Διάβαζα χθες τα επιθετικά updates μιας φίλης μου στο Facebook. Τρολάριζε εκδήλως. Για να υπερασπιστεί τα πεπραγμένα της κυβέρνησης (που την έχει βολέψει σε μια θέση δημοσιογραφική) τραμπούκιζε δίχως έλεος έναν κόσμιο συνομιλητή, με άλματα λογικής και ελάχιστη αυτογνωσία. Ήξερα ότι θα χαρεί, της χρώσταγα μια χάρη, και πάτησα like (που το έσβησα μετά).
Ταυτόχρονα, στη Βουλή, η συζήτηση για τη διαφθορά εξελισσόταν με σχεδόν ταρτουφικούς μονολόγους, καθώς λευκά περιστέρια έστεφαν τους πολιτικούς και πύρινες γλώσσες ενός λόγου ψεύτικου μέχρι το τελευταίο κόμμα του επεκρέμαντο πάνω τους. Παρακολουθούσα αηδιασμένος την εξοργιστική γλώσσα του σώματός τους (τον τεταμένο δείκτη ιεροκήρυκα, το σηκωμένο φρύδι, το σαρκαστικό γέλιο θριάμβου – ένα τέλειο ψέμα, ένα τέλειο έγκλημα). Έκλεισα το λάπτοπ και βγήκα.
Τι με έκανε να «δικαιολογήσω» τη φίλη μου, αλλά όχι τους σωτήρες του έθνους; Ξέρω (και ξέρει) ότι αν δεν την είχαν βολέψει στη θεσούλα, ο ενθουσιασμός της θα ήταν μισός, αν όχι ανύπαρκτος. Ότι το μένος της είναι στρεψόδικο, κι εν πάση περιπτώσει γεμίζει κι αυτή με υποκριτικά λογύδρια τον δημόσιο διάλογο – όπως κι άλλοι. Όπως (σχεδόν) όλοι.
Τι μ' έκανε, λοιπόν, να τη δικαιολογήσω;
Έλα ντε! Ας πούμε, η καμπούρα της ηλικίας μου. Η γνώση ότι κάπου εδώ έχουμε ξανάρθει. Κι ότι δεν θέλω να είμαι ένας ακόμη από τους εκατομμύρια εισαγγελείς που ξεφυτρώσανε σαν μολόχες στο Facebook. Όλοι βρίζουν! Βρίζουν, ηθικολογούν, δικάζουν, αποκεφαλίζουν. Κάθε λεπτό, ποτάμια αίματος βάφουν τις φλώρικες ποδιές. Τις άσπιλες και ανεπίληπτες ποδιές. Εκατομμύρια αγγελικοί εισαγγελείς, με δέρμα κερένιας κούκλας, στο χρώμα της καρμπονάρας, σφίγγουν το φραγγέλιο στα μέτωπα των κακομοίρηδων που η φύση δεν τους έκανε γλωσσοκοπάνες ή απλώς δεν έχουν το θράσος να εγκαλούν το έθνος για τις ατιμίες που και οι ίδιοι διέπραξαν.
Ο αλαζών του Ηθικού Πλεονεκτήματος φορτώνει από τον ίδιο του τον ενθουσιασμό σχεδόν αυτιστικά και στο τέλος «πιστεύει» και τη φτηνότερη παπάρα του, ακροβατώντας σαν ζόμπι με τα χέρια μπροστά, στην κόψη του νοήματος. Αυταπατάται με ηδονή, για να εξαπατήσει τους άλλους
Αλλά ας τα πάρω από την αρχή.
Μια φορά κι έναν καιρό, έβριζα κι εγώ. Έβριζα κυρίως τους συναδέλφους μου. Και νόμιζα ότι αυτό είναι καλό, διότι αποδεικνύει δια της εις άτοπον απαγωγής την ηθική μου ανωτερότητα. Μέχρι που ανακάλυψα ότι τα βρισίδια μου ήταν και κάτι ακόμη: Φθόνος! Κι ότι το Ηθικό Πλεονέκτημα το επικαλούνται κυρίως εκείνοι που θέλουν να το χρησιμοποιήσουν πρόστυχα. Δηλαδή, οι Υποκριτές. Είπα στον εαυτό μου: «Βούλωσ' το, σκύψε το κεφάλι, δούλεψε. Αν φθονείς κάτι, μην το βρίζεις, αλλά φτάσε το. Αν είσαι ηθικός, μην αυτοδιαφημίζεσαι, άσε τον χρόνο να το δείξει, αν το δείξει».
Α, αυτό το Ηθικό Πλεονέκτημα! Έγινε ο φερετζές κάθε μοντέρνας υποκρισίας. Ένας κοινωνιολόγος, αν όχι φιλόσοφος, θα είχε να πει πολλά γι' αυτό τον καινούργιο τύπο κεκρουσμένου, διχαστικού Έλληνα που έχει πεισθεί ότι μπορεί να κάνει και να λέει ό,τι θέλει, αρκεί να το ονομάζει αριστερό (ή φιλελεύθερο). Γνωρίζοντας πολύ καλά, στο βάθος του, ότι λέει ψέματα και υποκρίνεται.
Αυτός (ο υποκριτής του Ηθικού Πλεονεκτήματος) είναι ο αθλιότερος μεταξύ των αθλίων: διότι εξαπατώντας το πιο εκλεκτό κομμάτι της φύσης μας (την έλξη προς το Καλό), μας κάνει τελικά να αμφιβάλλουμε γι' αυτό. Και το λερώνει.
Όχι ότι είναι εύκολο να είσαι απολύτως ειλικρινής κι ακέραιος – το αντίθετο! Είναι ακατόρθωτο. Διαβάζω καμιά φορά παλιά άρθρα μου και φρικάρω από τις δικές μου στρεψοδικίες. Οι οποίες, εν μέρει, ήταν και προϊόν μιας ενθουσιαστικής ψευδαίσθησης. Διότι συμβαίνει κάτι ακόμη, creepy: ο αλαζών του Ηθικού Πλεονεκτήματος φορτώνει από τον ίδιο του τον ενθουσιασμό σχεδόν αυτιστικά και στο τέλος «πιστεύει» και τη φτηνότερη παπάρα του, ακροβατώντας σαν ζόμπι με τα χέρια μπροστά, στην κόψη του νοήματος. Αυταπατάται με ηδονή, για να εξαπατήσει τους άλλους.
Να το πάω πιο μακριά; ΟΛΟΙ είμαστε υποκριτές σε κάποια φάση, σε κάποια ζώνη της ζωής μας. Αλλιώτικα κρίνουμε μια φίλη που τρολάρει από έναν πρωθυπουργό. Στους φίλους μας δίνουμε έξτρα δικαιολογίες. Τους εχθρούς μας τους βρίζουμε πριν ανοίξουν το στόμα τους.
Διάβαζα προ καιρού ένα άρθρο, για το βιβλίο Γιατί όλοι (οι άλλοι) είναι υποκριτές, ενός καθηγητή του Princeton. Έλεγε, πάνω-κάτω, ότι η ανθρώπινη υποκρισία είναι απάλευτη, είναι εγγενές γνώρισμα της φύσης του εγκεφάλου. Υπάρχουν διαφορετικά εγκεφαλικά νεύρα που ενεργοποιούνται π.χ. στην απειλή της φωτιάς και διαφορετικά εγκεφαλικά νεύρα που ενεργοποιούνται όταν παίζεις με το παιδί σου. Αρκετές φορές, τα μεν είναι απροσπέλαστα από τα δε, με αποτέλεσμα ένας τρυφερός πατέρας να μην αποκλείεται, λίγο μετά, να βγει έξω και να δολοφονήσει έναν μετανάστη. Ο «Ιανός» του Καίσλερ.
Αν είναι όμως έτσι ―αν είναι στη φύση μας να υποκρινόμαστε όπου μάς βολεύει ή κινδυνεύουμε― τότε γαία πυρί μιχθήτω; Τότε να αμοληθούνε τα σκυλιά στο Ίντερνετ, να διδάξουν Πασκάλ οι πουτάνες, να μιλήσουν για Τεχνη οι πρεζέμποροι, για Ηθικά Νικομάχεια τα λαμόγια; Να δεχτούμε ότι θα μας εγκαλούνε ηθικά οι πιο ανήθικοι; ότι θα μας κυβερνά ο μεγαλύτερος υποκριτής;
Εδώ εισέρχεται στη σκηνή ο άνθρωπος. Δηλαδή ο Χαρακτήρας του. Ο Πολιτισμός του. Η σοφία της εμπειρίας του. Αν είναι δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο, να εξισωθούν αυτά που πιστεύουμε με αυτά που λέμε ή αυτά που λέμε με αυτά που κάνουμε, τότε ας προσπαθήσουμε να τα φέρουμε κοντά. Όσο γίνεται, όσο μπορούμε. Δύσκολο πολύ― όμως αυτή η δυσκολία ξεχωρίζει τους δεύτερους από τους πρώτους.
Στο μεταξύ, ας πάψουμε να κουνάμε το δάχτυλο, ενώ καταπίνουμε καμήλες. Ηθικά ανώτεροι γίνονται εκείνοι που πρωτίστως κρίνουν τις δικές τους ανεπάρκειες. Οι υπόλοιποι απλώς καλπάζουν πάνω στ' άλογο, ευτυχισμένοι στην τύφλα τους.
Αυτός ήταν ο λόγος που «δικαιολόγησα» τη φίλη μου. Είναι στη φύση μας. Αλλά ας βοηθήσει λίγο κι αυτή τον εαυτό της!
Tο άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO