Οι φίλοι μου, μου είπαν πόσο... χαμηλά θα με έριχνε και ότι στη θέα του, πόσο μάλλον στο άκουσμά του θα ρίσκαρα να ξανακυλήσω στην ξαφνική ανοιξιάτικη γρίπη, όμως εγώ ήμουν αποφασισμένος να ξενυχτήσω να τονε δω. Τι διάλο, ο τύπος που όλοι θυμόμαστε για τα «πχοιοτικά» του ελληνικά, το σχεδόν μόνιμο σαρδόνιο χαμόγελο και 'κείνο το περίφημο «μπλοκάκι» ανά χείρας υπήρξε, αν μη τι άλλο, εκτός από δις (μάλλον αποτυχημένος) υπουργός, ο μακροβιότερος μεταπολιτευτικά πρωθυπουργός μας (8 χρόνια και δυο μήνες). Εκείνος που μας έβαλε, έστω με «μαγειρεμένα» στοιχεία στην ΟΝΕ και στο Ευρώ, διεκδίκησε και προετοίμασε τους Ολυμπιακούς που δυστυχώς γι΄αυτόν τους γεύτηκε ο Κωστάκης, «γλίτωσε» από έναν πόλεμο με την Τουρκία, ευχαριστώντας δημοσίως τις ΗΠΑ που δεν τον... επέτρεψαν (ευτυχώς βέβαια γιατί ποιος θα πήγαινε να σκοτωθεί για δύο ξερονήσια), μας "τρέλανε" στην ανάπτυξη δρομολογώντας μεγάλα έργα (νέο αεροδρόμιο, Αττική Οδός, Εγνατία, γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, τραμ κ.λπ.), έβαλε και τη γιαγιά μου στον χρηματιστηριακό πυρετό, αφού στο όνομα του «λαϊκού καπιταλισμού» απέκτησε ΕΛΔΕ και η Έξω Ραχούλα. Επίσης τότε, και παρά το «κραχ» του '99, είχαμε ακόμα λεφτά – αρκετά μάλιστα, ώστε να τρώνε ακόμα με δέκα κουτάλες οι διάφοροι Τσοχατζόπουλοι -, μπόλικη αισιοδοξία (σε αυτό μπορεί να φταίγανε και τα πολλά "Ε", ήτανε βλέπετε και το rave στο φόρτε του) κι ελπίδες – μπόλικες κι ας ήταν φρούδες. Τι να λέμε, εδώ υπήρχαν ακόμα ποδοσφαιρικές ομάδες που έπαιρναν το πρωτάθλημα κι ας μην λέγονταν Ολυμπιακός!
Αμ το άλλο, που ήταν από τους ελάχιστους μεταπολιτευτικά πολιτικούς ηγέτες που δεν ανήκαν ούτε στο παπανδρέικο, ούτε στο καραμανλέικο-μητσοτακέικο πού το' χετε; Οπότε με αυτά και με εκείνα, ο Κώστας Σημίτης έγινε ο λατρεμένος πολιτικός των απανταχού "εκσυγχρονιστών", "ευρωπαϊστών", "ορθολογιστών" και πάει λέγοντας παρά το... τρομοκρατικό του παρελθόν (επί δικτατορίας) που σε άλλες περιπτώσεις θα τους "ξίνιζε" όσο και του Μπελογιάννη. Κι έμεινε μόνο μια Μαλβίνα να ξεφωνίζει ανελέητα από τηλεοράσεως (ώσπου «την έπαψε», σύμφωνα με κάποιες κακές γλώσσες) τον «Τάπερμαν», έχοντας βεβαίως ψυχανεμιστεί «τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες».
Ο ίδιος παρουσιάζεται ως ο ορισμός του αδιάφθορου – άντε να το δεχτούμε. Μια κουβέντα δεν είχε να πει για το γεγονός ότι σχεδόν το μισό του υπουργικό συμβούλιο (Τσοχατζόπουλος, Τσουκάτος, Παπαντωνίου, Μαντέλης, Λεονάκης...) είναι σήμερα φυλακισμένοι ή υπόδικοι για μύριες όσες απάτες και σκάνδαλα;
Με αυτά και μ' εκείνα στήθηκα μαύρα μεσάνυχτα μπροστά στο γυαλί, διατηρώντας μια ψευδαίσθηση ότι ΟΚ, θα τα ευλογήσει προφανώς τα γένια του, αλλά δεν μπορεί, ο «σοβαρός», «διαβασμένος», «μετρημένος» Σημίτης που πάντα απέφευγε, λέει, τους λαϊκισμούς θα έκανε, με την άνεση της χρονικής απόστασης και του γεγονότος ότι δεν επιθυμεί πια ανάμειξη στην πολιτική, όπως διαβεβαίωνε, σε μια κάποια αυτοκριτική - στην τελική, όλες οι κυβερνήσεις των δύο προηγούμενων δεκαετιών έχουν βαριές ευθύνες για τα μνημόνια της πτώχευσης. Παραμύθια. Κανένα λάθος δεν βρήκε, καμιά ευθύνη δεν ανέλαβε, σε καμιά απολογία δεν προέβη για το οτιδήποτε. Ούτε και πιέστηκε, άλλωστε - οι δύο (ένας δεν έφτανε, άραγε;) δημοσιογράφοι του Σκάι που έπαιρναν τη συνέντευξη, Τσίμας και Κοσιώνη, απέφυγαν συστηματικά οποιαδήποτε ιδιαίτερα πιεστική ή «ενοχλητική» ερώτηση, το δε μελιστάλαχτο, σχεδόν λάγνο βλέμμα του πρώτου κάθε φορά που του απηύθυνε το λόγο ήταν στα όρια της σεξουαλικής παρενόχλησης. Για να μη φανώ... μεροληπτικός, οφείλω βέβαια να συμπληρώσω ότι δυσκολεύομαι να θυμηθώ οποιαδήποτε συνέντευξη Έλληνα πολιτικού σε οποιοδήποτε εγχώριο κανάλι που να τον «στρίμωξε» πραγματικά διότι από πότε τα πόδια θα σηκωθούν να χτυπήσουν το κεφάλι;
«Εσύ δηλαδή τι θα τον ρώταγες;», προλαβαίνω την ερώτηση. Δεν έχω φυσικά τα χαρίσματα και την αξιοσύνη των εν λόγω τηλεοπτικών συναδέλφων, ιδού όμως κάποιες απορίες που δειλά-δειλά θα διατύπωνα:
α) Δεν είχε άραγε τίποτε να μας πει ο κ. Σημίτης για την επί πρωθυπουργίας του ασκούμενη συστηματική συστημική προπαγάνδα που έσπρωχνε τον κόσμο όλο να επενδύσει – και να τα χάσει – τις οικονομίες του στη χρηματιστηριακή «φούσκα» του '99; Ναι, φυσικά φταίνε και οι «παίχτες», κάποιος όμως τους είχε πριν παντοιοτρόπως πείσει πως το παιχνίδι ήτανε τάχα «μιλημένο», στανταράκι διπλό σαν να λέμε
β)Κάποια έστω φτηνή δικαιολογία για το γεγονός ότι εν γνώσει του στο Χρηματιστήριο τότε παίχτηκαν εν κρυπτώ (και χάθηκαν) ένα σωρό αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, φέρνοντας μερικά άλματα κοντύτερα τη χρεωκοπία τους; Δεν έφταιγε, βλέπετε, μόνο το «όχι» στο νομοσχέδιο Γιαννίτση...
γ) Ο ίδιος παρουσιάζεται ως ο ορισμός του αδιάφθορου – άντε να το δεχτούμε. Μια κουβέντα δεν είχε να πει για το γεγονός ότι σχεδόν το μισό του υπουργικό συμβούλιο (Τσοχατζόπουλος, Τσουκάτος, Παπαντωνίου, Μαντέλης, Νεονάκης...) είναι σήμερα φυλακισμένοι ή υπόδικοι για μύριες όσες απάτες και σκάνδαλα;
δ) Δεν είχε άραγε τίποτα να πει για τα υπερκοστολογημένα Ολυμπιακά έργα και τα μεγαλομανή, ανερμάτιστα, χρηματοβόρα εξοπλιστικά προγράμματα των ημερών του που «τάισαν» ένα σωρό εμπλεκόμενους αλλά που δεν στάθηκαν ικανά να ανταποκριθούν στο ελάχιστο όταν υποτίθεται χρειάστηκε; (υπόθεση Ίμια).
ε) Είχε άραγε ή όχι ηθικές ευθύνες για την προπαγάνδα του ξέφρενου δανεισμού (μόνο... γαμωδάνεια δεν δίνανε τότε οι τράπεζες), για την αναδιανομή πλούτου από την... ανάποδη που επετεύχθη χάρη στη «φούσκα» της (τότε) Σοφοκλέους;
στ) Το ότι μπήκαμε με πλαστά στοιχεία στην ΟΝΕ ωφέλησε τελικά τους εργαζόμενους ή τις κυρίαρχες τάξεις; Και πόσο πιο «χαζές» αποδείχθηκαν χώρες όπως η Δανία που συμμετέχουν μεν στην Ένωση αλλά όχι στο κοινό της νόμισμα;
ζ) Εφόσον ζούσαμε τότε ακόμα το ντοπαρισμένο Greek Dream (που καθόλου δεν φαινόταν να τον χαλούσε) κι όλα τα βασικά μας μοιάζανε λυμένα, δεν θα έπρεπε ένας σοσιαλιστής, οραματιστής και δη εκσυγχρονιστής με περικεφαλαία πρωθυπουργός να είχε προωθήσει δικαιωματικά ζητήματα όπως η ιθαγένεια των μεταναστών, το σύμφωνο συμβίωσης, η αναθεώρηση της αντιναρκωτικής πολιτικής κ.λπ.;
Σε τίποτε από τα παραπάνω δεν αναφέρθηκε, ούτε κάτι από αυτά του ρωτήθηκε. Μόνο στις γενικολογίες, τα ευχολόγια και τον αυτοθαυμασμό διακρίθηκε, δέσμιος πάντοτε της επιμελώς καλλιεργημένης "ιδεατής του εικόνας", καταπώς έλεγε κι η Μαλβίνα. Να πάμε σε εκλογές, να ξεχάσουμε τις εξεταστικές γιατί «παράγουν εχθρότητα», αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι όλο αυτό το προ κρίσης διαπλεκόμενο πολιτικοοικονομικομιντιακό σκηνικό και η κουλτούρα που το παρήγε έπρεπε να είχαν μπει οριστικά αν όχι στα κάγκελα, τουλάχιστον στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας», για να μνημονεύσω μια παλιά καλή παπανδρεϊκή ρήση. Εκτός όμως από την αποτυχία της σημερινής κυβέρνησης να ανταποκριθεί στο ρόλο του «Ελ Σιντ» που με σύσσωμο τον αδικημένο λαό στο πλευρό της θα πετούσε όλον αυτό των «βαρβάρων συρφετό» στη θάλασσα, η χτεσινή εμφάνιση Σημίτη επιβεβαίωνε το δυσοίωνο déjà vu που βιώνουμε τελευταία, τουλάχιστον τηλεοπτικά: Το ίδιο κανάλι που έπαιξε τον «Κινέζο», λίγο νωρίτερα (αλλά και αργότερα!) γέμιζε ώρες ολόκληρες προγράμματος με ένα ριάλιτι της συμφοράς σαν αυτά που κυριαρχούσαν στη μικρή οθόνη τα χρόνια εκείνα (το Survivor με την... σταλινικών σχεδόν ποσοστών τηλεθέαση), ενώ σε κάποιο άλλο ακκίζονταν σελέμπριτις του τότε, θλιβερές φιγούρες του σήμερα (Κωστόπουλος, Καρβέλας). Τυχαίο ή κάτι θέλει να μας πει η τηλεοπτική δημοκρατία μας;
Υπάρχει βέβαια και η άποψη ότι, σωστός ή λάθος, ο Κώστας Σημίτης πίστευε πράγματι σε αυτά που έλεγε. Ότι ήταν όντως συνετός, οραματιστής, αδιάφθορος, ότι φταίγανε για τις κακοτοπιές ο «κακός» λαός, οι «κακοί» συνεργάτες ή η «κακιά στιγμή» (το «κραχ» του '99 ήταν εξάλλου διεθνές). Στην τελική, ποιος άλλος πρωθυπουργός τόλμησε να τα βάλει με την Εκκλησία (υπόθεση ταυτότητες) και να νικήσει; Αλλά βέβαια και το ότι ο Χρήστος Σαρτζετάκης είχε π.χ. σταθεί «ανένδοτος» ως ανακριτής στην υπόθεση της δολοφονίας Λαμπράκη και είχε υποφέρει από τη χούντα γι΄ αυτό, δεν τον έκανε ούτε ακριβώς προοδευτικό, ούτε και τον ιδανικότερο πρόεδρο Δημοκρατίας, όπως θα θυμόμαστε κι από την υπόθεση Χρήστου Ρούσσου – ήταν, λέγεται, η μεταφυσική του σχεδόν εμμονή στο γράμμα του νόμου που τον έκανε «ήρωα» στην υπόθεση Λαμπράκη. Την ίδια εμμονή επεδείκνυε κι ο Σημίτης στον «εκσυγχρονισμό με κάθε κόστος» - αυτό εξηγεί και τον δικό του «ηρωισμό» στην υπόθεση με τις ταυτότητες. Ακόμα όμως κι αν ο ίδιος δεν είχε ευθέως προσωπικές ευθύνες για τα επί των ημερών του διαδραματιζόμενα, μόνο όσοι μηρυκάζουμε σανό μπορούμε να πιστέψουμε ότι δεν γνώριζε, δεν ήξερε, δεν υποψιαζόταν έστω τίποτα από όλα αυτά, ότι δεν ένιωσε έστω κατόπιν εορτής την ανάγκη για μια τόση δα αυτοκριτική, μια τόση δα απολογία. Επέδειξε αντίθετα την ίδια οίηση, τον ίδιο κομπασμό και την ίδια αναισθησία με όλους σχεδόν τους πολιτικούς που έχουν δώσει τηλεοπτικές συνεντεύξεις αλλά και με τους δημοσιογράφους που τους τις πήραν. Και έμεινε εκείνη η παλιακιά λάμπα-πορτατίφ του τηλεοπτικού ντεκόρ να.. καίει τσάμπα, μαζί με τη δική μου που χαζοξενύχτησα...