά στερημένης κοπέλας. Η οικογένεια της Άννας, η πιο παράξενη οικογένεια πού 'χω δει στη ζωή μου, όπως λέει κάποια στιγμή η υπηρέτρια τους - ένας μικρός ρόλος για την Καίτη (Κατερίνα) Γώγου- στον Καρζή, είναι τρεις άνθρωποι, αλλόκοτοι για το κοινωνικό ελληνικό status της δεκαετίας του ΄60: η μάνα, ξεπεσμένη αριστοκράτισσα, αντιμετωπίζει εχθρικά την κόρη της, Άννα, και σχεδόν οιδιπόδεια τον γιο της, Αλέξανδρο, ο οποίος με τη σειρά του αντιμετωπίζει εκείνη εχθρικά και μοιάζει να βουλιάζει σε μια παράξενη ασθένεια, σα να τον ρίχνει στο κρεβάτι του πόνου η ενοχή της παντός είδους ερωτικής ελευθεριότητας του.
Στην ταινία, ακόμη, υπάρχει αίμα στη μοναδική εντός κάδρου σκηνή φόνου, στοιχείο επίσης αρκετά τολμηρό για την κινηματογραφική πραγματικότητα της εποχής.
Αυτή που κλέβει, όμως, την παράσταση είναι η Κία Μπόζου, η οποία δεν εμφανίζεται καθόλου στην ταινία, απλά δανείζει τη φωνή της ως Εύη Λινάρδου, το δαιμονικό alter ego της Άννας! Η ατάκα της Με λένε Εύη Λινάρδου και το διεστραμμένο γέλιο της σε συνδυασμό με τις δέουσες αστραπές που πέφτουν όποτε τηλεφωνεί στα θύματα της, πραγματικά προσδίδει στο φιλμ μια σπάνια ανατριχιαστική ατμόσφαιρα! Στα αρνητικά του σεναρίου, οι πρόχειρες ψυχιατρικές εκτιμήσεις, κυρίως απ' την πλευρά του Καρζή, ενός δικηγόρου, που χωρίς να είναι αρμόδιος, χαρακτηρίζει όλη την ώρα την ηρωίδα τρελή, ψυχασθενή και διχασμένη προσωπικότητα!
Τον Εφιάλτη του Ερρίκου Ανδρέου τον είχα πρωτοδεί στην τηλεόραση, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, και είχα...χεστεί πάνω μου, ιδίως με τη φωνή της Μπόζου και με τη σκηνή του φόνου. Τον έψαχνα για χρόνια και θυμάμαι μάλιστα ότι είχα ρωτήσει σχετικά τον σκηνοθέτη Δήμο Θέο, καθηγητή μου στη σχολή κινηματογράφου. Ιδέα δεν είχε και πως νά 'χε; Εδώ ο Θέος θεωρούσε ασήμαντο τον Χίτσκοκ, λέγοντας χαρακτηριστικά πως αυτός αν δεν ήταν σκηνοθέτης, θα ήταν δολοφόνος! Χθες βράδυ, πάντως, ξαναείδα τη συγκεκριμένη ταινία στο dvd και ομολογώ ότι παρ' όλο το ψάξιμο χρόνων, με πήρε ο ύπνος...Ξύπνησα σε μια φάση από κάτι ουρλιαχτά, πάτησα rewind, συνέχισα από ΄κει πού 'χα αποκοιμηθεί κι έτσι τώρα, αφού τη μελέτησα, έφτιαξα τούτο το post. Ένα φόρο τιμής, με λίγα λόγια, στην Ψυχώ α λα ελληνικά ή, σωστότερα, σε έναν από τους κινηματογραφικούς εφιάλτες της παιδικής μου ηλικίας!