Σημαντικές διαφωνίες μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Τουρκίας, σε θέματα όπως η κατάργηση των θεωρήσεων, αφού η Τουρκία δεν δέχεται να αλλάξει τον αντιτρομοκρατικό νόμο και οι θεμελιώδεις ελευθερίες, ήταν το αποτέλεσμα των επαφών του προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτζ, στην Τουρκία.
Ο κ. Σουλτζ συναντήθηκε στην Άγκυρα με τον Τούρκο πρωθυπουργό Μπιναλί Γιλντιρίμ. Κατά τη συνάντηση, εκτός από τις διαφωνίες, συζητήθηκε και το θέμα της συμφωνίας ασφάλειας μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας.
Κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου που δόθηκε στη συνέχεια, ο κ. Σουλτζ είπε πως κατά τη συνάντηση συζητήθηκαν θέματα όπως η ασφάλεια, οι θεμελιώδεις ελευθερίες, η ελευθερία του Τύπου, η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, το θέμα των θεωρήσεων, το προσφυγικό και η οικονομική βοήθεια της ΕΕ προς την Τουρκία σχετικά με το προσφυγικό.
«Υπάρχουν θέματα που συμφωνούμε και θέματα που διαφωνούμε» είπε ο κ. Σουλτζ και τόνισε ότι ένα από τα σημεία διαφωνίας είναι το θέμα της κατάργησης των θεωρήσεων για τους Τούρκους πολίτες που ταξιδεύουν σε χώρες μέλη της ΕΕ. «Εάν δεν λυθούν κάποια προβλήματα, όπως η αλλαγή στον αντιτρομοκρατικό νόμο, δεν μπορούν να καταργηθούν οι θεωρήσεις» είπε.
Ο κ. Γιλντιρίμ είπε ότι, ως προς το ζήτημα της κατάργησης των θεωρήσεων, υπάρχουν πράγματα που δεν έγιναν και ανέφερε ότι ένα από αυτά είναι η αλλαγή στον τουρκικό αντιτρομοκρατικό νόμο. Ο Τούρκος πρωθυπουργός είπε πως δεν μπορεί να αλλάξει ο νόμος, τη στιγμή που η Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη με τρομοκρατικές οργανώσεις. «Η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας δεν αφορά μόνο την Τουρκία, αλλά και την Ευρώπη. Η Τουρκία, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ τον αντιτρομοκρατικό νόμο, γιατί αυτό και δεν θα πρόσφερε κάτι και επιπρόσθετα θα μεγέθυνε την απειλή που δέχεται η Τουρκία».
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την κατάργηση των θεωρήσεων, ο Τούρκος πρωθυπουργός είπε ότι «αμφότερες οι πλευρές δεν τήρησαν κάποιες από τις υποσχέσεις τους. Υπάρχει η δυνατότητα να συνεργαστούμε και να το αλλάξουμε αυτό, αλλά εκτός από την αλλαγή του αντιτρομοκρατικού νόμου». Ερωτηθείς αν η Τουρκία θα μπορούσε να δεχθεί σταδιακή κατάργηση των θεωρήσεων, πρώτα για κρατικούς λειτουργούς ή για άλλες κατηγορίες, ο κ. Γιλντιρίμ απάντησε αρνητικά και είπε πως «δεν γίνεται περιορισμένη κατάργηση».
Ο κ. Σουλτζ ρωτήθηκε αν η διαφωνία μεταξύ των δύο πλευρών ως προς την αλλαγή στον τουρκικό αντιτρομοκρατικό νόμο, σηματοδοτεί και την αποτυχία της διαδικασίας για την κατάργηση των θεωρήσεων και είπε πως «αυτή τη στιγμή σκεφτόμαστε με διαφορετικό τρόπο. Αυτό όμως δεν σημαίνει τελική αποτυχία. Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε». Στο ίδιο ερώτημα απάντησε και ο κ. Γιλντιρίμ, λέγοντας πως «δεν τίθεται θέμα να υποχωρήσουμε στο ζήτημα του αντιτρομοκρατικού νόμου. Αυτό όμως δεν μπορεί να είναι λόγος για να προεξοφλήσουμε την αποτυχία».
Ως προς το θέμα των ελευθεριών στην Τουρκία, ο κ. Σουλτζ είπε πως «υπάρχει διαφορά μεταξύ αυτού που αντιλαμβανόμαστε εμείς και η Τουρκία, ως προς το θέμα της ελευθερίας του Τύπου και της ελευθερίας έκφρασης και συνεπώς θα πρέπει να συνεργαστούμε πάνω στο ζήτημα των διαφορών αυτών». «Οι σημαντικότερες ενδείξεις για το επίπεδο της δημοκρατίας είναι η ελευθερία του Τύπου και η ελευθερία έκφρασης» είπε ο κ. Σουλτζ.
Ως προς το θέμα της δικαστικής διαδικασίας, σχετικά με όσους κατηγορούνται ότι αναμείχθηκαν στην απόπειρα πραξικοπήματος, ο κ. Σουλτζ είπε πως «οι δίκες πρέπει να γίνουν σύμφωνα με τους όρους της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου» και ότι «δεν πρέπει να παραβλεφθούν τα θεμελιώδη δικαιώματα των κατηγορουμένων».
Απαντώντας σε ερώτηση για τους δημοσιογράφους που έχουν συλληφθεί στην Τουρκία, ο κ. Γιλντιρίμ είπε ότι «πρόκειται για άτομα τα οποία, όχι απλώς επαινούν τις τρομοκρατικές οργανώσεις, αλλά τις στηρίζουν και έμπρακτα».
Οι δύο ηγέτες κατά τη συνέντευξη Τύπου μίλησαν σχετικά και με την απόπειρα πραξικοπήματος που είχε εκδηλωθεί στις 15 Ιουλίου στην Τουρκία. «Ήταν μια ένδοξη σελίδα στην ιστορία της Τουρκίας. Ο εκλεγμένος πρόεδρος της χώρας έκανε έκκληση την οποία ακολούθησαν οι πολίτες και ξεχύθηκαν στους δρόμους. Ήταν κάτι που παρακολουθήσαμε με θαυμασμό στην Ευρώπη» είπε ο κ. Σουλτζ και τόνισε πως ο Τούρκος πρωθυπουργός, κατά τη συνάντησή τους, άσκησε κριτική, λέγοντας πως οι ευρωπαϊκές χώρες δεν στήριξαν όσο έπρεπε την Τουρκία.
Ο Τούρκος πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ, τόνισε πως κατά τη συνάντηση είπε στον κ. Σουλτζ πως «δεν ακούσαμε τις ηχηρές φωνές που περιμέναμε από την ΕΕ μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, ενώ κάποιες χώρες μέλη δεν έκαναν τις αναγκαίες ανακοινώσεις στο χρόνο που έπρεπε».
Ερωτηθείς ο κ. Σουλτζ για την καθυστερημένη αντίδραση της ΕΕ στο θέμα της απόπειρας πραξικοπήματος στην Τουρκία, είπε πως «στην πρώτη φάση μας έβαλε σε σκέψεις το γεγονός ότι μέσα σε 48 ώρες έγιναν χιλιάδες συλλήψεις. Μας έβαλε σε σκέψεις το ερώτημα, πώς η τουρκική κυβέρνηση κατάφερε να γνωρίζει μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα τους δράστες».
Ως προς τα ζητήματα ασφάλειας, ο κ. Σουλτς είπε ότι «το θέμα για μας είναι πώς μπορούμε να συμβάλουμε για τη σταθερότητα στην Τουρκία. Η χώρα αυτή έχει το δικαίωμα να έχει ασφαλή σύνορα και υπό αυτή την έννοια συζητήθηκε και το θέμα της συμφωνίας ασφάλειας μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας». «Η Τουρκία έχει το δικαίωμα να μας ρωτήσει τι γνώμη έχουμε για την ασφάλειά της» είπε ο κ. Σουλτζ και τόνισε ότι «η Τουρκία είναι χώρα που βρίσκεται αντιμέτωπη με την τρομοκρατία». Ανέφερε το παράδειγμα της επίθεσης που πραγματοποίησε η οργάνωση «Ισλαμικό Κράτος» σε υπαίθριο γάμο στο Γκαζιάντεπ της Τουρκίας πριν από λίγο καιρό και τόνισε πως η ΕΕ συμπαραστέκεται στην Τουρκία και στους συγγενείς των θυμάτων.
Ως προς τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας, ο Γιλντιρίμ είπε πως αυτές «στο εξής πρέπει να κινηθούν σε πιο ρεαλιστικό έδαφος, έτσι ώστε να επιλυθούν τα προβλήματα με τρόπο που θα διασφαλίσουν τις κοινές προσδοκίες και το κοινό μέλλον της Τουρκίας και της ΕΕ».
Ο κ. Σουλτς ρωτήθηκε αν εγκρίνει τη σημερινή επίσκεψη του ηγέτη της οργάνωσης των Κούρδων της Συρίας PYD, Σαλίχ Μουσλίμ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και είπε πως πρόκειται για πρόσκληση που απεύθυνε ευρωβουλευτής προς τον Μουσλίμ, τονίζοντας ότι ο ίδιος δεν θα τον καλούσε και ότι η επίσκεψη αυτή είναι ιδιωτική και δεν δεσμεύει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.