Βαρύ το κλίμα στην Σαλονίκη αυτήν την εβδομάδα μετα την δολοφονία του Π Φυσσα, η πόλη ξέρει απο πολιτικές δολοφονίες και αισθάνεσαι το μούδιασμα στον αέρα της πόλης
Ο Τσέλιος έστριψε ενα τσιγάρο και κατέβηκε προς την παραλία, αισθανόταν την μπόρα να πλησιάζει, έβλεπε κίολας τα μαυρά σύννεφα να έρχονται απο την Πιερία απέναντι. Κάθισε στην αγαπημένη του καβάντζα κοντα στο λιμάνι χαζεύοντας τους γερανούς και προσπάθησε να ξορκίσει την βροχή σκεπτόμενος μια παλία χαρούμενη ιστορία απο τότε που ήταν παιδί.
Στις αρχές της δεκαετίας του '80 δεν υπήρχαν ούτε εκπομπές με διαγωνισμούς μαγειρικής για παιδιά, ούτε παιδικά μαθήματα ούτε τίποτα. Επίσης οι μαμάδες δούλευαν όλη μέρα, δηλαδή μαγείρευαν το βράδυ όταν εσύ κοιμόσουν ή νωρίς το πρωϊ όταν ετοιμαζόσουν να πας στο σχολείο. Τις μέρες που δεν δούλευαν, μαγείρευαν τις ώρες που τα παιδιά έλειπαν έξω. Ο Τσέλιος μπορούσε να ορκιστεί πως δεν θυμάται κανένα μεγάλο να μαγειρεύει. Θυμάται το φαγητό να σερβίρεται, τις μπριζόλες να ξεφουρνίζονται, την τούρτα με τα κεράκια αναμένα, αλλά η διαδικασία ήταν κάτι που έκαναν μέσα στην κουζίνα, πίσω από την κλειστή πόρτα «για να μη μυρίσει το σπίτι».
Μεγάλωσε σε μία μικρή πόλη σε ένα μεγάλο σπίτι με αυλή, κήπο και μία μικρή ξύλινη αποθήκη. Η αποθήκη εκείνη εκτελούσε χρέη δεύτερης κουζίνας αφού οι μεγάλοι την χρησιμοποιηούσαν όταν δεν ήθελαν να λερώσουν την καλή κουζίνα του σπιτιού, όταν έπρεπε να κάνουν πράγματα αποτρόπαια όπως ξεπουπούλιασμα κλώσας από το χωριό, ή όταν έπρεπε να φτιάξουν πράγματα σε μεγάλες ποσότητες όπως μελιτζάνες γεμιστές με λάχανο και καρότο τουρσί.
Αυτές οι μελιτζάνες όσο νόστιμες ήταν άλλο τόσο μύριζαν βρε παιδί μου. Για να τις φτιάξουν έπρεπε να αναπροσαρμόσουν το timing της καλοκαιρινής μελιτζάνας και του χειμωνιάτικου λάχανου. Δύσκολο; Δε νομίζω -τη δεκαετία του ογδόντα τίποτα δεν ήταν δύσκολο. Ο τρόπος ήταν να κάνεις τουρσί τις μελιτζάνες στο τέλος του Αυγούστου και το λάχανο ένα μήνα αργότερα, στα τέλη Σεπτέμβρη δηλαδή. Μέχρι τότε οι μελιτζάνες ωρίμαζαν σε ένα μεγάλο ξύλινο βαρέλι με ξύδι και διάφορα αρωματικά, ενώ η μυρωδιά ήταν τόσο έντονη που μπορούσες να τη μυρίσεις από τη γωνία, μόλις έστριβες από το ζαχαροπλαστείο Νιόβη.
Η βρωμερή εκείνη αποθήκη ήταν το αρχηγείο της κατασκοπευτικής ομάδας ντετέκτιβ που ο Τσέλιος είχε οργανώσει με τον αδερφό του. Την οργάνωση αυτή την είχε εμπνευστεί από τα βιβλία με τις περιπέτειες των Πέντε Λαγωνικών και των Μυστικών Εφτά. Οι συναντήσεις γινόταν το απόγευμα του Σαββάτου, την ώρα που η μαμά πήγαινε για χτένισμα στη Θωμαή την κομμώτρια και ο μπαμπάς συμπλήρωνε το δελτίο του προπό πίνοντας νες καφέ. Και αν όλα τα παιδιά θυμούνται τις ιστορίες με τα παιδιά ντετέκτιβ να συλλαμβάνουν τους κακοποιούς, αυτό που ο Τσέλιος ζήλευε -ακόμη τώρα μερικές φορές- είναι εκείνα τα γεύματα με τα μπισκότα, τα σάντουιτς και φυσικά τη τζιτζιμπύρα. Ήθελε να πιεί τζιτζιμπύρα.
Δεν ξέρω πως θα αισθανόταν η Enid Blyton αν ήξερε τι προβλήματα δημιούργησε στον πατέρα του Τσέλιου μέχρι να του βρει μερικά μπουκάλια από εκείνο το αηδιαστικό πράγμα. (Απογοήτευσις.)
Η ομάδα εκείνη δεν πρέπει να κράτησε και πολλά χρόνια. Βασίκα δεν υπήρχε αντικείμενο να ασχολήθεί κανείς. Η πόλη ζούσε σε ήρεμους ρυθμούς, η κυριά Νίτσα που έμενε από πάνω δεν είχε κάποιο σιχαμερό μυστικό, στο κοτέτσι της Δημητρούλας δεν υπήρχαν κρυμμένες λίρες,
μία φορά που παρακολούθησαν τη Λυγερή από το παράθυρο της κουζίνας δεν είδαν τίποτα παράξενο παρά μόνο την ίδια να καταβροχθίζει τις πατάτες μέσα από το τηγάνι. Η Αθανασία και η Κασία συνέχιζαν να είναι αγαπημένες γειτόνισσες, όπως και όλες οι κυρίες στη γειτονιά και να ανταλλάσουν μεταξύ τους μικρά πιατάκια με λίγη πίτα ή άδειες συσκευασίες μαργαρίνης με λίγα φασολάκια «για να δοκιμάσεις πως τα φτιάχνω Χρυσούλα μου και να μου πεις».
Plus! Οι τρόποι καλής συμπεριφοράς της γειτονιάς απαιτούσαν να μην επιστρέφει ποτέ κάποιος το σκεύος που είχε λάβει με το κέρασμα, άδειο. Αυτός ο κανόνας ήταν ικανός να οδηγήσει έναν κύκλο που δεν μπορούσε να σταματήσει ποτέ. Αρκεί κάποιος να έκανε την αρχή.
Ο Τσέλιος πριν ξεκινήσει την βάρδια του είπε να μαγειρέψει για τον εαυτό του
...ήθελε ενα απο εκέινα τα αναζοωγωνητικά γευματά που ζητάς όταν δεν αισθανεσαι καλά ψυχολογικά. Τροφή για την ψυχή. Σε πέντε λεπτά το φαγητο του ήταν έτοιμο: φωλίες μπέηκον με αυγα στον φούρνο, με κρητικη γραβίερα, σπιτικό πέστο και μια φέτα ζυμωτο ψωμί απο την Κομοτηνή.
Η ρευστότητα του αυγού, η μυρωδία απο το μπέικον και το ψωμί με προζύμι έδιωξαν μαγικά τις άσχημες σκέψεις απο το κεφάλι του Τσέλιου
μέχρι να άκουσει την γνώριμη φωνή του αφεντικού να τον φωνάζει
<<Τσέλιο σήμερα ήρθε αυτός ο φάκελος για σένα με κούριερ,
πες μου που έμπλεξες πάλι;>>
(συνεχίζεται)
σχόλια