Στο «Φανάκι» για νόστιμα μεζεδάκια με συνοδεία τζαζ και Κάλλας
Μια ευχάριστη και ευπρόσδεκτη «παρένθεση» στη νέα μελισσιώτικη πιάτσα
Η Κατερίνα ήταν διάσημη σκηνοθέτις στην τηλεόραση και σίγουρα την έχεις δει χωρίς να την έχεις δει σε πολλές δουλειές της, όπως το «Safe Sex». Όταν οι χρυσές εποχές μάς άφησαν όχι με ένα «γεια» αλλά με το οριστικό «αντίο», υποδέχτηκε τα νέα δεδομένα με έναν δικό της καφενέ.
Σαν παρένθεση, το λες και παραφωνία, στη νέα μελισσιώτικη πιάτσα που αρέσκεται στα γυαλιστερά και ολίγον «δήθεν» μαγαζιά. Τον έφτιαξε να θυμίζει Μυτιλήνη, καλοκαιριάτικο, ξόχαρο, με το καρό πλακάκι του κι ένα ολοφώτιστο καράβι πάνω από το ψυγείο, έτοιμο να σαλπάρει για όπου ονειρεύεσαι.
Εκεί θα τη βρεις, κάθε βράδυ, στο ίδιο τραπεζάκι. Η ίδια θα σε υποδεχτεί και θα σε σερβίρει και αυτή η οικειότητα της φιλοξενίας μπορεί να είναι που κάνει και νοστιμότερα τα μεζεδάκια.
Με τζαζ και Κάλλας, που άμα της το ζητήσεις θα σ' το γυρίσει και στο πιο μερακλίδικο, όταν περάσει η ώρα κι έχεις ξανοιχτεί να της λες τον πόνο σου ‒ κι εκείνη τον δικό της. Ενδεχομένως να 'σαι και τυχερός, να' ναι εκεί η Πασπαλά με τον Λιντς και να παίζουν κάτι στο ολοζώντανο.
Πολλές φορές έχω επιχειρήσει να κάνω σπίτι κάποια από τις συνταγές της, για να βρεθώ στο κενό της μετριότητας. Τα υλικά, που απορώ πού τα βρίσκει, είναι που κάνουν τη διαφορά.
Η Κατερίνα, λοιπόν, είναι άνθρωπος αυστηρός με τη νοστιμιά, ψαχτήρι μεγάλο της απανταχού σπανιότατης ελληνικής γεύσης. Η συνταγή δεν τη νοιάζει και τόσο, αφού ξέρει πως όταν έχεις αλάτι μαζεμένο με το χέρι από τα βράχια της Καλαμάτας, το καλύτερο, σαν βουτυράτο όνειρο, μαστέλο της Χίου, τη μαγικότερη γαλομυζήθρα και την πιο σπάνια πέστροφα, το μόνο που χρειάζεσαι για να σεβαστείς την πολύτιμη πρώτη ύλη είναι ένα σεμνό πέρασμα από τη φωτιά.
Κάθε φορά που ξαναπάω, για πολλοστή φορά, είναι γιατί έχω ονειρευτεί την ντομάτα της. Που την πληρώνει χρυσάφι μέσα στον χειμώνα για να μυρίζει κατακόκκινο Αύγουστο. Να σου την κόψει τριαντάφυλλο, γεμιστή με την κυκλαδίτικη κάππαρη, το χοντρό αλάτι, να ευωδιάσει το ξεχωριστό ελαιόλαδο στις ρωγμές της.
Θα πάω και για τους γίγαντες τουρσί, αυτή την ευδαιμονία, τη σκέτη γλύκα, που μια άγρια, ολόφρεσκη ρόκα έρχεται να ξυπνήσει στην πιο απόλυτη ισορροπία. Θα πάω και για τον τσίρο της, του Σιμώνη από τη Χαλκιδική, που λιώνει σαν βούτυρο και δεν έχεις ξαναδοκιμάσει τέτοιο. Και το σκουμπρί, το ίδιο. Βελούδινο, ελαφρά καπνιστό, μια εντελώς άλλη άποψη από κείνη που έχεις δοκιμάσει μέχρι τώρα. Το παστό ψάρι σε μια εκδοχή τόσο κοντά στο φρέσκο και μαλακό, να μοσχοβολά ιώδιο.
Το τέλειο ταίριασμα με τις πατατούλες, κυβάκια γλύκας, μικρούλικα και προβρασμένα, έτσι ώστε να μην ποτίσουν κατά το τηγάνισμα, πανάλαφρα και αέρινα. Παράδεισος, επίσης, η μαγική ρεγγοσαλάτα, ολόλευκη και κρεμώδης ‒καμία σχέση με τις κλασικές‒ πάνω σε έναν πουρέ από φασόλια. Και η καπνιστή μελιτζανοσαλάτα αλλά και η πιο ιδιαίτερη λαχανοσαλάτα της πόλης, ψιλο-ψιλοκομμένη, με λίγη σπιτική μαγιονέζα και γιαούρτι και μπόλικο ξύσμα λεμονιού να της δίνει την άλλη διάσταση.
Η πέστροφα που μαρινάρεται με δεντρολίβανο, το χταπόδι με το βαλσάμικο, τις σταφίδες, τα αμύγδαλα και το πετιμέζι, οι φακές με το πορτοκάλι και η υπέροχη ταραμοσαλάτα της, οι τηγανητές ελιές, πιάτα που ευωδιάζουν ευγένεια, φινετσάτο γυναικείο χέρι και απίστευτη πρώτη ύλη.
Πολλές φορές έχω επιχειρήσει να κάνω σπίτι κάποια από τις συνταγές της, για να βρεθώ στο κενό της μετριότητας. Τα υλικά, που απορώ πού τα βρίσκει, είναι που κάνουν τη διαφορά. Στα ενδιάμεσα, παγωμένη ρακή. Τσιμπολογώντας καππαροκούκια και κρητικές ψιλελιές.
Φανάκι, Παναγή Τσαλδάρη 26, Μελίσσια, 211 7200988