Ο Τόμας Μπάροου αντιπροσωπεύει ό,τι χειρότερο μπορεί να προκύψει στον εργασιακό μας χώρο: τον άνθρωπο που θα σε καρφώσει πισώπλατα όταν, και μόλις, αυτός κρίνει πως η πτώση σου συνάδει με το στενό του συμφέρον και χωρίς να τον αγγίζει ο πόνος σου. Αντίθετα, ο Τζον Μπέιτς είναι το άκρον άωτον του ήθους, ο άνθρωπος που προτιμά να «πέσει στο σπαθί του» παρά να πει ή να κάνει οτιδήποτε πειράξει κάποιον – ούτε καν τον μοχθηρό Μπάροου. Τέλος, ο Τομ Μπράνσον είναι ο επαναστάτης που δεν διστάζει να κατατροπώσει το άδικο όταν το συναντά, όποιο και να ’ναι το προσωπικό του κόστος.
Κι όμως, παρά το γεγονός ότι όταν άρχισα να παρακολουθώ τα επεισόδια του «Downton Abbey» (τη σειρά όπου οι τρεις αυτοί χαρακτήρες «εκτυλίσσονται») ο Μπάροου μου ήταν αποκρουστικός, σιγά-σιγά, και χωρίς καθόλου να το θέλω, έγινε ο ήρωάς μου. Καθόλου ηρωικός (το αντίθετο μάλιστα), γλοιώδης, υποχθόνιος, ραδιούργος, τελικά κερδίζει την ψήφο μου ως ο μόνος πραγματικά ριζοσπάστης – ο μόνος που, τελικά, ανταγωνίζεται μια ζοφερή, τρισάθλια, βαθιά άδικη και ανορθολογική πραγματικότητα.
Το «Downton Abbey» δεν είναι παρά ο μικρόκοσμος μιας κοινωνίας με σιδερένια ταξικότητα, που μετά από το σοκ δύο παγκόσμιων πολέμων και μιας οικονομικής κατάρρευσης, κατάφερε να προσαρμοστεί, απορροφώντας τις επιβουλές εκδημοκρατισμού που απειλούσαν να ανατρέψουν την ταξικότητά της.
Το «Downton Abbey» δεν είναι απλώς μια τηλεοπτική σειρά. Αποτελεί ρεβιζιονιστική ιστορική αναδρομή που περιγράφει τη μετάβαση της βρετανικής κοινωνίας από τη φεουδαρχία στο σημερινό καθεστώς της αγοραίας ολιγαρχίας. Εστιάζοντας σε μια αριστοκρατική οικογένεια που ζούσε, και αντλούσε την εξουσία της, σε μεγαλοτσιφλίκι του Γιόρκσαϊρ της Βόρειας Αγγλίας των αρχών του 20ού αιώνα, η κάμερα ταξιδεύει ακατάπαυστα μεταξύ των πάνω ορόφων της εντυπωσιακής έπαυλης (όπου εκτυλίσσεται η ζωή των αφεντικών με τη βοήθεια των προσωπικών υπηρετών τους), των ημι-υπογείων (όπου ζουν όλοι οι υπηρέτες και εργάζονται οι χαμηλά ιστάμενοι εξ αυτών) και του ισογείου (όπου οι ζωές υπηρετών και αφεντικών συναντιούνται στη βάση αυστηρού πρωτοκόλλου).
Το «Downton Abbey» δεν είναι παρά ο μικρόκοσμος μιας κοινωνίας με σιδερένια ταξικότητα, που μετά από το σοκ δύο παγκόσμιων πολέμων και μιας οικονομικής κατάρρευσης, κατάφερε να προσαρμοστεί, απορροφώντας τις επιβουλές εκδημοκρατισμού που απειλούσαν να ανατρέψουν την ταξικότητά της. Ο Τζούλιαν Φέλοουζ, που υπογράφει το σενάριο και τη σκηνοθεσία (και ο οποίος είχε δείξει δείγματα γραφής γράφοντας το σενάριο του Gosford Park, που σκηνοθέτησε o Ρόμπερτ Άλτμαν πριν από δεκατρία χρόνια), προσπαθεί να πετύχει δύο πράγματα: πρώτον, να εξιστορήσει τον αναπόφευκτο και δικαιολογημένο «ξεπεσμό» της αριστοκρατικής τάξης (από την οποία προέρχεται ο ίδιος) και, δεύτερον, να εξηγήσει πως τόσο οι αριστοκράτες όσο και οι υπηρέτες τους δεν ήταν παρά κανονικοί άνθρωποι εγκλωβισμένοι σε κοινωνικές συμβάσεις που τους έκαναν να αναπαράγουν, από κοινού, την απάνθρωπη ιεραρχία του καθεστώτος στο οποίο γαλουχήθηκαν.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στον Μπάροου, τον Μπέιτς και τον Μπράνσον, στους τρεις υπηρέτες με εντελώς διαφορετική συμπεριφορά και πορεία. Ο Μπέιτς είναι ο τζέντλεμαν-υπηρέτης. Γνωρίστηκε με τον λόρδο στα πεδία της μάχης της Ν. Αφρικής, όπου μάλιστα, ως ανθυποστρατιώτης, έσωσε τη ζωή του με αποτέλεσμα ο λόρδος να του έχει βαθιά υποχρέωση, την οποία προσπαθεί να ξεπληρώσει προσφέροντας στον Μπέιτς, μετά τον πόλεμο, θέση προσωπικού υπηρέτη στην έπαυλή του. Παρά τον τραυματισμό του (που τον εμποδίζει στη δουλειά του), τις σαδιστικές δολοπλοκίες των άλλων υπηρετών εναντίον του (ιδίως του Μπάροου, που τον μισεί επειδή χαίρει της αγάπης του λόρδου), την άδικη κατηγορία ότι σκότωσε την τέως σύζυγό του, ο Μπέιτς παραμένει βράχος ακλόνητος – έτοιμος να πάει φυλακή, να καταστραφεί, να υποστεί όποιο κακό έρθει στο διάβα του, αρκεί να «κάνει» το σωστό, το καλό και το αγαθό. Πρόκειται για έναν καντιανό άνθρωπο σε μια σκληρά ταξική κοινωνία που τη βοηθά να αναπαράγεται με τη στάση του, χωρίς να είναι αυτός ο σκοπός του.
Ο Τομ Μπράνσον, ο Ιρλανδός σοφέρ της οικογένειας, έχει μόνο ένα κοινό με τον Μπέιτς: είναι κι αυτός καλός κ’ αγαθός. Αντίθετα, όμως, με τον Μπέιτς, ο Μπράνσον είναι επαναστάτης. Με το «καλημέρα», την ημέρα που πιάνει δουλειά και γνωρίζει τον λόρδο, εκφράζει τον θαυμασμό του για τη βιβλιοθήκη της έπαυλης και δηλώνει ότι τον ενδιαφέρουν βιβλία ιστορικού και πολιτικού περιεχομένου. Πολύ γρήγορα εκφράζεται ως Ιρλανδός επαναστάτης (μέλος του ΙΡΑ), σοσιαλιστής, θαυμαστής του Μπέρναρντ Σο, του Τζον Στιούαρτ Μιλ, του Καρλ Μαρξ. Δεν περνά πολύς καιρός πριν συνεπάρει την πιο επαναστατημένη από τις τρεις κόρες του λόρδου, τη λαίδη Σίμπιλ, η οποία τον ερωτεύεται με αποτελέσματα που μπορεί να φανταστεί ακόμα και κάποιος που δεν έχει παρακολουθήσει τη σειρά.
Στα νιάτα μου σίγουρα θα ταυτιζόμουν με τον Μπράνσον. Θα με συνέπαιρνε κι εμένα ο επαναστατικός ενθουσιασμός του (όπως συνεπήρε τη Σίμπιλ), το θάρρος του να εναντιώνεται έστω και μόνος στην ταξική κοινωνία στην οποία ζούσε (με κίνδυνο να βρεθεί στον δρόμο), η απόφασή του να παρελάσει (στις αρχές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου) μπροστά από τους στρατηγούς, φωνάζοντας αντιπολεμικά συνθήματα (κάτι που δεν κατάφερε να κάνει επειδή, λόγω κακής υγείας, δεν πέρασε το περιοδεύον). Κι όμως. Δεν ταυτίστηκα μαζί του, ίσως επειδή, αφού παντρεύτηκε τη λαίδη του (η οποία πεθαίνει στη γέννα), κατέληξε, να συμβιβαστεί και να γίνει μέλος μιας αριστοκρατικής οικογένειας που, τελικά, τον αγκάλιασε (καθώς, κι εδώ έγκειται η ομορφιά της σειράς, ως άτομα η οικογένεια του λόρδου Γκράνθαμ είναι άνθρωποι καλοί, με όλα τα προτερήματα και τα μειονεκτήματα κανονικών ανθρώπων). Ο λόγος που δεν ταυτίστηκα με τον Μπράνσον είναι ότι μου θυμίζει (περισσότερο απ’ όσο μου αρέσει) τους δικούς μου, προσωπικούς συμβιβασμούς – με τους οποίους δεν θα σας κουράσω τώρα.
Τελευταίο άφησα τον ήρωά μου: τον τραγικό και σιχαμένο Μπάροου! Τον χαρακτήρα που θυμίζει Νοσφεράτου. Που ψεύδεται ασυστόλως και δεν έχει καμία αναστολή να βάζει παγίδες σε αθώους συναδέλφους του, που (αν και γκέι) κάνει κόρτε σε μια καμαριέρα μόνο και μόνο για να πληγώσει συνάδελφό του που την αγαπά, που βρίσκει έξυπνο τρόπο να αποφύγει το μέτωπο γινόμενος... λοχαγός του ιατρικού σώματος, ώστε να μη χρειαστεί να δηλώσει αντιρρησίας συνείδησης, που φέρεται δουλικά στα αφεντικά την ώρα που τους βρίζει μέσα από τα χνότα του...
Γιατί τον καταπιεσμένο γκέι, τον απόλυτα δειλό Μπάροου, αντί για τον άψογο Μπέιτς ή τον τολμηρό επαναστάτη Μπράνσον; Επειδή ο Μπάροου είναι ο μόνος που δεν συμβιβάζεται ούτε ένα δευτερόλεπτο με την αηδιαστική κοινωνική ιεραρχία στην οποία ζει. Αντίθετα, την υπονομεύει με κάθε τρόπο, ακόμα κι όταν κοιμάται. Μπορεί να κάνει απίστευτο κακό σε καλούς ανθρώπους, όμως είναι ο μόνος που λειτουργεί σαν σαράκι σε μια κοινωνική διαστρωμάτωση που ενδυναμώνεται από την καντιανή αρετή ενός Μπέιτς ή τη «στομωμένη» επαναστατικότητα ενός Μπράνσον.
σχόλια