Στο Night Club των Συνειρμών, Ι
Δουλεύαμε επί χρόνια με το ψαλίδι και την κόλλα. Cut up και William Seward Burroughs. Ότι η Λογοτεχνία, έλεγε, και λέγαμε, είναι σαράντα, πενήντα χρόνια πίσω από τα εικαστικά, από τις εκρηκτικές μορφολογικές και νοηματικές ρήξεις που συντελέστηκαν στη ζωγραφική. Δουλεύαμε με μαγνητόφωνα και με φωτογραφικές μηχανές. Να γίνουμε, και εμείς, όργανα καταγραφής. Να ενώσουμε το Μέσα με το Έξω.
Κόβαμε μια φωτογραφία, με το ψαλίδι. Παίρναμε ένα εδάφιο που μας φαινόταν ότι ταίριαζε. Το κολλούσαμε κάτω από τη φωτογραφία. Άλλαζε το νόημα και της φωτογραφίας και του εδαφίου. Πειραματιστήκαμε με την Αυτοβιογραφία Με Εικόνες Και Λέξεις Άλλων. Φτιάξαμε κείμενα/εικόνες που έμοιαζαν με αναφορές ενός ντετέκτιβ ή ενός περιπολάρχη. Παίζαμε με την αλαζονεία και την ταπεινοφροσύνη, εναλλάξ. Παίζαμε με την απόλυτη ακρίβεια που ήταν τόσο απόλυτη ώστε ουδείς την πίστευε. Με το ψέμα αρνηθήκαμε κάθε πάρε-δώσε. Πολύ μπέρδεμα, το ψέμα. Άσ’ το γι’ άλλους. Εμείς, οι Γεωργίου Γιαννόπουλος Σκυλίτσης, και οι φίλοι που ξέρουμε ότι επιθυμούν να διατηρηθεί η ανωνυμία τους, είπαμε να γίνουμε μανιακοί των προσηλώσεών μας, να γίνουμε επίμονοι κηπουροί κι εμείς, διάκονοι της διαλεκτικής.
Κόβαμε τη φωτογραφία που μας δείχνει στο μπαρ του Λευτέρη, στο Radar: ο Σκυλίτσης έχει το τσιγάρο στα χείλη, καπνοί απλώνονται στο μισό του πρόσωπο, τα μάτια του είναι στραμμένα στα ουράνια, η μπλούζα του (χακί, μακό, λέει US ARMY) είναι γεμάτη τρύπες από τις καύτρες των άφιλτρων που πέφτουν κάθε τόσο πάνω της – ο Γιαννόπουλος βυθίζει το βλέμμα στο ποτήρι με το ουίσκι, το τσιγάρο ανάμεσα στον δείχτη και τον μέσο, το μειδίαμα μυστηριωδώς μειλίχιο – η Μάρθα κρατάει το ποτήρι με το κρασί από την κολόνα, κοιτάζει το φακό, είναι σκυθρωπή σαν να έχει κηρύξει τον πόλεμο κατά της φέτας εκείνης της ανθρωπότητας που της αξίζει να υποστεί τα πυρά της Μάρθας – ο Γεωργίου, με το τσιγάρο, άφιλτρο, μια στάλα έχει μείνει, ανάμεσα σε αντίχειρα και δείχτη, ρουφάει την ύστατη τζούρα, με τα μάτια κλειστά, το κεφάλι στραμμένο στα αριστερά – η Όλγα έχει ένα βλέμμα θριάμβου, ένα χαμόγελο πρώιμης σοφίας, ένα τσιγάρο που και να μην το είχε δεν θα της έλειπε. Στο τραπέζι είναι χυμένο κρασί, ουίσκι, λικέρ, βότκα. Τα δύο σταχτοδοχεία είναι γεμάτα. Μια φορητή σκακιέρα είναι ανοιγμένη, μερικοί πεσσοί ριγμένοι πλάι σ’ ένα βιβλίο του Henri Lefebvre, κάτω από το οποίο διακρίνεται ένας τόμος του Λορεντζάτου και ο μπλε τόμος με τα Γραπτά του Γιώργου Μακρή. Βλέπουμε δύο τετράδια κάτω από τον αγκώνα του Σκυλίτση.
«Ο ιστορικός τους ρόλος δεν ήταν να προσαρμόσουν τα λόγια και τις πράξεις τους στο κείμενο παλιών γραφών ή γενικώς αποδεδειγμένων διδασκάλων: αυτοί οι ίδιοι δημιούργησαν τις γραφές και προκάλεσαν την αποδοχή των διδασκαλιών τους» [Max Horkheimer, Η Έκλειψη του Λόγου, μτφρ. Θέμις Μίνογλου, εκδ. Κριτική]
Αυτά το 1987. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, οι συνειρμοί και τα τεκμήρια μας οδηγούν σε μια φωτογραφία στην αριστερή σελίδα ενός ευμεγέθους τόμου. Πρόκειται για ένα Αφιέρωμα στον Εμμανουήλ Γιαννόπουλο. Μινιμαλιστής δημιουργός, μαξιμαλιστικό αφιέρωμα. Ελλάδα. Βλέπουμε τον Γιαννόπουλο, με το ίδιο μυστηριώδες μειλίχιο μειδίαμα, έγχρωμο τώρα, και κάτω από τη φωτογραφία διαβάζουμε:
Ο Νίκος Βελής τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ, τον ιδιότυπο μινιμαλιστή Pierre Misson, τον ακατάσχετο ακατάβλητο ακατάληπτο μαξιμαλιστή Ευτύχιο Σκυλίτση. Ο ίδιος όταν το μάθει θα πει: «Δεν μοιάζω με κανέναν, είμαι ο εαυτός μου». Και: «Άλλο δεν θέλω πάρεξ να πίνω». Βεβαίως, όπως έχει αποκαλυφθεί πλέον, χάρη σε δύο ακάματους ερευνητές φιλολόγους, «Και να χύνω, είχε συμπληρώσει. Αλλά ο σεμνοπρεπής βιογράφος το είχε αφήσει να περάσει έτσι, ο ανόητος.
Συνεχίζεται. Αύριο: Στο Night Club των Συνειρμών, ΙΙ
σχόλια