«Στην Ανατολή, γλυκοκελαηδεί»
Ο Θάνατος δεν είναι, δεν είναι πια, ένας Μάστορας από τη Γερμανία, δεν είναι πια ένας Διευθυντής Ορχήστρας ο Θάνατος, όχι, ο θάνατος είναι ένας φτωχομπινές ντιτζέι, ένα ξεχαρβαλωμένο μίξερ είναι ο θάνατος, και τον γράφω με μικρό θήτα.
2/ Πιάσε να σαμπλάρεις, άρχισε τη μείξη, και μετά το γυρίζεις, μεθοδικά, συστηματικά, σκακιστικά, στρατηγικά, στο Kriegspiel. Πιάσε πρώτα να σαμπλάρεις.
μφθηκαν αυτοστιγμεί. Παρέα για να την πάρει ο διάβολος, εμείς, φίλες, καμία ερωμένη και μία γαμήσιμη άφιξη από το πουθενά. Μπαίνοντας στο μπουζουξίδικο τα γκαρσόνια χαιρέτησαν με οικειότητα τον Παπαγιώργη, που δήλωνε επάγγελμα "πλακάς", και μας έβαλαν σ’ ένα τραπέζι δεύτερη σειρά απ’ την πίστα. Τραγουδάει ένα οξυζεναρισμένο ξανθό σκυλί καμιά σαρανταριά και βάλε.. «Όπου να ’ναι θα βγει ο Παναγιώτης», λέει ο Παπαγιώργης, «και θ’ ακούσουμε κάνα τραγούδι». Η φίρμα του μαγαζιού. Σωστός, όχι φαλτσαδούρα. Η ορχήστρα σέρνεται. Ο Βακαλόπουλος παρατηρεί τον τζαζμπανίστα. «Κοίτα τον τζαζμπανίστα», μου λέει γελώντας με το λαρυγγώδες γέλιο του όλο ούλα και παιδική χαρά. Φορούσε καφέ πέδιλο και άσπρη πετσετέ κάλτσα. Ο Αρανίτσης κουνάει το κεφάλι του σε στυλ πού μπλέξαμε τώρα. Παραγγέλνουμε δύο μπουκάλια Ballantines και τα απαραίτητα συν το Μπακάρντι κόκα του Χρήστου και τη Σουρωτή του Κωστή. Το σκυλί γαβγίζει, το ουίσκυ κατεβαίνει. Σαν νερό. Βγαίνει ο Παναγιώτης. Και τι δεν κάνω, για να βρεθώ στην αγκαλιά σου τι δεν κάνω, κι εσύ μου δίνεις και μια πίκρα παραπάνω, Του κόσμου τα παράλογα κλπ. Ο Παπαγιώργης ξεσηκώνεται. «Αν έλεγε και το Συγκεντρώσου», λέω στον Χρήστο ― ένα τραγούδι του Ρεπάνη με τον Μαργαρίτη που μόλις έχει κυκλοφορήσει και μ’ έχει ξετρελάνει και ο Χρήστος το παίζει κατ’ εξακολούθησιν στο Decadence που βάζει κάποιες μέρες μουσική. Βάζω χέρι στη γαμήσιμη εκ δεξιών μου. Ο Χρήστος παρατηρεί εξ αριστερών μου. Ο Κωστής απέναντι μού γνέφει επιδοκιμαστικά. Ο Ευγένιος στρίβει ένα Drum κοιτάζοντας το ποτήρι του. Δεν αντιστέκεται. Ο Παναγιώτης συνεχίζει. Βρήκα την καταστροφή μου κι ερωτεύτηκα, όλα ψεύτικα. «Θα τη γαμήσεις», μου λέει ο Χρήστος, «φως φανάρι». «Δεν κόβομαι κιόλας», του λέω. «Θα τη γαμήσεις», επαναλαμβάνει, «γι’ αυτό ήρθε». Όταν βγήκαμε έξω είχε χαράξει. Σκατόκρυο. Ο Παπαγιώργης θυμήθηκε το ανέκδοτο με τον στρατιώτη που χαράματα πάει τον ληστή να τον σταυρώσει. Κάνει κι έναν ψόφο! του λέει ο ληστής. Εμένα μου το λες που έχω και να γυρίσω…, του λέει ο στρατιώτης. Σα δαρμένα σκυλιά δεν είπαμε ούτε καλημέρα και τράβηξε ο καθένας για το σπίτι του. Σε λίγο θα ’βγαινε ο ήλιος.
3α / [Θ. Σ. "Νέα Εστία", τχ. 1858 / Φωτογραφία: Γ.-Ι. Μπαμπασάκης]
Συνεχίζεται. Αύριο: Ένοικος, Ι
σχόλια