Δεν το συνηθίζω να χάνω την ψυχραιμία μου, αλλά εκείνη τη μέρα το ένα μετά το άλλο μού πήγαιναν στραβά. Η αρχή έγινε με το που ακούω το ξυπνητήρι – απλώνω το χέρι να το κλείσω, με τα μάτια ακόμα σφαλιστά, και σημαδεύω το γάλα με κακάο που μου άφησε η μάνα μου δίπλα. Δεν είναι που λέρωσα μόνο ταυτότητες και κάρτες, μετέτρεψα και το χαρτί του ποινικού μητρώου από λευκό σε καφέ. Στη συνέχεια το βούτυρο μου έπεσε στο νεροχύτη, η φρυγανιέρα χάλασε και μου τινάχτηκε η φρυγανιά στο μάτι, η οδοντόκρεμα τέλειωσε και αναγκάστηκα να δανειστώ την ομοιοπαθητική του αδερφού μου με γεύση άγρια μιμόζα (και κολοκύθια με τη ρίγανη, για να μη πω κάτι πιο βαρύ!).
Φινάλε στην πρωινή μου εποποιία η εξαφάνιση της αριστερής μου παντόφλας από το μάταιο τούτον κόσμο. Πώς ήταν δυνατόν να χάσω μιαν αριστερή παντόφλα, όταν η ύπαρξή της συνδέεται τόσο νομοτελειακά με την ύπαρξη μιας δεξιάς1; Τέλος πάντων, ήμουν τόσο απασχολημένος με το όλο ζήτημα, ώστε παραλίγο να ξεχάσω να πάρω μαζί μου τα γεμάτα κακάο προσωπικά μου έγγραφα για να παρουσιαστώ ως νεοσύλλεκτος στο στρατιωτικό κέντρο εκπαίδευσης.
Ευτυχώς που το στρατόπεδο ήταν κοντά, μόλις δύο ώρες μακριά από την πόλη. Κόντευε μεσημέρι και οι περισσότεροι νεοσύλλεκτοι είχαν ήδη μπει. Με το που φτάνω στην πύλη του στρατοπέδου ακούω από κάπου γύρω ένα «ψιτ». Γυρνάω και βλέπω ένα φαντάρο να στέκεται ψηλά σε μια σκοπιά. Μου κάνει πάλι «ψιτ», αυτήν τη φορά αποκαλώντας με «ψηλό». Σκέφτηκα ότι θα μπερδεύτηκε λόγω της υψομετρικής διαφοράς2. Με ρώτησε αν ήμουν νεοσύλλεκτος και του έγνεψα θετικά – εκείνη τη στιγμή βαριόμουν τις πολλές κουβέντες. Αντί άλλης κουβέντας χαμογέλασε και με αποκάλεσε «ποντικαρά» (τουτέστιν «αρούρη», δηλαδή «νέουρα», δηλαδή 250 μέρες νεώτερο στρατιωτικά από το συγκεκριμένο φαντάρο). Εγώ δεν του απάντησα, απλώς έριξα ένα βαθύ αναστεναγμό. Εκείνη τη στιγμή μέσα σε κλάσματα πέρασε μπροστά από τα μάτια μου όλη μου η ζωή – μαζί με μια ξινίλα στο στομάχι – και τελικά έκανα το αποφασιστικό βήμα μπαίνοντας στον αλλόκοτο κόσμο του ενδόξου στρατού.
Το κτήρια μέσα φάνταζαν πανομοιότυπα, χωρίς να μπορώ να ξεχωρίσω ποιο ήταν το διοικητήριο (η πινακίδα του είχε ξεθωριάσει), ποιο οι κοιτώνες (οι πινακίδες έγραφαν κάτι σχετικό με λόχους, αλλά τότε μου φάνηκαν κινέζικα), ποιο οι αίθουσες εκπαίδευσης (εξαφανισμένη πινακίδα), οι αποθήκες οπλισμού (ανώνυμες λόγω ασφάλειας), οι τουαλέτες (αυτονόητες λόγω μυρωδιάς) κλπ. Επόμενο, λοιπόν, ήταν να περιφέρομαι για αρκετή ώρα μαζί με άλλους νεοσύλλεκτους προσπαθώντας να προσανατολιστώ.
Για καλή μου τύχη συνάντησα έναν υπαξιωματικό και τον ρώτησα πού βρισκόταν ο χώρος υποδοχής των νεοσυλλέκτων. Εκείνος με έστειλε σε κάτι που αποδείχτηκε ότι ήτανε τα μαγειρεία. Τον επόμενο υπαξιωματικό που συνάντησα τον ρώτησα πού μπορούσα να δώσω τα στοιχεία μου κι εκείνος με έστειλε στις τουαλέτες. «Εδώ πέρα θα πρέπει να υπάρχει κάποια ιδιαίτερη διάλεκτος», σκέφτηκα. Ξαναρώτησα, τέλος, έναν τρίτο πού μπορώ να κάνω τράκα τσιγάρα κι εκείνος επιτέλους με έστειλε στο χώρο υποδοχής των νεοσυλλέκτων.
Η πρώτη εβδομάδα προσαρμογής πέρασε αρκετά γρήγορα και προς το τέλος άρχισα επιτέλους να εξοικειώνομαι με το ιδιαίτερο αυτό περιβάλλον. Εκείνες τις πρώτες μέρες η εκπαίδευση περιλάμβανε ψυχολογική προετοιμασία για την πρώτη μας βολή με τουφέκι. Η προετοιμασία αυτή προέβλεπε δύο ώρες παραπάνω μαγειρείο, τρεις φορές την ημέρα καθάρισμα στις τουαλέτες με σκέτο νερό (έτσι, για να νταλακιάζουν3 τα βακτηρίδια) και συνεχόμενες δοκιμαστικές παρελάσεις. Εκεί έπρεπε να πατάμε ευθυτενείς το δεξί πόδι στο «ένα» και το αριστερό στο «δύο», έπειτα ξανά το δεξί στο «ένα» και το αριστερό στο «δύο», έπειτα ξανά το δεξί στο «ένα» και το αριστερό στο «δύο»... αυτό καμιά δεκαριά χιλιάδες φορές μέχρι να αποκτήσουμε πειθαρχία, ηθικό και να πατάμε το δεξί και το αριστερό στους σωστούς χρόνους.
Ως εκ τούτου άρχισα να βρίσκω εκεί μέσα τον εαυτό μου, το νόημα της ύπαρξης, την ουσία του πεπρωμένου, προσπάθησα να χτίσω ένα χαλύβδινο χαρακτήρα που να μην αφήνει κανένα λανθάνον συναίσθημα να αλλοιώνει την αντρίκια βλοσυρή μου έκφραση. Τις φιλότιμές μου προσπάθειες φαίνεται ότι δεν τις εκτίμησε αρκετά ο λοχαγός, που από την αρχή με πήρε με στραβό μάτι – ίσως η αφηρημάδα μου, ίσως το αποσμητικό, δεν ξέρω... Γι' αυτό και παραξενεύτηκα όταν έψαξε αρκετή ώρα στην αποθήκη μέχρι να βρει το τουφέκι που θα μου χρέωνε. Όταν εντόπισε το πιο κατάλληλο, μου το παρέδωσε με τη διαταγή να το έχω καθαρό μέχρι το απόγευμα.
Τέτοια σκουριά είχα να δω από την αρχαιολογική υπηρεσία, τότε που βγάζαμε από το βυθό κάτι βενετσιάνικα κανόνια. Εν πάση περιπτώσει, δεν ήμουν ιδιαίτερα αγχωμένος, γιατί είχα ξαναχρησιμοποιήσει όπλο. Είχαμε πάει κάποτε για κυνήγι στο ποτάμι, όπου κατάφερα να σκοτώσω μια πέρδικα, αν και ο κτηνίατρος επέμενε ότι κατέληξε από ζάχαρο.
Βασικό μου μέλημα στο εξής ήταν να καθαρίζω διαρκώς το τουφέκι μου για να είναι πάντα ετοιμοπόλεμο και να προσέχω να μην το κλέψει κανένας αρχαιοκάπηλος. Έτσι που ήμουν δυσαρεστημένος με την όλη μου αντιμετώπιση αποφάσισα να ρίξω νερό στο κρασί μου και να ζητήσω από ένα μακρινό μου θείο υποστράτηγο να μεσολαβήσει ώστε να βρεθώ σε καλύτερο πόστο. Εκείνος, αφού επισκέφτηκε τους γονείς μου και έκανε επιθεώρηση στο παιδικό μου δωμάτιο, ενέκρινε την απόσπασή μου στα γραφεία της λέσχης αξιωματικών. Εκεί δεν πρόλαβα να κάτσω ούτε τρεις μέρες, όταν μπέρδεψα κάτι έντυπες καταστάσεις με συνέπεια να φανεί ότι καταχράστηκα τρεις τόνους ντομάτες. Επόμενο ήταν να παραπεμφθώ άμεσα σε στρατοδικείο και το ότι γλίτωσα τις 600 μέρες στέρηση εξόδου το χρωστάω στο θείο μου που έπεισε το Γενικό Επιτελείο ότι ήμουν ζαβό.
Η επιστροφή μου στους στρατώνες συνέπεσε με τη στιγμή της πρώτης μας βολής με τουφέκι. Για να φτάσουμε στο πεδίο βολής περπατούσαμε δύο ώρες μέσα στα λαγκάδια. Εκεί ήταν τοποθετημένοι οι στόχοι μας. Οι βολές γίνονταν με κανονικά όπλα, όχι εκείνα που μας είχαν χρεώσει – το δικό μου, ούτως ή άλλως, το διεκδικούσε το μουσείο του Λούβρου. Για ακόμα μεγαλύτερη ασφάλεια στέκονταν από πάνω μας έμπειροι στρατιωτικοί για να μας προσέχουν. Είχαν έρθει και μερικά μέλη της τοπικής οικολογικής οργάνωσης για τυχόν δολοφονίες πουλιών.
Απέναντι μας είχαν στηθεί 10 στόχοι έτοιμοι να δεχτούν πάνω τους τα φονικά μας πυρά. Από την πρώτη σειρά φαντάρων που πυροβόλησαν μόνο ο τρίτος βρήκε στόχο (του παραδιπλανού του), επειδή του είχε μπει μια σαύρα στην αρβύλα. Οι υπόλοιποι αλλαξοδρόμησαν ένα σμήνος αγριόπαπιες και τραυμάτισαν ένα κουνάβι στην ουρά. Πήγαμε να το περιθάλψουμε και βρωμούσε απαίσια. Μονάχα ένας φαντάρος δεν είχε πρόβλημα με τη βρώμα κι αυτό μας έβαλε σε τρομερές υποψίες. Πράγματι, το βράδυ που έβγαλε τις κάλτσες του σήμανε συναγερμός και εκκενώθηκε το στρατόπεδο. Το καλό ήταν ότι για το επόμενο εξάμηνο το στρατόπεδο και η γειτονική πόλη απαλλάχτηκαν από τα κουνούπια.
Οι επόμενες σειρές που πυροβόλησαν τα πήγαν κάπως καλύτερα. Η δική μου βαθμολογία – δεν μπορώ να θυμηθώ με ακρίβεια – ήταν περίπου μηδέν. Ένα σημαντικό άλλοθι για όλη αυτήν τη σκοπευτική τραγωδία ήταν η μυρωδιά της ρίγανης που ανέδυε το πεδίο βολής. Εμένα μου έφερνε μια απίστευτη όρεξη για χοιρινό ριγανάτο. Με το που γυρίσαμε στο στρατόπεδο ορμήσαμε σαν λύκοι στο εστιατόριο. Ο μάγειρας είχε ετοιμάσει μπάμιες στο φούρνο με μοσχάρι βαθείας κατάψυξης. Κάποιοι πεινούσαν τόσο πολύ που δέχτηκαν να φάνε το κρέας, έχοντας υπερβολική αυτοπεποίθηση από τα εμβόλια που είχαν κάνει. Στο τέλος αναγκαστήκαμε όλοι μας να φάμε σκέτες τις μπάμιες, γιατί δεχτήκαμε αιφνιδιαστική επίσκεψη από το Υγειονομικό. Το αποψυγμένο μοσχάρι στάλθηκε στην τοπική Εφορία Αρχαιοτήτων κι από εκεί στο εργαστήριο του τομέα αρχαιοζωολογίας, όπου εντοπίστηκε με ραδιοχρονολόγηση η ηλικία του και εξήχθησαν σημαντικά συμπεράσματα για την κτηνοτροφία και διατροφή των πληθυσμών της πρώιμης εποχής του χαλκού.
1 Αυτό μπορεί να πάρει, επίσης, ευρύτερες μανιχαϊστικές προεκτάσεις πάνω στις πολιτικές ιδεολογίες, αλλά για την ώρα δεν υπάρχει διάθεση.
2 Στο στρατό όλους τους αποκαλούν «ψηλούς» (αρκεί να έχουν δύο όρχεις).
3 Φουσκώνουν από το πολύ νερό, πρήζονται.
σχόλια