Προγονικές εξιδανικεύσεις, σαν όνειρο κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο, χωρίς wifi.

Προγονικές εξιδανικεύσεις, σαν όνειρο κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο, χωρίς wifi. Facebook Twitter
Φωτ.: Robert McCabe
0

παππούς και η κερασιά

 


 

Ο παππούς με μεγάλωσε. Μέχρι τα 90 του εργαζόταν για να με μεγαλώσει.

Μετά δεν μπορούσε.

 Ο παππούς μεγάλωνε, αν και ήταν πάντα ίδιος.

Τον θυμάμαι να αποκοιμιέται, κάτω από τον ήλιο, πάνω σε ένα τσιμεντόλιθο στη μέση της αυλής, στα ζεματιστά σκαλιά της οικοδομής πίσω από το σπίτι, στον ίσκιο της κληματαριάς.  

Το ψευδώνυμο του ήταν «ο φούρναρης».

 Στην  hot ερώτηση: Τίνος είσαι;

Το password ήταν: του Γιάννη του Φούρναρη.

  Ο πατέρας του είχε φούρνο. Δεν ξέρω λεπτομέρειες διότι, από όσο θυμάμαι να μου λέει, έκανε 10 χρόνια να τον δει εξαιτίας των πολέμων, την εποχή που Ανατολικού Ζητήματος. Ο πατέρας του ήταν και αντιβενιζελικός. 


Ο παππούς λουζόταν στη βρύση του κήπου, χειμώνα καλοκαίρι, με Roli.
«Πως το κάνεις αυτό είναι καυστικό απορρυπαντικό;» τον ρωτούσα.
Γελούσε αντί απάντησης. Κάποια εποχή θεωρούσα ότι τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει εξαιτίας του απορρυπαντικού.Extra λευκαντικό, έγραφε.

Η γυναίκα του είχε πεθάνει  πριν κλείσω χρόνο. Ζούσε κατάκοιτη από τον καημό της διότι ο μεγάλος τους γιος έγινε πιλότος πολεμικών αεροσκαφών και όλοι της έλεγαν: «Θα σκοτωθεί ο Μπάμπης».  Η κακία στο χωριό πήγαινε σύννεφο. Αν πιστεύεις στον μύθο των αγαθών ανθρώπων που τρώνε φρέσκα αυγά και ραδίκια, εσύ είσαι ο αγαθός και όχι εκείνοι.

  Ο μικρότερος γιος έγινε πατέρας μου και εξαφανίστηκε όταν ήμουν δυο ετών. Ευτυχώς μου άφησε τα άπαντα του Ντοστογιέφσκι και ένα μεγάλο σπίτι για να αλωνίζω. «Θα σε αγαπώ για πάντα. Μην πιστέψεις ότι και αν σου πουν», είπε ο γιός του στον εγγονό του, ο πατέρας μου δηλαδή σε εμένα.

«Να πας στο διάολο», φώναξε ο παππούς.

Ο παππούς έριχνε πολύ πιπέρι στο φαγητό ή πολύ φαγητό στο πιπέρι του. Είχε αδυναμία στα κουκιά, τα οποία τα έτρωγε, αφού πρώτα τους έριχνε, ένα τσουβάλι  ρίγανη. Σκεπαζόταν, μια ζωή, με μια πορτοκαλί μάλλινη κουβέρτα και έπινε ελληνικό καφέ,  στο καφενείο, στις τρεισήμισι το μεσημέρι.

 Την μητέρα του την σκότωσαν οι γερμανοί επειδή μάζευε πατάτες στον βοιωτικό κάμπο. Και γαμώ τους λόγους! Ο παππούς έμοιαζε παππούς, όταν όμως σκεφτόταν την μαμά του, ο παππούς έμοιαζε με  δυο χρονών παιδί. Συρρίκνωνε τον εαυτό του και άνοιγε τα μάτια του.

Ο παππούς ζούσε στο υπόγειο μαζί με ποντίκια, βαρέλια με λάδι , παλιά αυτοκίνητα, σακιά με λίπασμα και μπάλες από άχυρο. Η αποθήκη - κρεβατοκάμαρα μύριζε ξυλόσομπα και πετρέλαιο. Είχε και ένα πορτραίτο με τον δικτάτορα να απονέμει το ξίφος του αξιωματικού στον γιο του. Πούλησε όλη του την περιουσία για να ξεχρεωθεί από τα χρέη που του άφησε ο άλλος του γιός και  πατέρας μου όταν εξαφανίστηκε.

Ο παππούς είχε φυγαδεύσει στο υπόγειο, για 10 χρόνια, 2 αλβανόπουλα που τα βρήκε να κοιμούνται στο ορνιθοτροφείο μας, τον χειμώνα του 1994, για να ζεσταθούν, ανάμεσα στις 20.000 plus κότες "ΜΙΜΙΚΟΣ". Μιλούσε αρβανίτικα καλύτερα από ότι εγώ εγγλέζικα. Είχε και αρνιά στον κήπο που τα τάιζε με μπιμπερό για να μεγαλώσουν και τα έσφαζε μερικούς μήνες αργότερα. Δεν ξέρω αν τα λυπόταν ή όχι. Άλλο πλαίσιο, άλλες συμπεριφορές, άλλος πόνος.

Όταν χτυπούσε το τηλέφωνο και προλάβαινε να το σηκώσει εκείνος (υπήρχε μια γραμμή αλλά 3 συσκευές στο σπίτι) μιλούσε λες και είχε τον άλλον απέναντί του να τον βλέπει. Ακολουθεί Παράδειγμα. 


-Ναι
-Ποιος;

-Εγώ!

-Τι;
- Θα πάμε να κόψουμε ξύλα;

-… -
- ΤΟΥ ΤΟΥ ΤΟΥ!!!


Το είχε ήδη κλείσει χωρίς απάντηση ή χαιρετισμό, λες και ο άλλος έπρεπε να καταλάβει. Και όμως το ζήτημα είχε διευθετηθεί. Άνθρωποι άμαθοι στην τεχνολογία. Σουρεαλισμός πριν τον σουρεαλισμό!

Πριν πεθάνει μου έλεγε ιστορίες για τον πόλεμο: «Όποιος πολέμησε ξέρει! Για κανένα λόγο. Ποτέ ξανά!»

-Τι θες παππού από τη ζωή σου;


- Όταν απολυθείς από το στρατό να φυτέψεις μια κερασιά στον κήπο. Θέλω να δω μια κερασιά να ανθίζει.  Αυτή θέλω να είναι η τελευταία εικόνα που θα δουν τα μάτια μου. Εκεί θα βρίσκεται η ψυχή μου αν με χρειάζεσαι.

Ούτε την κερασιά φύτεψα, ούτε στον τάφο του έχω πάει,10 χρόνια τώρα. Κάτι μου λέει πως γνώριζε ότι όλα θα γίνουν κάποτε, αν και θα αργούσαν λίγο, άλλωστε εκεί που θα πήγαινε θα είχε όλο το χρόνο να περιμένει.  

Για να δούμε, θα τον επισκεφτώ έγκαιρα;  Θα φυτέψω την κερασιά πριν γεράσω και εγώ  ή μήπως θα το κάνει ο επόμενος;

Ο εξαφανισμένος πατέρας μου και γιος του, να έμαθε ποτέ για τον θάνατό του;
Να τον επισκέφτηκε άραγε; Ή  μήπως να επισκέφτηκε ο παππούς εκείνον; Λες να ήξερε κάτι σκληρό και να μου το έκρυβε;

Μεταξύ μας ένας από τους λόγους που επέλεξα να σπουδάζω διηνεκώς ήταν για να παρατείνω την αεργία μου και να τον κάνω, με αυτόν τον τρόπο,  να συνεχίζει να μου είναι απαραίτητος. Κάποια στιγμή το κατάλαβε.

«Ξέρω γιατί το κάνεις», μου είπε χαμογελώντας και ήταν σα να μου έλεγε: «Γιαννάκη θα πεθάνω, μαναράκι μου,  συμβιβάσου με τους νόμους της ζωής.   Αρκετά κοροϊδέψαμε τον Χάρο, δεν νομίζεις;»

Ο παππούς δεν υπάρχει,  εδώ και κάποια χρόνια, πήγε να βρει όσους του έλειπαν,  αλλά κάθε φορά που περιφέρομαι στην αυλή νιώθω το βαρύ περπάτημα εκείνου, το οποίο είμαι βέβαιος, πια, πως αποτελούσε τον απόηχο των βημάτων των δικών του προγόνων. Βάδιζε βαριά, σαν να ήθελε να αφήσει τα δικά του χνάρια  στην γη που μου κληροδοτούσε.

Χρόνια μετά και  σε κάθε λεπτομέρεια, σε κάθε λακκούβα που μαζεύει νερά όταν βρέχει, σε κάθε πέτρα που έκτισε το πηγάδι, τη βρύση, τον φράχτη, σε κάθε καρπό της συκιάς που φύτεψε, της κληματαριάς που σκάλιζε, διακρίνω το αποτύπωμά του, λες και πρόκειται για πίνακα που ζωγράφισε το αναγνωρίσιμο γέρικό του χέρι.

 Ακόμα και τα ξύλα που μάζεψε για τον τελευταίο του χειμώνα είναι τοποθετημένα εκεί και σκεπασμένα με επιμέλεια, για να μην βραχούν, για τον επόμενο που θα τα χρειαστεί, αν και ήξερε ότι δεν θα ήταν εκείνος.

Σε εκείνη την αυλή γίνεται και το δικό μου βάδισμα, με έναν τρόπο μεταφυσικό, πολύ πιο βαρύ και βαθύ, σαν να αναβλύζει το πεπρωμένο, μέσα από το χώμα.

Τον τελευταίο καιρό ο παππούς έκλαιγε εύκολα, σαν να αποχαιρετούσε τα εγκόσμια, σαν μωρό που κουράστηκε να αναζητά την μάνα του, την γη.

Ο παππούς κοιμόταν νωρίς.

Καληνύχτα!

 Υ.Γ: Στη μνήμη του Γιάννη Χ. Παπαναγιώτου  (ο Φούρναρης), 1914-2007, ενός ασήμαντου ανθρώπου που έζησε όλη του τη ζωή, αθόρυβα και χρήσιμα, στο χωρίο Βάγια του νομού  Βοιωτίας.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ