Δαπανήθηκα στις Λόχμες, ΙΙ
Για κάποιο λόγο που θα γίνει αμέσως κατανοητός, οι πέντε εκ των Έξι φώναζαν ενίοτε μεν συχνά δε τον έκτο των Έξι (για να είμαι ακριβής, τον τρίτο αλφαβητικώς των Έξι, ήτοι τον Λάγιο) τζουκμπόξ. Πότε ο Αρανίτσης, πότε ο Βακαλόπουλος (αν και πιο σπάνια), πότε ο Μπαμπασάκης (αρκετά συχνά), πότε ο Παπαγιώργης (καίτοι αυτός σπανιότατα, και μόνον ύστερα από μεγάλη κατανάλωση βότκας ή/και whiskey sour/ουίσκυ σάουρ), συχνότατα τέλος ο Σταθόπουλος, όταν νταλκάδιαζαν επαρκώς και είχαν τύπου thirty dirty ντέρτι και πριν νταλκαδιάσουν κι άλλο και πιουν κι άλλο και γίνουν αθύρματα της έκκεντρης βουλήσεως του μεταφραστή του έργου Το Είναι και το Μηδέν, και άλλων βεβαίως (πρόχειρα θυμάμαι τις Λέξεις και τα Πράγματα, το Εγκόλπιον Ανασκολοπισμού, την Αρχαιολογία της Γνώσης, τη Μεταμοντέρνα Κατάσταση, τη Γραμματολογία, την Ολότητα και Άπειρο αλλά και την Ηθική και Άπειρο), ο οποίος τους παρέσυρε στην Ανατολή, ένα ελεεινό και τρισάθλιο σκυλάδικο, όταν λοιπόν έφταναν σε ένα νταλκάδιασμα ήπιο και αβλαβές ακόμη, απευθύνονταν στον Λάγιο και του ζητούσαν ένα αγαπημένο τους ποίημα.
Ο Λάγιος, σοβαρός, εύμορφος πάντα και αψεγάδιαστα ενδεδυμένος, με βλέμμα πράσινο, με σμαραγδένια μάτια, με τα πιο στιλπνά καστανόξανθα μαλλιά σ’ όλο το Λεκανοπέδιο Αττικής, εσυσπάτο για δευτερόλεπτα, μόρφαζε κάπως ηλεκτρικά, ας πω, και εν συνεχεία, προς θαυμασμό όλων, απάγγελλε το ποίημα όλο που του είχε ζητήσει ο εκάστοτε νταλκαδιασμένος.
Με αλφαβητική σειρά, πάντα: Ο Αρανίτσης του ζητούσε συνήθως το «Πρωινό Τραγούδι» του Εγγονόπουλου, και μάλιστα σιγοντάριζε στην απαγγελία του Λάγιου, «Ερώτησα/ κάποτε γιατί/ τάχατες/ η τραγική/ και σεμνή παρθένα/ που λεγόταν Πουλχερία/ την παραμονή του/ γάμου της/ σφουγγάρισε προσεχτικά όλο/ το σπίτι/ και την επόμενη/ απέθανε;». Ο Βακαλόπουλος ήθελε, μάλλον ανόρεχτα, ένα αριστούργημα του Ουράνη για το πολύβουο Παρίσι, και μειδιούσε κατά τι αινιγματικά όταν ο Λάγιος έφτανε στο περίφημο «Θε να πουν: ‘Τι ’ναι ο άνθρωπος!/ Χθες ακόμα εζούσε...’/ και βουβοί στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι». Και πολύ του άρεσε, έδειχνε το βλέμμα του, εκείνο το «θα βαλθούνε».
Ο Μπαμπασάκης, πάντα μα πάντα και ανεξαιρέτως, παράγγελνε το «Δαπανήθηκα στις Λόχμες» του Γιώργου Μακρή, και ο Λάγιος, πάντα μα πάντα και ανεξαιρέτως, παρέλειπε τους πρώτους δέκα, δώδεκα στίχους του ποιήματος και δώριζε στον αιτούντα Μπαμπασάκη μονάχα τους τρεις τελευταίους: «Τράλαριαλό τουλίτ λο./Πότε θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι-κομματάκι;/ Ποτέ δεν θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι-κομματάκι». Ο Παπαγιώργης έκανε κέφι (όποτε έκανε κέφι για τέτοια πράγματα, δηλαδή πολύ αραιά και πού, πάρα πολύ αραιά και πού, σχεδόν ποτέ) ν’ ακούσει Σεφέρη, ναι! Σεφέρη, όσο κι αν δεν το πιστεύετε, επέμενε ν’ ακούσει Σεφέρη, εκείνο το κατεβατό, με τους λογαριασμένα λαχανιασμένους ρυθμούς που είχε αφιερώσει ο Νομπελίστας μας στον Henry Miller, ένα με γαλλικό τίτλο, και ο Λάγιος έσπευδε: «Όπως ο ναύτης στα ξάρτια γλίστρησε πάνω στον τροπικό του Καρκίνου και στον τροπικό του Αιγόκερω/ κι ήταν πολύ φυσικό που δεν μπορούσε να σταματήσει μπροστά μας στο ύψος ανθρώπου…»
Τέλος, ο Σταθόπουλος, καίτοι γνωστός και ως Κύριος Μίνιμαλ, είχε μάξιμαλ απαιτήσεις και ζητούσε κάθε φορά δύο ποιήματα μαζί, το «Άνθος» του Αλέξανδρου Σχινά και την «Αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο». Ο Λάγιος, πάντα πρόθυμος για το καλό, όπως ήδη έχω τονίσει, κατέβαζε το όγδοο ουίσκυ σάουρ της βραδιάς, και άρχισε με τον Σικελιανό: «Ανεπίληπτα επήρε το μαχαίρι ο Ατζεσιβάνο./ Κι ήτανε η ψυχή του/ την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι./ Κι όπως κυλά από τ’ άδυτα του αδύτου/ των ουρανών μες στη νυχτιά έν’ αστέρι,/ ή, ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι,/ έτσι απ’ τα στήθια πέταξε η πνοή του.// Χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε./ Γιατί μονάχα εκείνοι π’ αγαπάνε/ τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία/ μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι/ της ύπαρξής τους το μεγάλο αστάχυ/ που γέρνει πια, με θείαν αταραξία!»).
Συνεχίζεται. Αύριο: Το Άνθος
σχόλια