Αυτός είναι ο δρόμος τους σπιτιού της. Κάθε φορά που φτάνει στο δρόμο αυτό, κάτω απ' την πολυκατοικία της, κοιτάζει τα παρκαρισμένα σε σειρά αυτοκίνητα και ψάχνει με το βλέμμα της να δει το δικό του κι εκείνον μέσα σε αυτό ή έξω απ' την πόρτα της να την περιμένει. Να της πει πως αυτή τη φορά ήρθε για να μείνει και δε θα φύγει ποτέ ξανά όπως εκείνη τη μέρα. Να παραδεχτούν πως δε μπορούν να ζήσουν χώρια, να ζητήσει συγγνώμη ο ένας απ' τον άλλον για τον πόνο που προκάλεσαν. Δεν είναι τρελή ούτε πιστεύει σε θαύματα. Ξέρει πως δεν θα έρθει.
Όμως βαθιά μέσα της ελπίζει γιατί κάθε μέρα που περνάει νιώθει όλο και πιο μόνη,
γιατί αυτά τα δύο χρόνια είναι τα πιο άδεια και τα πιο άσχημα χρόνια της ζωής της,
γιατί σε κάθε σημαντική ή όχι στιγμή της ζωής της εύχεται να ήταν κι εκείνος δίπλα της,
γιατί όσο πιο πολλούς γνωρίζει τόσο περισσότερο αδειάζει,
γιατί όταν τον άφησε να φύγει δεν ήταν ο εαυτός της,
γιατί έχει μισήσει τον εαυτό της που τον πλήγωσε,
γιατί προτιμάει να τσακώνεται μαζί του παρά να είναι καλά με κάποιον άλλον,
γιατί μπορούσαν να συνεννοηθούν μόνο με μια ματιά,
γιατί πάνω απ' όλα ήταν φιλαράκια,
γιατί το σπίτι είναι άδειο χωρίς εκείνον,
γιατί θυμάται εκείνο το (υπέροχο) βράδυ να της ψιθυρίζει στο αυτί «δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα» και νιώθει έναν κόμπο στο λαιμό και τα μάτια της υγρά
γιατί άλλα όνειρα είχαν για το μέλλον τους,
γιατί η σκέψη ότι θα ζήσει με άλλον άνθρωπο την πνίγει, της μοιάζει με φυλακή,
γιατί το πρώτο πράγμα που σκέφτεται μόλις ξυπνάει είναι ότι ξεκινάει αααααλλη μια μέρα χωρίς εκείνον,
γιατί δεν ξέρει τι κάνει, αν είναι καλά και τρελαίνεται,
γιατί της λείπει η γκρίνια του, το χαμόγελό του, τα πάντα πάνω του,
γιατί είναι άδικο.
Γι' αυτό ελπίζει (μάταια).
σχόλια