Στην αρχική, σχεδόν ερασιτεχνική περίοδο του LIFO.gr, υπήρχε μια μεγάλη και ενεργή κοινότητα από συνεργάτες που ανέβαζαν εντελώς ελεύθερα τα άρθρα τους, σε μια δική μας πλατφόρμα που προσομοίαζε τον τότε δημοφιλέστατο blogger. Γράφτηκαν εξαιρετικά κείμενα τότε, όπως και ορισμένα εξόχως καννιβαλιστικά. Στην πολύ μικρή τότε κοινότητα του ελληνικού ίντερνετ, πολλά από εκείνα τα άρθρα συζητήθηκαν έντονα, αλλά τα περισσότερα χάθηκαν στις αλλεπάλληλες ριζικές ανακαινίσεις του σάιτ μας.
Ελάχιστα έχουν σωθεί. Ένα από αυτά, είναι το ακόλουθο, που αναφέρεται στον θάνατο της Αμαλίας Καλυβίνου, ο οποίος είχε συγκλονίσει τότε την ψηφιακή κοινότητα.
Γιατί δεν λυπήθηκα για την Αμαλία.
Από τον alittlewisper
Δημοσιεύτηκε την Πεμπτη, 31 Μαϊου 2007.
Πριν από λίγα χρόνια βρισκόμουν σε μια πόλη που απείχε λιγότερο από μία ώρα από τη Βέροια. Την εποχή εκείνη έγινε το συμβάν με το λεωφορείο που επέβαιναν τα παιδιά από το Μακρυχώρι Ημαθίας. Ήμαστε σε ένα σπίτι 7-8 φοιτητές και το παρακολουθούσαμε στην τηλεόραση. Ακολούθησε συζήτηση τύπου «κρίμα τα παιδιά» και «τι καταστροφή» κτλ. Και κάποια στιγμή ο οικοδεσπότης απευθύνεται σε μένα.
Α: - Πώπω γάμησέ τα ρε φίλε εθνικό πένθος λέει. Σημαίες μεσίστιες κι έτσι. Μεγάλη πίκρα, έτσι δεν είναι;
Εγώ: - Ξέρω ΄γω, μάλλον.
- Τι μάλλον ρε μαλάκα ολόκληρο χωριό λέει ξεκληρίστηκε! Πεθάναν ένα σωρό παιδιά 15-17 χρονών!
- Καταρχάς ήταν μόνο τα παιδιά της Β Λυκείου. Και δεν πάνε όλα τα παιδιά στο Μακρυχώρι λύκειο. (Κάποια σταματούσαν στο γυμνάσιο το πολύ – ήξερα μια κοπέλα από το χωριό αυτό) Και δεύτερον το θεωρώ μεγάλη υποκρισία να το αναγάγουμε σε εθνικό θέμα.
- Και γιατί παρακαλώ;
- Διότι στο τέλος κάθε χρόνου έχουν πεθάνει τα δεκαπλάσια παιδιά από τροχαία δυστυχήματα και κανείς δεν ασχολείται. Μάλλον τα άλλα είναι πιο σημαντικά επειδή πεθάναν όλα μαζί την ίδια στιγμή και στο ίδιο σημείο!
Ακολούθησαν διάφορα ασήμαντα όπου ο καθένας μας δεν άκουγε και πολύ τον άλλο, απλά προσπαθούσε να στηρίξει τις απόψεις του.
Και τους επόμενους μήνες είχαμε κι άλλες τέτοιες συζητήσεις. Σχετικά με τους θανάτους από την επίθεση στο Ιράκ, όπου υποστήριξα ότι: «όταν πεθαίναν χιλιάδες άνθρωποι από το δεκαετές εμπάργκο φαρμάκων, που ξεκίνησε μετά την πρώτη επίθεση του Σαντάμ, όλοι ξύναν την παπάρα τους. Τώρα που πέφτουν οι βόμβες είναι πιο εντυπωσιακό;».
Σχετικά με το τσουνάμι όπου πάλι είπα: «Μερικά χιλιόμετρα πιο κει πεθαίνουν κάθε χρόνο 10.000 άτομα, οικογένειες ψαράδων. Στήνουν κάτι ξυλόσπιτα στις όχθες παρόλο που ξέρουν ότι σε εκείνη την περιοχή σκάνε 2-3 τέτοια κύματα κάθε χρόνο. Αλλά πραγματικά ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ να μείνουν αλλού. Και επειδή για κάποιους οι άνθρωποι είναι απλά αριθμοί, σε μια χώρα όπως η Ινδονησία που γεννιούνται πολύ περισσότερα από 10.000 παιδιά το χρόνο κανείς δεν ασχολείται. Αλλά όταν πέθαινε κόσμος στις παραλίες που κάνουν τα μπάνια τους οι celebrities τότε όλοι θυμήθηκαν να στείλουν ανθρωπιστική βοήθεια!». Και διάφορα άλλα...
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την Αμαλία; Υπομονή.
Από την αρχή της εφηβείας μου είχα ήδη νιώσει πολύ πόνο για λόγους που δεν ανήκουν στο παρόν κείμενο. Είχα εθιστεί στην οδύνη και την αποζητούσα. Για αυτό και ήξερα τόσα πολλά για καρκίνους, πολέμους και δυστυχήματα. Κάπου εκεί όμως έπαθα overdose. Συνειδητοποίησα το μέγεθος του πλανήτη, του πληθυσμού που τον κατοικεί και του πόνου που κουβαλάει. Βάλε και τα προσωπικά μου μέσα σε όλα αυτά και κάπου εκεί έγινε το μπαμ. Είχα μπουκώσει. Δεν χωρούσε άλλος πόνος. Εξού και η απάθεια.
Η μάνα ενός καλού μου φίλου έπαθε καρκίνο πριν κάποια χρόνια. Έχει και κατάθλιψη. Κάθε φορά που φεύγει ένα καρκίνωμα, ξαναεμφανίζεται. Όταν φύγει κι αυτό κάνει μετάσταση λίγο πιο δίπλα. Κι όταν φύγει κι αυτό εμφανίζεται ένα άλλο σε ένα τελείως άσχετο σημείο, επειδή μάλλον οι χημειοθεραπείες που γίνανε για το πρώτο ήταν πολύ δυνατές!
Η θεία της κολλητής μου δουλεύει στον άγιο Σάββα (ογκολογικό). Έχουμε κάνει διάφορες κουβέντες. Κάθε φορά που πέθαινε κάποιος τα τελευταία χρόνια (δυστυχώς δεν ήταν και λίγοι) δε μιλιόταν για λίγες ώρες και μετά ήταν οκ. Είναι ο τρόπος της να αντιμετωπίζει την τρέλα του θανάτου, της αρρώστιας και της απώλειας.
Ο άλλος κολλητός μου έπαθε μια σπάνια αρρώστια που τον ταλαιπωρεί αρκετά χρόνια. Τα τελευταία του γύρισε σε καρκίνο. Την τελευταία χημειοθεραπεία την έκανε την περασμένη βδομάδα και τη Δευτέρα έδωσε ένα από τα τελευταία μαθήματα της δεύτερης σχολής που τελειώνει. Δεν έχει κλείσει τα 27.
Ο παππούς μου μπήκε πριν κάμποσα χρόνια στο νοσοκομείο. Μέχρι τότε ήταν πολύ δραστήριος αγρότης παρά την ηλικία του. Μετά την εγχείρηση και έχοντας 1 πνευμόνι πλέον άρχισε σταδιακά να πέφτει. Ώσπου φέτος είχε ένα τροχαίο. Ζει ακόμα αλλά σέρνεται. Δύο πράγματα θα θυμάμαι την περίοδο της νοσηλείας. Όταν πήγαμε να τον χάσουμε από αδιαφορία των υπαλλήλων, όπου αναγκάστηκε να τραβήξει μόνος του τα καλώδια από πάνω του και να βγει στους διαδρόμους φωνάζοντας επειδή το υγρό που είχε μαζευτεί στα πνευμόνια του κόντευε να βγει από τη μύτη. Και τους συγγενείς του στο χωριό που όταν έμαθαν ότι νοσηλεύεται θεώρησαν βέβαιο ότι θα πεθάνει και προσπάθησαν να διαρρήξουν το σπίτι του και να λεηλατήσουν το χωραφάκι του. Γιατί έπρεπε να μείνουν στο χωριό κι όχι να τα πάρουν τα παιδιά του που ήταν Αθηναίοι (ξένοι δηλαδή). Φρόντισα τους επόμενους μήνες να αποκτήσω τη φήμη του επικίνδυνου τρελού, για τους περισσότερους τουλάχιστον στο χωριό ώστε να προλάβω τα χειρότερα. Πέτυχε. Και δεν είχα κλείσει καν τα 22.
Το περίεργο είναι ότι τόσο στα πρώτα όσο και στα προσωπικά μου θέματα όταν συνέβαιναν δεν ένιωσα πόνο η θλίψη. Πάντα έκανα ότι μπορούσα για ανθρώπους που πονάνε. Βοηθούσα και με λόγια και με πράξεις και κατάφερα αρκετά πράγματα. Ποτέ όμως δεν ένιωθα τον πόνο του άλλου πραγματικά. Εκφραστικά φαινόμουν απαθής και ανάλγητος ασχέτως με το τι έκανα η τι έλεγα.
Τώρα πια δεν είμαι τόσο αντιδραστικός και επιθετικός όπως τότε που ήμουν φοιτητής. Κατάλαβα ότι δεν ήταν θέμα υποκρισίας οι συμπεριφορές των άλλων. Όλοι είμαστε λίγο υποκριτές και πίσω από αυτές τις συμπεριφορές μας κρύβονται οι μεγαλύτερες μας αλήθειες. Εγώ, από την αρχή της εφηβείας μου είχα ήδη νιώσει πολύ πόνο για λόγους που δεν ανήκουν στο παρόν κείμενο. Είχα εθιστεί στην οδύνη και την αποζητούσα. Στο ίντερνετ, στα περιοδικά κ.α. Για αυτό και ήξερα τόσα πολλά για καρκίνους, πολέμους και δυστυχήματα. Κάπου εκεί όμως έπαθα overdose. Συνειδητοποίησα το μέγεθος του πλανήτη, του πληθυσμού που τον κατοικεί και του πόνου που κουβαλάει. Βάλε και τα προσωπικά μου μέσα σε όλα αυτά και κάπου εκεί έγινε το μπαμ. Είχα μπουκώσει. Δεν χωρούσε άλλος πόνος. Εξού και η απάθεια. Δεν ασχολιόμουν με οτιδήποτε συνέβαινε, για να προστατευτώ. Διότι δεν άντεχα άλλο. Όταν κάποιος λοιπόν μεγαλοποιούσε ένα γεγονός και δεν έβλεπε το χειρότερο, παρόλο που ήταν μόλις λίγα μέτρα πιο κει, δεν υποκρινόταν απλά αυτοπροστατευόταν. Δεν ήταν αδιάφορος, απλά δεν ήταν και μαζόχας! Η διαφορά μας ήταν ότι εγώ είχα πάρει υπερβολική δόση και είχα πάει στο άλλο άκρο. Κανείς δεν ήταν σωστός και λάθος. Το ίδιο πράγμα αντιμετωπίζαμε, Απλά με διαφορετικό τρόπο.
Αργότερα, και μετά από πολλή και επίπονη προσπάθεια η ψυχή μου καθάρισε αρκετά, αλλά η συμπεριφορά μου δεν άλλαξε ιδιαίτερα. Δεν υπήρχε λόγος να αρχίσω να ξαναμαζεύω αποθέματα οδύνης. Είχα βρει πλέον τον τρόπο, όταν συναντιόμουν με τον πόνο να τον αποβάλλω από τον οργανισμό μου, προτού αρχίσει πάλι να με φθείρει. Έτσι κι αλλιώς βοηθούσα πολύ καλύτερα τους άλλους όταν λειτουργούσα από την απ' έξω. Όταν δηλαδή άφηνα το γεγονός να περάσει από το μυαλό μου για να μου δώσει τα απαραίτητα στοιχεία ώστε να βοηθήσω κάποιον, αλλά να περνάει τόσο ξώφαλτσα από την καρδιά μου ώστε να μην προλαβαίνει να κάνει ιδιαίτερη ζημιά.
Ίσως και να κάνω λάθος αλλά νομίζω ότι μπορώ να ζήσω και χωρίς αυτό. Μου φτάνει η ανησυχία για τα δικά μου προβλήματα.
Πότε λοιπόν ασχολούμαι πραγματικά με κάποιον; Όταν μπει στο μικρόκοσμο μου. Όταν πλέον είναι αρκετά κοντά μου ώστε να τον αντιληφθούν οι αισθήσεις μου ως πραγματικό. Μπορεί να είναι κάποιος περαστικός μπορεί και η μάνα μου, αρκεί να είναι αντιληπτός.
Όταν λοιπόν διάβασα για την Αμαλία πρώτη φορά κατόπιν αναφοράς της από κάποιο blogger (νομίζω Λολίτα), τελειώνοντας την ανάγνωση του Γολγοθά της, της ευχήθηκα ότι εύχομαι για όλους τους ανθρώπους που πονάνε.
Όταν πάλι έμαθα ότι πέθανε χάρηκα για τη λύτρωσή της. Δεν είπα καλό ταξίδι.Γιατί δεν πιστεύω στη μετέπειτα ζωή. Δεν την έχω αποκλείσει αλλά δεν την πιστεύω κιόλας. Και δεν λέω πράγματα που δεν πιστεύω. Ούτε λυπήθηκα. Μόνο σκέφτηκα: «μακάρι να έπιασε η ευχή μου». Ποια ήταν αυτή;
«Μακάρι να βρεις τρόπο να πονάς όσο γίνεται λιγότερο. Κι αν δε το ξεπεράσεις, μακάρι να προλάβεις να συγχωρέσεις τον εαυτό σου.»
Αυτό που εύχομαι και για τον εαυτό μου όταν πονάει. Αυτό ελπίζω και για τους άλλους. Είτε κάποιος έχει καρκίνο, είτε τον απολύσανε και πνίγεται στα χρέη, είτε τον παράτησε η γυναίκα του, ένα είναι το κοινό. Για τον καθένα μας το πρόβλημα του είναι το μεγαλύτερο. Και όταν μας χτυπά η μοίρα νιώθομε ότι κανείς πραγματικά δεν συμπάσχει μαζί μας. Όχι γιατί δεν θέλει, γιατί δεν μπορεί. Γιατί τη μεγάλη μάχη τη δίνουμε μόνοι μας. Εμείς έχουμε τα μεγαλύτερα κέρδη και τις μεγαλύτερες απώλειες. Εμείς παίρνουμε τις μεγαλύτερες ευθύνες. Και ανάλογα με το φινάλε, εμείς έχουμε τη μεγαλύτερη χαρά ή τη μεγαλύτερη λύπη. Ή και τα δύο.
Για αυτό και όταν δίνω αυτή την ευχή τη δίνω μέσα από την καρδιά μου. Γιατί βγαίνει από μέσα μου και πρώτος εγώ τη νιώθω. Το κομβικό εκείνο σημείο που ο εγωισμός συναντιέται με τον αλτρουισμό μου. Απόλυτη ισορροπία. Και την εννοώ κάθε φορά.
Πού θέλω να καταλήξω. Όταν μπορώ να κάνω κάτι για κάποιον το κάνω. Κι αν δεν μπορώ το λέω σε κάποιον που μπορεί και θέλει. Αλλιώς απλά ελπίζω. Αλλά ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν ξέρω δεν κάνω διακρίσεις επειδή έτυχε να μάθω για τον έναν κι όχι για τον άλλο. Αυτός όμως είναι ο δικός μου τρόπος. Κι ο καθένας μας έχει το δικό του. Και δεν έχει νόημα να κρίνεις κανένα για το ενδιαφέρον του ή την αδιαφορία του. Ο καθένας κάνει αυτό που υπαγορεύουν οι επιλογές του και οι εμπειρίες του. Και αυτό που ο ένας αντιλαμβάνεται ως δεξιά ο απέναντι το βλέπει αριστερά.
Αν όμως προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τη στάση του άλλου κάτι θα μάθουμε και για μας τους ίδιους. Σε μένα λειτουργεί πάντως.
Αντίο σε όσους έχασαν τη μάχη. Με διδάξατε πολλά με τη ζωή σας και με το τέλος σας. Κι αν ποτέ συμβεί σε μένα, θα προσπαθήσω να βγάλω ασπροπρόσωπους όσους με δίδαξαν με τη στάση τους. Κι ό,τι καταφέρω.