Είναι Χριστούγεννα του 1928. Η Αθήνα προσπαθεί ακόμα να επουλώσει τις πληγές της Μικρασιατικής καταστροφής. Η κρίση ευνοεί την αισχροκέρδεια και τη διαφθορά. Η πόλις έχει γεμίσει λαμόγια και διεφθαρμένους νεόπλουτους που διαστρεβλώνουν σημαντικά τον πολιτικό και κοινωνικό ιστό της πόλης.
Το χρονογράφημα που ακολουθεί είναι εξοργιστικά επίκαιρο. Δεν έχετε παρά ν’ αλλάξετε κάποιες ονομασίες και σας εμφανίζονται οι σημερινοί ατιμώρητοι διακορευτές του δημόσιου βίου. Αυτοί που διεκδικούν καθημερινά την επιβεβαίωση της θλιβερής στατιστικής που μας φέρνει στην πρώτη θέση της διαφθοράς στην Ευρώπη.
Το έχει γράψει ο αγαπημένος μου «Τζογές». Ο «Τζογές» διατηρεί μόνιμη στήλη στην εφημερίδα «Εβδομάς» (Αργότερα και της «Βραδυνής») και τα λέει λαϊκά χωρίς να «μασάει τα λόγια του». Εκφράζει έτσι με τον πιο άμεσο τρόπο την οπτική της κοινής γνώμης» των λαϊκών στρωμάτων. Ο «Τζογές» στη στήλη του απευθύνεται συνήθως στο έτερόν του ήμισυ, στο Κατινάκι, και προσπαθεί να του εξηγήσει τι γίνεται στον κόσμο. Έτσι μαθαίνουμε κι εμείς...
«Δεν είνε κατάστασις αυτή, ρε Κατινάκι μου, Χριστούγεννα, σου λέει ο άλλος, κάνε. Δεκέμβριο μήνα με χειμώνα και το παντελόνι το δικό μου νάχη άνοιξη απ’ όλες της μεριές του! Γίνεται; Δεν μπορώ μωρέ Κατινάκι μου, σιχάθηκα την Αθήνα όπως κατάντησε αλήθεια και απαλήθεια.
Να βλέπεις από τη μια μεριά τους λιρέμπορους και τους λοβιτουρατζήδες, νάχουνε αυτοκίνητα και να καίνε ντεπόζιτα ολόκληρα βενζίνα και συ να μην έχης ούτε μια σταλιά να καθαρίσης ένανε λεκέ! Πείνα, δίψα, κλεψιά, μπαμπεσιά, λοβιτούρες και των γονέων, βρώμα, ο ένας πολεμάει να βγάλη το μάτι του αλλουνού, κακομοιριά και τίποτ’ άλλο!
Ξέρεις τι λέω; Δεν είναι προκοπή. Πρέπει να πάρουμε τα βουνά!... Να πάμε να γίνουμε εγώ βασιληάς των ορέων, λήσταρχος, και συ, βρέΚατινάκι μου, λησταρχίνα! Πιο τίμιοι είναι οι ληστάδες από τους Αθηναίους, ρε Κατινάκι μου!
Θα περνάμε ζωή μια φορά, ζωή και κόττα! Νερό καθαρό, χωρίς να βρωμάη χλωροφόρμιο, γάλα χωρίς νάχη κόλλα των πουκαμισιών, ψωμί γνήσιο χωρίς πίτουρα μέσα, καλύβα χωρίς σπιτονοικοκυρά η σπιτονοικοκύρη, ακεραιότης , μωρ’ αδρεφούλα μου, σώματος, καθ’ ότι αυτοκίνητα δεν υπάρχουν κει πάνου να αραιώνουνε τον πληθυσμό και να σου κάνουνε ζημιές σωματικές.
Το βράδυ θάχουμε για φωτισμό των δρόμων τα αστέρια και το φεγγάρι και για το σπίτι μας το ωραίο μας λιχναράκι, το φυτήλι του οποίου δε θάναι 220… θανάτων σαν το τριφασικό, ούτε θα πρέπει για να το ανάψης να διαβάσης πρώτα της «Οδηγίες προς αποφυγήν δυστυχημάτων». Μπήκες;
Θα γίνουμε ληστάδες… Θα ζήσουμε δηλαδή σαν άνθρωποι! Στο τέλος-τέλος, εδώ που τα λέμε, θα αποχτήσουμε και κεφάλια με αξία. Θα μας επικηρύξουνε τα κεφάλια μας αντί ένα εκατομμύριο σωστό… τιμή που όλα τα μεγάλα κεφάλια της Αθήνας μαζί δεν τα έχουνε!
Εμπρός! Τα μπογαλάκια μας και δρόμο. Έλα να πάρουμε τα βουνά! Εγώ «λήσταρχος Τζογές» βασιλεύς των ορέων, και συ «λησταρχίνα Κατίνα» βασίλισσα των… ωραίων!
Κι’ όταν θ’ ανέβουμε απάνω στο βουνό
Μια μαύρη πέτρα πίσω μας θ’ αφήσουμε
Στο βρωμοάστυ μας ετούτο το κλεινό
Ποτέ στη ζήση μας να μη ξαναγυρίσουμε!»
***
Στην Παλιά Αθήνα αλιεύουμε καθημερινά από παλιές εφημερίδες και περιοδικά και σας τα σερβίρουμε σπαρταριστά.
σχόλια