Οι Γέφυρες και το Θερμόμετρο, ΙΙ
Είναι μοίρα του Οδυσσέα Γεωργίου να είναι γι’ αυτόν πάντα πολύ αργά ακόμα και το πολύ νωρίς, και ενίοτε να είναι πολύ νωρίς ακόμα και το πολύ αργά. Είναι μπλεγμένος, αλλά όχι παγιδευμένος, όχι, σε καμία περίπτωση παγιδευμένος, μονάχα μπλεγμένος, στις περιπλοκές του χρόνου ο Οδυσσέας Γεωργίου, είναι παιδί που παίζει πεσσούς ήδη από το 1974, ήδη από τότε που η χωρίστρα η αψεγάδιαστη και τα στιλπνά μαλλιά και το κοτλέ παντελόνι και τα καστόρινα παπούτσια και οι Middle of the Road και το λαχταριστό pêche melba και η μικρή Φανή με τις αφέλειες που ήταν σωσίας της Melanie Safka (επιμένει ο Οδυσσέας Γεωργίου να σκέφτεται και το επώνυμο Safka μαζί με το μικρό όνομα Melanie κάθε φορά που ακούει στο ξύλινο πικάπ το Candles in the Rain), άρχισαν εκείνη την εποχή, το 1974, όλα αυτά να υποχωρούν και να αντικαθίστανται, βιαίως καμιά φορά, από το ανάκατο μαλλί και το μπλουτζίν και τις αρβύλες και τους Genesis και το σάντουιτς με μορταδέλα και την (επίσης μικρή αλλά όχι Φανή) Μάρθα με τα μαλλιά που δεν ήσαν αφέλειες αλλά χρυσές μπούκλες και που δεν ήταν σωσίας της Melanie Safka αλλά ουδεμίας και που είχε επινοήσει από τότε, από την Δευτέρα Γυμνασίου, μαζί με τον Οδυσσέα Γεωργίου, που ήταν τότε στην Τετάρτη Γυμνασίου, τη λέξη «ουδεποτοπαδός», ναι, από εκείνη ήδη την εποχή ο φίλος μας ο Οδυσσέας Γεωργίου αισθανόταν σκιέρ που έκανε σλάλομ στις κατηφοριές του χιονισμένου χρόνου, επικίνδυνα σλάλομ, περίτεχνα καθότι ήσαν ακανθώδεις και λίαν απειλητικές και δύσκολες οι περιπλοκές του χρόνου στις κατωφέρειες του χιονισμένου χρόνου.
Είναι μοίρα του Οδυσσέα Γεωργίου να αισθάνεται από αμούστακο μειράκιο που καπνίζει τα Καρέλιά του και αρχίζει να μυείται στον κόσμο, στο σύμπαν, της μπίρας και του ουίσκι, του τσίπουρου και της βότκας, του οίνου και του μπράντι, ναι, είναι μοίρα του να αισθάνεται ότι κάθε στιγμή παρέρχεται ανεπιστρεπτί και όλες του οι σκέψεις να είναι μίνι ρέκβιεμ για μίνι τεθνεώτα πλέον έπη και τεθνεώτα συμβάντα και τεθνεώτα έργα, μίνι ρέκβιεμ για θνήσκουσες στιγμές. Ζει το παρόν σαν να είναι διαρκές, αλλά και σαν να είναι ήδη πεθαμένο, παρελθόν, νεκρό, χαμένο, θαμμένο, πάπαλα το παρόν, πάπαλα, πάπαλα, τέλος, τίποτα, nada, πάει, πάει, πάει, αλληλούια.
Νερό και φωτιά, ανάμεσά τους, ανάμεσα σε νερό και φωτιά, αρχίζει να κυλάει και να συγκροτείται η ζωή του Οδυσσέα Γεωργίου. Γέλια, γέλωτες, γελάρες και δάκρυα, λυγμοί, κλάματα: ανάμεσα σε χείλη χαμόγελα και μάτια βουρκωμένα αρχίζει να κυλάει και να συγκροτείται το ποιητικό και ερωτικό είναι του Οδυσσέα Γεωργίου. Καπνίζει, νύχτα, οι γονείς κοιμούνται, η πόλη όλη κοιμάται, κι αυτός καπνίζει στο μπαλκόνι, και ατενίζει ελάσματα μέταλλα σίδερα λαμαρίνες στον ουρανό, και σκέφτεται, δεκατεσσάρων χρονών αμούστακο μειράκιο («από νέος ο γέροντας»), ότι άλλη μια μέρα κύλησε και χάθηκε, άλλο ένα βλέμμα, της Μάρθας με τα χρυσά μαλλιά, με τους χρυσούς βοστρύχους, τις μπούκλες τις χρυσές, έγινε ανάμνηση και χάθηκε για να σωθεί για πάντα στο τερατώδες μνημονικό του, ναι, σκέφτεται ότι όλα όσα θα επιχειρήσει να πραγματοποιήσει αργότερα, μεγαλώνοντας, θα έχουνε ήδη κατορθωθεί από άλλους, θα έχουνε ήδη πραγματοποιηθεί από άλλους, το ξέρει, το ξέρει καλά, ο Οδυσσέας Γεωργίου, το ξέρει και τραβάει μια γενναία τζούρα από το Καρέλιά του, το ξέρει και πίνει άλλη μια γουλιά κλεμμένο απ’ τον πατέρα Ballantine’s, το ξέρει και στρέφει το γαλάζιο του βλέμμα των γαλάζιων ματιών του (ειπώθηκε: «Ό,τι χρώμα κι αν έχουν τα μάτια μας, το βλέμμα μας είναι πάντα γαλάζιο») στον γεμάτο ελάσματα μέταλλα σίδερα λαμαρίνες ουρανό, και χαμογελάει πικρά και βουρκώνει γλυκά, και ξέρει, ξέρει από τότε, ότι τίποτα δεν θα κάνει που να μην το έχουνε κάνει άλλοι, ξέρει ότι ήδη άργησε αφενός αλλά και ήρθε πολύ νωρίς αφετέρου, άργησε για τον μηδενισμό και την καταστροφή και ήρθε πολύ νωρίς για τη σύνθεση και την οικοδόμηση.
Είναι μοίρα του Οδυσσέα Γεωργίου ήδη από την εφηβεία του να σπαράσσεται και να λυτρώνεται, να φθείρεται και να ανανεώνεται, ανάμεσα στις συμπληγάδες των δύο εκείνων φράσεων που έμελλε από νωρίς στη ζωή του να συναντήσει και να αγαπήσει, κι ας ήσαν ο όλεθρός του, αλλά είπαμε: όλεθρος και λύτρωση μαζί, της φράσης Nous étions prêts à faire sauter tous les ponts, mais les ponts nous ont fait défaut και της φράσης We went out one morning and the Thermometer was gone!, πάει να πει της φράσης: Ήμασταν έτοιμοι να ανατινάξουμε τις γέφυρες, αλλά οι γέφυρες έλειπαν, και της φράσης: Κι ένα πρωί πήγαμε, και πουθενά το θερμόμετρο!
Συνεχίζεται. Αύριο: Ο Καουμπόης Φιλόσοφος
σχόλια