Η Βίκυ των Έξι
Στον Ένοικο, στην Καλλιδρομίου: Τους είχε ερωτευτεί και τους Έξι, τους είχε αγαπήσει, είχε τσιμπηθεί μαζί τους – με αυτή τη σειρά. Αλλά στο τέλος, ευτυχώς, έμεινε μόνον η αγάπη. Η οποία ξεθύμανε με τα χρόνια, με τις δεκαετίες. Δύο δεκαετίες για μάτια που δεν βλέπονται είναι πολλές, τα μάτια λησμονιούνται ύστερα από δύο δεκαετίες, όσο αλησμόνητα κι αν είναι.
Στον Ένοικο, στην Καλλιδρομίου: Τους είχε σερβίρει και τους Έξι, είχε φέρει στο τραπέζι τους βότκα, τζιν, σκοτσέζικο, ιρλανδέζικο, μπέρμπον, κρασί, ούζο, τεκίλα, μπίρα, σκύβοντας με χάρη, τα μαύρα της μαλλιά, πάντα στιλπνά παρά τους καπνούς και τις κακουχίες (!), έπεφταν στην ερημιά της κλείδας της με χάρη, τα μακριά της δάχτυλα έσφιγγαν απαλά σαν πολύτιμο σκήπτρο ή σαν Graal το εκάστοτε ποτήρι, το χαμόγελό της ήταν στραφτάλισμα μαρμαρυγή πρόσκληση πρόκληση άνοιγμα αλλά οι Έξι το βλέμμα τους το είχαν ο ένας για τον άλλον κι όλοι μαζί για το Κενό που ήταν ο Φόβος τους και για την Άβυσσο που ήταν η Μοίρα τους.
Στον Ένοικο, στην Καλλιδρομίου: Τους είχε μιλήσει, τους είχε εγκωμιάσει, τους είχε εξυμνήσει, τους είχε πλησιάσει, τους είχε προσεγγίσει. Αλλά οι Έξι άλλο δεν της έλεγαν παρά μονάχα, «Βίκυ, άλλο ένα!» «Βίκυ, φέρνεις κάνα φιστικάκι;» «Βίκυ, όχι, όχι, όχι πάγο στο ουίσκυ μου! Σκέτο!» «Βίκυ, πες του Βαγγέλη να ετοιμάζει ένα Υποβρύχιο κι ένα Manhattan», «Βίκυ, όταν λέμε ουίσκυ σάουρ εννοούμε ουίσκυ σάουρ», «Βίκυ, το ρόδο είναι ρόδο είναι ρόδο», «Βίκυ, μήπως πέρασε ο Τατσόπουλος;» «Βίκυ, μήπως πέρασε ο Μπιτσώρης;» «Βίκυ, μήπως πέρασε ο Παυλόπουλος;»
Στον Ένοικο, στην Καλλιδρομίου: Τους είχε ποθήσει όλους, και ως βούληση και ως παράσταση, είχε λατρέψει το έργο τους, είχε ξετρελαθεί με την πολυποσία τους, είχε θαυμάσει τις στραπατσαρισμένες συζητήσεις τους, είχε αφιονιστεί με την σαραβαλιασμένη σεμνότητά τους, είχε αλαλιάσει με την σκανδαλώδη αδιαφορία τους απέναντι τόσο στην ίδια, που ήταν νεαρή σφριγηλή καλλονή (σύμφωνα με τις φήμες και τον καθρέφτη της), όσο και απέναντι σε κάθε νεαρή σφριγηλή καλλονή που ερχόταν στον Ένοικο επειδή πήγαιναν αυτοί.
Στον Ένοικο, στην Καλλιδρομίου: Τους είχε μισήσει, είχε απαυδήσει, τους είχε σιχαθεί, είχε λαλήσει, είχε τρελαθεί, το έχασε, λωλάθηκε, τα έπαιξε, άρχισε να περιφέρεται με ξέπλεκα μαλλιά, μια μεταμοντέρνα Φραγκογιαννού, μια Λάσκαρη σαλταρισμένη από την απόρριψη και την απώλεια, ένα φρικιό της φρουστρασιόν, με αστραγάλους λερούς, με κάκαδα στους αγκώνες, με μύξες να της τρέχουνε στα χείλη, με σάλια να της κυλάνε στο πηγούνι. Όταν κάποτε συνήλθε, αντί στα πόδια της να πασχίσει να σταθεί, κύλησε ακόμα πιο πολύ: τέλειωσε τη Δραματική Σχολή, μπήκε στο Πάντειο, τέλειωσε (!!!) το Πάντειο, έκανε και Μεταπτυχιακό, ό,τι χειρότερο δηλαδή μπορεί να συμβεί σε κάποιον-αν, σύμφωνα με τον Αρανίτση, τον Βακαλόπουλο, τον Λάγιο, τον Μπαμπασάκη, τον Παπαγιώργη, τον Σταθόπουλο που φρόντισαν να μην τελειώσουν καμία Δραματική Σχολή, να μην μπούνε στο Πάντειο, να μην τελειώσουν το Πάντειο, να μην κάνουν Μεταπτυχιακό.
Συνεχίζεται. Στο επόμενο: Whiskey Sour
σχόλια