Χθες το βράδυ στην παγκρατιώτικη ταβέρνα που με περηφάνια η ταμπέλα της γράφει Από το 1937, λίγο πριν εξαφανιστεί ο απογευματινός ήλιος και η νεροποντή αρχίσει να μας δροσίζει - το είπαν: χαλάει ο καιρός, μια μελαχρινή αρχοντογυναίκα αλλοτινών εποχών έκανε αισθητή την είσοδο της στο χώρο.
Έμοιαζε με τη γιαγιά μου την Ελένη, αν και ήταν πιο χυμώδης. Αυτά τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της, μαλλιά - σκάλα, όπως τα είχαν οι γυναίκες των δεκαετιών του 1930 και του ΄40. Όχι, όχι, πιο πολύ με τη Billie Holiday έμοιαζε, που ήταν και του σιναφιού της κιόλας.
Είμαι η Μαρίκα Νίνου, μου είπε, μα μην τρομάζετε που σήμερα κλείνουν 57 χρόνια από το θάνατο μου...Δεν απάντησα, ούτε καν απόρησα που μία νεκρή μου μιλούσε. Αντιθέτως, ήρθαν και σκάλωσαν στο νου μου οι πασίγνωστοι στίχοι του Μανώλη Αναγνωστάκη: Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά, κάμε να σ' ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ.
Κατάλαβα άλλωστε πως η γυναίκα αυτή δεν μιλούσε ανθρώπινα, ούτε καν ποιητικά. Μιλούσε τη γλώσσα της μουσικής και η μουσική, ως γνωστόν, επιβιώνει μεσ' στους αιώνες και δεν περιορίζεται χωροχρονικά.
Αποφάσισα, όμως, μια και κοτζάμ Μαρίκα Νίνου με τίμησε με το να μου απευθύνει το λόγο, να φανώ κι εγώ ευγενικός. Θα σας απολαύσουμε σε κάτι σήμερα; Μπορεί να μην είμαστε του ''Τζίμη του Χονδρού'' εδώ μέσα, αλλά σίγουρα όλοι θα το χαρούμε!
Με ποια μιλάς; πετάχτηκε χονδροειδέστατα ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας που ελάχιστη σχέση θα έχει με τους προγόνους του, εξ ου και του έκανα νόημα να σταματήσει, μην μας άκουγε η Μαρίκα κι εξαφανιζόταν με τον ίδιο απρόσμενο τρόπο που εμφανίστηκε.
Θα μου δώσετε μια συνέντευξη; τη ρώτησα με όλο το θάρρος, έχω και πάντα μαζί μου το απαραίτητο κασσετοφωνάκι.
Άρχισε να γελάει κιμπάρικα, που λένε. Γλύκανε σαν της είπα πως την ακούγαμε πολύ στο Κερατσίνι. Πώς, 13 ετών, έπαιρνα το κασετόφωνο - αντίκα πλέον με τη φωνή της και ζωγράφιζα κόλλες χαρτί στο λιμανάκι κάτω απ' το φουγάρο - εκεί που το ανακάλυψαν και οι Κηφισιώτες και ένα πιάτο με δυο κεφτέδες κοστίζει 10 ευρώ σήμερα.
Γεννήθηκα στην Ιστανμπούλ την πρώτη μέρα του 1918, άρχισε να μου λέει, και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στον Καύκασο. Παντρεύτηκα, γέννησα παιδί κι όταν ήρθα στην Αθήνα το ΄47 κάναμε καριέρα οικογενειακώς ως ακροβάτες και τσιρκολάνοι, ''Ντούο Νίνο και μισό'' μας λέγανε.
Μα, βέβαια, δεν μου έλεγε κάτι που δεν ήξερα. Θυμάμαι τότε που σκάλιζα τα αρχεία των εφημερίδων στη Λένορμαν και είχα πέσει πάνω σε διαφημιστική καταχώρηση της εποχής λίγο μετά την Κατοχή του ''Ντούο Νίνο και μισό''! Απίστευτο!
Την άφησα παρ' όλα αυτά να μου λέει για το πώς ο Στελλάκης Περπινιάδης την έκανε τραγουδίστρια, μέχρι να γνωρίσει το 1949 τον Τσιτσάνη και μαζί να γράψουν ιστορία στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Τρία χρόνια κράτησε η συνεργασία τους, αλλά ήταν αρκετή.
Ύστερα ήρθε το ταξίδι στην Αμερική με τον Καπλάνη και η παραμονή εκεί για άλλα δυο χρόνια. Δυστυχώς ήρθε και ο καρκίνος...
Την άκουγα κι όλο την άκουγα να λέει πως οι πόνοι του σώματος ήταν φοβεροί κι έβγαιναν στο τραγούδι. Κάπως έτσι θα έγραψε με τη φωνή της και το Αγάπη πού'γινες δίκοπο μαχαίρι του Χατζιδάκι λίγο πριν το τέλος.
Κάπως έτσι θα τραγούδησε λόγια σαν κι αυτά:
Ο χάρος την πόρτα μου χτυπά, χτύπα κι εσύ καμπάνα
δεν θα με κλάψει άλλος κάνεις, μόνο η γλυκιά μου η μάνα
αυτή που λίγα χρόνια πριν ξεσήκωνε το κοινό, τραγουδώντας του το Πάμε στα μπουζούκια του Γούναρη.
Γιατί η Νίνου ήταν η πρώτη που έπαιξε με τα μέτρα και τα σταθμά λαϊκού και ελαφρού τραγουδιού, η πρώτη κορυφαία τραγουδίστρια που αποτέλεσε συνειδητά το μοντέλο για όλες τις κατοπινές συναδέλφους της.
Κυριακή τη συνάντησα, Κυριακή ήταν και η 23η Φεβρουαρίου του 1957 που το μαρτύριο της έλαβε τέλος.
Οι καμπάνες του Αγίου Αρτεμίου χτύπησαν πένθιμες κι αυτές και τότε συνειδητοποίησα πόσο εύστοχος ήταν ο Χατζιδάκις όταν σημείωνε πως η φωνή της Νίνου χάραξε μέσα μας τα ονόματα θεών της βυζαντινής παρακμής. Η φωνή της Νίνου περιέχει το θρησκευτικό θριαμβικό στοιχείο και όχι το δυσοίωνο και καταναγκαστικό του ανέραστου Βυζαντίου.
Σας ευχαριστώ πολύ που ήρθατε και που μιλήσαμε, της είπα στο τέλος, ρωτώντας αν άξιζε τελικά αυτό το comeback από τον Κάτω Κόσμο.
Τι κι αν είστε νεκρή, βοηθήστε κι εσείς αυτή την έρημη χώρα που δεν σας έχει ξεχάσει, σώστε τους ανθρώπους της με την κελλαριστή φωνή σας...
Σαν είδα μάλιστα τη Μαρίκα Νίνου να με κοιτάει παράξενα, αδυνατώντας να συγχρωτιστεί με την εκλαϊκευμένη έκκληση μου, δανείστηκα φράσεις μέχρι και από τους ψαλμούς του Δαυίδ:
Κρινεί τους πτωχούς του λαού και σώσει τους υιούς των πενήτων και ταπεινώσει συκοφάντην...
Η Μαρίκα σηκώθηκε, έσυρε μια καρέκλα να τη βλέπουμε όλοι και άρχισε να τραγουδάει το συγκλονιστικό τραγούδι του Τατασόπουλου, Γλυκοχαράζει ο Αυγερινός.
Τότε κατάλαβα πως ολόκληρη η κάφτρα από το τσιγάρο μου έπλεε για αρκετή ώρα μεσ' στην κούπα με το κρασί μου...
σχόλια