Τοποθετημένη στο παρασκήνιο του εμφυλίου πολέμου στη Σιέρα Λεόνε τη δεκαετία του '90, το «Ματωμένο Διαμάντι» αφηγείται την ιστορία του μισθοφόρου και τυχοδιώκτη Ντάνι Άρτσερ και του ψαρά Σόλομον Βάντι. Ο πρώτος είναι λευκός Νοτιοαφρικανός και ο δεύτερος κατάγεται από τη φυλή των Μέντε. Όταν ο Άρτσερ συλλαμβάνεται για λαθρεμπορία διαμαντιών, μαθαίνει στη φυλακή ότι ο Βάντι έχει στην κατοχή του ένα πανάκριβο, ακατέργαστο ροζ διαμάντι. Και για τους δύο τους, ο πολύτιμος αυτός λίθος είναι το διαβατήριο για τις προτεραιότητές τους. Για τον μεν Άρτσερ είναι το χρηματικό απόθεμα που χρειάζεται για να γυρίσει την πλάτη του σε μια Αφρική που τον εκπαίδευσε στη βία και τα όπλα και του στέρησε τους γονείς του, για δε τον Βάντι είναι το πικρό αντίτιμο της εξαγοράς της οικογένειάς του από την αιχμαλωσία. Στη διαδρομή προς την εξεύρεση του καλά κρυμένου διαμαντιού στα ορυχεία όπου δούλευε ο Βάντι, εισβάλλει μια αμερικανίδα δημοσιογράφος, η Μάντι Μπόουεν, η φωνή του ιδεαλισμού σε έναν κόσμο που καταρρέει. Ο πιο ενδιαφέρων και ολοκληρωμένος χαρακτήρας είναι σαφώς του Άρτσερ, μόνο και μόνο για ένα λόγο: του δίνονται πολλές ευκαιρίες για να λυγίσει και να απαρνηθεί την εγωκεντρική του πορεία προς τη δική του αυτονομία. Είναι τόσο ισχυρή η πειθαρχία του από τη στρατιωτική του πείρα και τόσο αιχμηρός ο κυνισμός που έχει αναπτύξει σαν χαλύβδινη άμυνα, που ώς το τέλος έλκεται στην αδαμάντινη σειρήνα όπως η πεταλούδα από τη φλόγα. Κάθε ίχνος ιδανικού και αξίας δεν είναι συμβατά με την ψυχοσύνθεση του και ο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο εκμεταλλεύεται στο έπακρο τη λευκότητά του για να χτίσει μια χαμένη ύπαρξη εκτός νόμων και ηθικής, πολύ μακριά από τους μάτσο ήρωες των παρεμφερών περιπετειών σε εξωτικές δικτατορίες. Σε όλα τα άλλα, το «Ματωμένο Διαμάντι» δεν αποφεύγει τα κλισέ που έχουμε διάσπαρτα δει σε εκατοντάδες ταινίες από τα «Επικίνδυνα Χρόνια» και την «Αποστολή στη Νικαράγουα» - όλα τα έντεχνα και καλοφταγμένα βίπερ κοινωνικής συνείδησης, με ωραίους και ριψοκίνδυνους τρελούς που κυλιούνται στις λάσπες και τις βροχές, μουτζουρώνονται σε ξένα χωράφια, ποθούν καταμεσίς των εμφυλίων ο ένας τον άλλο και λαχταράνε να ακούσουν τον έλικα ενός στρατιωτικού αεροπλάνου που θα τους μεταφέρει στο δυτικό τους διαμέρισμα, μακριά από την μαύρη ή κίτρινη, υπανάπτυκτη κόλαση. Εδώ οι κακοί είναι οι μεγάλοι οίκοι κοσμημάτων με πρώτο συνθετικό το Βαν (ονόματα δε λέμε, συνειδήσεις θίγουμε), αλλά, όπως λέει και η όμορφη Μάντι, κάθε Αμερικανίδα που θα ήξερε πως το μονόπετρό της προέρχεται από αίμα αθώων ανθρώπων θα έκοβε το χέρι της από το να το αγοράσει! Οι ήρωες είναι το αγαπημένο υλικό του Εντ Ζουίκ, αν και τώρα τελευταία προσπαθεί να μετριάσει τη λαχτάρα του να τους αγιοποιεί, και προσπαθεί να δει την αγριάδα και τη σκοτεινιά τους - με τετράγωνη κινηματογραφική λογική πάντα. Εκτός από τον αεί βελτιούμενο Λεονάρντο, η Κόνελι είναι λακωνικά γοητευτική και ο Χουνσού συγκινητικός.