Ευνουχισμένη ευφυΐα

Ευνουχισμένη ευφυΐα Facebook Twitter
0
Ευνουχισμένη ευφυΐα Facebook Twitter
©Jérémy Combot

Ήταν μοναχοπαίδι. Αυτό το ζευγάρι, πως και πως μετά από δέκα εξωσωματικές επιτέλους απέκτησαν επιτέλους ένα γιο. Και τι δεν είχε περάσει αυτή η γυναίκα για να αποκτήσει ένα παιδάκι. Το ήθελε όσο τίποτα στον κόσμο. Ήρωας και στο σώμα και στη ψυχή!

Δούλευε γραμματέας του προέδρου, σε μια εταιρία από την οποία παραιτήθηκε μετά τις δυο άδειες επαπειλούμενης εγκυμοσύνης και την άδεια γονικής μέριμνας. Δεν ξαναγύρισε στο γραφείο. Είχε άλλη αποστολή τώρα. Να αναθρέψει, να μοσχαναθρέψει το γιο της, το παλικάρι της, τον θησαυρό της, τον πασά της, τον άρχοντά της, τον βασιλιά της, το θεό της. Και το έκανε!

Από μωρό ο Σωτήρης της, ο Σωτηράκης της, ο Σώτος της είχε καταλάβει την αδυναμία που του είχε, είχε αντιληφθεί ότι με το μικρό του μέγεθος μπορούσε να εκβιάσει τους γίγαντες γύρω του, μιας και ειδικά ένας από αυτούς στο παραμικρό του βηχαλάκι, στον παραμικρό αναστεναγμό έτρεχε γρήγορα κοντά του να βαρέσει προσοχή. Έτσι μεγάλωσε!

Μεγαλώνοντας, όταν και μόνο η γκριμάτσα του δεν πετύχαινε την άμεση εκτέλεση της επιθυμίας του, το κλαψούρισμα το πετύχαινε αμέσως. Ό,τι ήθελε το παιδί, γινόταν.

Στο νηπιαγωγείο πήγε και από την πρώτη μέρα, μετά από δύο ώρες, φώναξαν τη μητέρα του να τον πάρει γιατί έκλαιγε απαρηγόρητος σε μια γωνιά και δεν ήθελε κανένα να τον ακουμπήσει.

Από μικρός που ήταν, του άρεσε να είναι σπίτι και να παίζει με τον υπολογιστή. Τον ενοχλούσαν τα άλλα παιδιά και οι φωνές τους. Βαριόταν τα ανόητα παιχνίδια τους και τις σάχλες τους.

Στο δημοτικό λάτρεψε τα μαθηματικά. Αυτά μόνο διάβαζε και έπαιζε με τους υπολογιστές. Νόμιζε ότι όλα στη ζωή είναι μαθηματικά και ότι με υπολογισμούς μπορούσε να λύσει τα πάντα. Έτσι καταλάβαινε τον κόσμο γύρω του, με τις δικές του υπολογιστικές συνάφειες. Ακόμα και η ποίηση, ο ρυθμός, οι ομοιοκαταληξίες αλλά και αργότερα τα αρχαία γίνονταν αντιληπτά από αυτόν μέσω των μαθηματικών. Δεν χρειάζεται να αναφέρω τη φυσική και τη χημεία. Για εκείνον όλος ο κόσμος ήταν μαθηματικά.

Για κορίτσια και χαζοέρωτες ούτε κουβέντα. Του φαίνονταν ανόητα, νευρικά και ατίθασα, με υστερικές στριγκλιές,. Εκείνος χανόταν στα παιχνίδια του υπολογιστή, έπαιζε με διαδικτυακούς άγνωστους φίλους και του άρεσε να τους νικά.

Αυτά που έλεγαν οι ψυχολόγοι για αυτούς που έχαναν την επαφή με την πραγματικότητα παίζοντας υπολογιστή, που ταυτίζονταν με ένα ολόγραμμα που συνήθως κάλυπτε τα κενά τους και ολοκλήρωνε την τέλεια εικόνα που ήθελαν να έχουν για τον εαυτό τους, τα χλεύαζε, του φαίνονταν ανοησίες.

Από μικρός είχε εκείνο το εκβιαστικό κλάμα, σκέτη γκρίνια, επίμονη και κουραστική. Όταν πιεζόταν, όταν είχε πολλή δουλειά, όταν του ζητούσαν να κάνει κάτι ασύμβατο με τις προτιμήσεις του, δηλαδή κάτι πέρα από τα μαθηματικά ή τους υπολογιστές, τότε έβγαζε μικρές κραυγές, σαν να κλαίει, σαν να ζορίζεται και να πεισμώνει, γιατί αναγκαζόταν με κάποιο τρόπο να το διεκπεραιώσει, να ανταπεξέλθει στην απαίτηση. Στα διαγωνίσματα από το Δημοτικό κιόλας σε όλα τα μαθήματα αποστήθισης και στην έκθεση, οι συμμαθητές του τον επανέφεραν σε μια κατάσταση ηρεμίας, ή τουλάχιστον ησυχίας για να μπορέσουν επιτέλους τουλάχιστον να συγκεντρωθούν και να γράψουν και εκείνοι.

«Σταμάτα λίγο επιτέλους! Λίγο σεβασμό! Γράφουμε!». Μ' αυτά και μ'αυτά πέρασε στους Μηχανικούς Υπολογιστών στο Πολυτεχνείο. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν σταθερά οι σπουδές του, τα παιχνίδια στον υπολογιστή, τα προγράμματα, τα blogs, ο προγραμματισμός και τίποτα άλλο. Ούτε η πολιτική, ούτε το σπίτι, ούτε βέβαια οι γυναίκες. Όλες οι ανάγκες του ήταν πλήρως ικανοποιημένες από τη μάνα του. Πάντα καλό φαί, καθαρό ρούχο, ανέσεις στο σπίτι, τι άλλο;

Ο Σώτος ήταν ένα παιδί που γενικά δε δημιουργούσε προβλήματα, για να μην του δημιουργούν και οι άλλοι. Το αντιλαμβανόταν σαν μια σχέση δούναι και λαβείν. Το είχε από μικρός εμπεδώσει ότι με αυτόν τον έμμεσο τρόπο μπορούσε να είναι σε αρμονία ανοχής με τους ανθρώπους γύρω του και το περιβάλλον του.

Περίεργο παιδί, από την κούνια έως το Πανεπιστήμιο και στη δουλειά! Παντού!

Κάθε που πιεζόταν ένιωθε άβολα, ζοριζόταν και όταν συνέβαινε αυτό να πάλι οι άναρθρες κραυγές, σαν γκρίνια μικρού γατιού, σαν κλάμα μωρού σκύλου εγκαταλελειμμένου σε νάιλον σακούλα στα σκουπίδια, κραυγή- κλάμα ειδοποίηση μη και πεθάνει. Το γεγονός αυτό φαινόταν οξύμωρο, τώρα που είχε πια μεγαλώσει και ψηλώσει πολύ. Ήταν λεπτός με μακριά άκρα, μικρό κεφάλι, έγερνε τους ώμους του και προχωρούσε με ένα άγαρμπο περπάτημα, όχι απωθητικό πάντως, καθόλου ελκυστικό. Δεν ήταν πολύ κοινωνικός, καθόλου θα έλεγα. Είχε χαλάσει τα μάτια του από τις ατέλειωτες ώρες στον υπολογιστή. Φόραγε μεγάλα γυαλιά και έμοιαζε λίγο σαν ένα μεγάλο έντομο με μικρό κεφάλι και μεγάλα μάτια. Ήταν πολύ χαρακτηριστικός τύπος, που αν τύχαινε να διασταυρωθεί απότομα το βλέμμα σου με το δικό του, δεν ξέρεις αν ήταν έκπληξη ή φόβος αυτό που πρώτα ένιωθες. Αλλά όχι, σίγουρα είναι ανεξήγητος και ανεξιχνίαστος φόβος, σαν να συναντούσες ένα τέρας, ένα εξωγήινο πλάσμα. Αυτό ακριβώς, ένα περίεργο ον με μακριά άκρα να κρέμονται και ένα σώμα με άχαρη κίνηση.

Είχε παντελή έλλειψη χιούμορ. Και παράξενο, ήταν πολύ ικανοποιημένος που ενώ δεν είχε καν κινητό τηλέφωνο όλοι τον αναζητούσαν για να τους βοηθήσει στους υπολογιστές! Στο σχολείο όλοι οι καθηγητές τον χρειάζονταν στις γιορτές, για τις προβολές στην αίθουσα εκδηλώσεων ή στο διαδραστικό πίνακα, οι συμμαθητές του για την έκδοση της εφημερίδας και για τις προβολές ή για τις δικές τους συναυλίες. Δεν τον είχαν για να τον εκμεταλλεύονται, τον εκτιμούσαν, απλά δεν τον έκαναν παρέα εκτός σχολείου. Αναγνώριζαν την ικανότητά του, αλλά δεν τον ανέχονταν από εκεί και πέρα. Μίλαγε πολύ αργά, έχοντας ένα χαρούμενο ύφος, με κάτι μικρά καλοσυνάτα μάτια.

Σαν φοιτητής ήταν αρεστός στους καθηγητές του, για όλες τις ανάλογες εξυπηρετήσεις, όποτε χρειαζόταν τα φώτα του, εκείνος πάντα πρόθυμος. Η αλήθεια είναι ότι τότε μόνο, είχε την ηρεμία και χανόταν σε μια συμβατή γι' αυτόν «πραγματικότητα». Έτσι σταμάταγε και τους θορύβους. Εκείνο το κλαψούρισμα που τώρα ήταν ένα είδος περίεργης ανάσας, σαν να μην μπορεί να έχει σωστή εκπνοή.

Όλοι οι συμμαθητές, συμφοιτητές, συνάδελφοι είχαν ένα φλερτ, μια κοπέλα και αργότερα μια σύζυγο. Εκείνος τίποτα! Δεν είχε ενδιαφέρον μέχρι την στιγμή που άρχισε να μιλά στο Ίντερνετ με μια κοπέλα που έμοιαζε και αυτή να έχει σχέση με τους υπολογιστές, βασικά ήταν υπολογιστής. Ήταν παίχτης ρομπότ με πολλές άλλες δυνατότητες. Το έπλασε όπως ήθελε εκείνος και δημιούργησε μια «σχέση» μαζί της, καθαρά ιντερνετική. Ήταν όμορφη, πειθήνια και κυρίως δεν μίλαγε πολύ και τον έβρισκε υπέροχο. Δεν είχαν καθημερινή επικοινωνία, αραιά, που και που μέσα στη βδομάδα.

Καλή η «συνεύρεση» με το ολόγραμμα, αλλά όταν πια άκουγε «για το μπόι σου καλή και η ομορφιά σου» άρχισε να υποψιάζεται ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με εκείνον. Ήταν πια 30 χρονών. Η μάνα του σταθερά από πάνω του για τις επιθυμίες του πριν από αυτόν γι' αυτόν. Πολύ κουραστικό! Τον ρωτούσε για όλα! Κάθε πρωί ή και μεσημέρι ή και το βράδυ τα λέγανε μεταξύ τους. Δε μιλάγανε για κοπέλες, δεν τις είχε ανάγκη, μίλαγαν για τη ζωή του εν γένει, την καριέρα του και εκείνη του έλεγε τα κουτσομπολιά, τα οποία έκανε πως άκουγε υπομονετικά. Το περίεργο είναι ότι δεν την απόπαιρνε ποτέ. Ήταν ο σωματοφύλακάς του! Η μόνη σωτηρία του Σωτήρη ήταν οι υπολογιστές. Τομέας άγνωστος στη μητέρα του και σε πολλούς, που όμως μέσα στο πεδίο αυτό εκείνος ένιωθε να είναι ελεύθερος, καταξιωμένος, ήρεμος, χαρούμενος.

Λίγο παιδιάστικη συμπεριφορά. Δεν έδειχνε να ενοχλείται απ' αυτό, αντίθετα του άρεσε κιόλας, μιας και βολευόταν και δε χρειαζόταν να αναλάβει την ευθύνη του. Είχε όψη εφήβου και ούτε το πρόσεχε, ούτε και έδινε καμιά σημασία. Νόμιζε ότι όλοι στην ηλικία του είναι κάπως έτσι. Η ανωριμότητά του ξεχείλιζε από παντού. Η μάνα του όμως, κάποια στιγμή και αφού την πίεσαν και οι φίλες, άρχισε να ανησυχεί και του οργάνωσε ραντεβού με επαγγελματία συνοδό στο σπίτι, την οποία παρουσίασε για δική της φίλη. Ό,τι προέρχεται από τη « μαμά» θα είναι καλό και ούτως ή άλλως δεν αντιδρούσε! Κανονικό Τρούμαν Σόου η ζωή του Σωτήρη.

Έτσι στο σπίτι ήρθε η Αριάνα που κανονικά την έλεγαν Κάτια Βρέμοβιτς, ουκρανή με πολωνικές καταβολές που έμενε στο Καματερό. Έφυγε από το χωριό της για καλύτερη τύχη και έμπλεξε στην Ελλάδα της κρίσης. Με το που ήρθε έμεινε έγκυος και γέννησε τη κόρη της, την Άννα. Ήταν όμορφη και μόνη εύκολη λύση για αυτή ήταν να εκδίδεται. Έμπλεξε όμως ευτυχώς με κύριο, με καλές γνωριμίες και κυκλοφορούσε σε καλά σαλόνια. Εκείνος είχε φροντίσει η μικρή της και μάλλον κόρη του να παραμένει σε ένα ίδρυμα με καλόγριες στην εξοχή, όπου λάμβανε και καλή παιδεία και φροντίδα. Η Κάτια, στο επάγγελμα Αριάνα, πήγαινε τακτικά και την έβλεπε. Μετά από κάποια χρόνια κάποιος αδίστακτος πελάτης την άφησε πάλι έγκυο και εκείνη το γέννησε το παιδί στο σπίτι της. Ούτε φωνή δεν έβγαλε στη γέννα, μην ακουστεί στη γειτονιά. Το παιδί γεννήθηκε νεκρό ή νεκρό το είδε εκείνη όταν το έθαβε στη μεγάλη γλάστρα στο μπαλκόνι της. Ήταν πολύ λεπτή και την εγκυμοσύνη την παρουσίασε ότι απλά πήρε κιλά. Ούτε η κορούλα της τότε πέντε ετών δεν κατάλαβε το έγκλημα. Υποκριτική θεώρηση. Εκείνη δε σκότωσε! Το παιδί γεννήθηκε νεκρό.

Η αποστολή «Σώτος» για την Αριάνα ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Τον προσέγγισε, όπως είχε καθοδηγηθεί από τη μάνα του, καθώς άρχισε να τον ρωτά με τι ασχολείται και άδραξε την ευκαιρία να του κάνει ερωτήσεις μήπως και καταφέρει να ραγίσει, να συγκινήσει τελικά το ανέραστο αυτό πλάσμα.

Είχε συνεννοηθεί με την μητέρα του να παρουσιαστεί ότι ενδιαφέρεται για μαθήματα υπολογιστών και αυτή να φαίνεται ότι πληρώνει, ενώ θα πληρώνεται από τη μάνα με την ώρα. Για αρκετά μαθήματα έδειχνε να ματαιοπονεί. Τι κοντές φούστες φόραγε αποκαλύπτοντας τα υπέροχα λεπτά της πόδια, τι βαθιά ντεκολτέ τονίζοντας τα σιλικονούχα της στήθη, τι να πέφτει πάνω του τυχαία. Τι να του κάνει νάζια. Εκείνος δάσκαλος σοβαρός, βράχος, και χαμηλοβλέπων.

Το παιχνίδι έμοιαζε χαμένο. Με επιμονή όμως, στον ένα μήνα άρχισαν να αστειεύονται λίγο και να γελούν με παρόμοια πράγματα. Το παγόβουνο άρχισε να λιώνει, σκέφτηκε η Αριάνα. Ίσως κιόλας να κατάφερναν τελικά να μάθει εκείνη υπολογιστές και εκείνος να μυηθεί στην τέχνη του έρωτα. Μεγάλη στιγμή, αρχή μιας «φιλίας», που θα κρατούσε μια ζωή. Σε αυτή την εργασία, ως γνωστόν δεν υπάρχουν φιλίες.

Ο Σώτος περίμενε μια φορά στις 10 μέρες την Αριάνα για «μάθημα». Δε μπορούσε να πληρώνει συχνότερα η μητέρα του, έπαιρνε πια μόνο τη δική της μικρή σύνταξη, μιας και ο πατέρας είχε από καιρό αποχωρήσει από τον άρρωστο κόσμο της. Με την Αριάνα, περνούσαν κάποιες ώρες μαζί, πλήρωνε με το μήνα και έφευγε εκείνη για να ξαναέρθει για το επόμενο μάθημα. Ποτέ δεν του φανέρωσε την πραγματική της ταυτότητα και ούτε στοιχεία για το που μένει ή αν έχει οικογένεια, που είχε, δηλαδή είχε μόνο μια κορούλα, ούτε ότι ήταν τσεχοσλοβάκα, χωρισμένη, νοσοκόμα, που για να βγάλει λεφτά, έκανε αυτό το θεάρεστο και πανάρχαιο επάγγελμα, ευτυχώς όχι στο δρόμο, αλλά με ραντεβού, ότι είχε τον κύκλο της, είχε μόνιμους και εξαιρετικούς πελάτες οικογενειάρχες. Καμία αναφορά για τη ζωή της πριν και μετά τις συναντήσεις τους.

Την πλήρωνε πάντα η μητέρα του και η συμφωνία ήταν να του πουλάει τον έρωτα και έτσι εκείνη θα ήταν ήσυχη ότι καμία, μα καμία δεν θα της αποσπούσε τον κανακάρη της, και ούτε θα τον έκανε να βελάζει στις δυσκολίες. Τα είχε όλα ρυθμίσει.

Η συνήθεια αυτή τον ξαναβόλεψε τον Σώτο και δεν έβρισκε και λόγο να έχει άλλη σχέση, αφού με την κοπέλα αυτή, αν και μεγαλύτερή του, είχαν τακτικές συναντήσεις και καμία φθορά, ούτε καυγάδες, δεν έβγαιναν έξω, δεν έκανε έξοδα εκείνος, δεν είχε το νου του για τέτοια. Καμιά φορά η μάνα του έπαιρνε κανένα φτηνό δωράκι για να της το δώσει εκείνος, ένα λουλούδι, ένα φτηνό faux bijou, έτσι για να θολώσει τα νερά, δήθεν αγάπη και σχέση. Ακραία συμπεριφορά, όταν πήγαινε στο Φαρμακείο του έπαιρνε ακόμα και τα προφυλακτικά και του τα έδινε με την υπόδειξη να προσέχει μη και κολλήσει καμιά ασθένεια. Κατά τα άλλα έκανε την ανήξερη. Τι να καταλάβει ο Σώτος, που είχε πια φτάσει πενήντα χρονών, δούλευε σε εταιρεία, έμενε με τη μάνα του, της έδινε λεφτά για βοήθεια στο σπίτι, και εκείνη τα έδινε στην Αριάνα, για να την βατεύει ο γιος της. Μην πάθει κάτι το παιδί!

Σε μια φυλακή όλοι! Η μάνα, που νόμιζε και έτσι έγινε, πως θα κάνει το γιο, για να τον έχει για μια ζωή, μέχρι εκείνη να πεθάνει ήσυχη. Ο άφιλος, ανέραστος, αχώνευτος, ξενέρωτος, ευνουχισμένος Σώτος να νομίζει ότι έχει μια σχέση δέκα χρόνια, με μια γυναίκα που ποτέ δε γνώρισε, που δεν πήγαν ποτέ εκδρομή μαζί, που δεν είδε ποτέ που μένει και το περίεργο δεν είχε καν την απορία να μάθει, που δεν ζήλεψε ποτέ γιατί του ήταν άγνωστο συναίσθημα αυτό, που όμως δεν αγάπησε και ποτέ κανέναν, μπορεί ούτε και τη μητέρα του. Στην κηδεία της η Αριάνα έκλαιγε πιο πολύ από τον γιο της, μιας και έχανε την τακτική της εργοδότρια. Τώρα έπρεπε να βρει τρόπο να «χωρίσει» τον Σώτο ή να του αποκαλύψει την αλήθεια, μήπως και συνεχίσει εκείνος να πληρώνει. Συνέχισε να τον συναντά κάποιες φορές μετά το θάνατο της μάνας του, μιας και η τελευταία, όταν αρρώστησε της έδωσε παραπάνω λεφτά για να καλύψει τη μετάβαση μετά το θάνατό της μέχρι τη στιγμή που θα τα εύρισκε εκείνη με τον Σώτο για να την πληρώνει. Και τώρα πώς να του το φέρει; Τι να του πει; Σκέφτηκε απλά να αρχίσει να ξεκόβει, δήθεν με καυγάδες και διαφωνίες, μα αυτό δεν άγγιζε τον Σώτο, ειδικά τώρα, που είχε χάσει τη μητέρα του, ένιωθε λίγο το χαλάκι να έχει φύγει κάτω από τα πόδια του και δεν έβρισκε το λόγο να χάσει και την Αριάνα. Αν και προσπάθησε και στο τέλος να το παίξει «χωρίζουμε γιατί δεν συνεννοούμαστε», όπως ήταν το συμβόλαιο της, κάποια στιγμή αποφάσισε να μην ξαναπάει. Δεν ήξερε τίποτα για εκείνη, δεν ήξερε ποια ήταν, δεν της είχε καν ζητήσει το τηλέφωνό της τόσο καιρό, δεν του χρειαζόταν μιας και είχαν σταθερό ραντεβού ακόμα και μετά που σταμάτησαν δήθεν τα μαθήματα, αλλά συνέχιζαν σε «σχέση».

Όταν στο πρώτο ραντεβού δεν ήρθε, φαντάστηκε ότι κάτι θα της έτυχε. Δεν σκέφτηκε κάτι κακό. Δεν πήγε και στο δεύτερο και ένιωσε κάπως άβολα , αλλά και πάλι δε μπορούσε να φανταστεί ότι δεν θα ξαναρχόταν ποτέ.

Με λίγα λόγια η Αριάνα δε ξαναήρθε και εκείνος τότε άρχισε να νιώθει την ορφάνια, την ερημιά, τον ευνουχισμό. Κάτι δεν του πήγαινε καλά, αλλά δε μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς. Που να πάει να την αναζητήσει; Του έλειπε η συνήθεια και όχι η αγάπη! Δεν ένιωθε αγάπη για κανέναν. Σκέφτηκε ότι το μόνο στοιχείο, που είχε για εκείνη ήταν η ηλεκτρονική διεύθυνση που της είχε φτιάξει, τότε που της μάθαινε υπολογιστές. Της έστειλε απανωτά μηνύματα και στο Facebook στο προφίλ αυτό, που εκείνη δεν είχε ανεβάσει τίποτε, ούτε μια φωτογραφία, ούτε ένα στοιχείο της για τον απλούστερο λόγο, ότι δεν ήταν αυτό το προφίλ που χρησιμοποιούσε. Απάντηση καμία.

Έβλεπε ξαφνικά ότι υπήρχαν σκοτεινές στιγμές μέσα στην ημέρα, ότι το μυαλό του σκοτείνιαζε και δεν είχε κανέναν να μιλήσει, ούτε και είχε καταλάβει ότι αυτό του ήταν απαραίτητο, γιατί ποτέ δεν το αποζήτησε. Τώρα όμως χωρίς μάνα, χωρίς την Αριάνα, χωρίς, ούτε έναν φίλο, ούτε τα τέρατα δεν επιβιώνουν έτσι. Άρχισε να το καταλαβαίνει. Απομόνωση που τον τρέλαινε. Άρχισε να νιώθει την αλυσίδα στο λαιμό να τον πνίγει. Ζούσε μέσα στο σκοτάδι και όταν δεν δούλευε επιδίωκε να κοιμάται. Ούτε ένας φίλος να πιει ένα κρασί, κάποιος με τον οποίο να συζητήσει. Και τι να συζητήσει; Δεν είχε κανένα ενδιαφέρον, δε διάβαζε βιβλία, δεν έβλεπε ταινίες, δεν τον ενδιέφεραν τα σχόλια των άλλων, δεν τον ενδιέφερε το ποδόσφαιρο, ούτε και η πολιτική, δεν έβλεπε τηλεόραση. Μόνο με την Αριάνα μπορούσε να συνεννοηθεί. Συναντιόντουσαν, συνευρισκόντουσαν και μετά όλα μια χαρά, έπαιρνε κέφι για ζωή για κάποιες μέρες, τώρα; Η εκκλησία δε μπορούσε να του δώσει παρηγοριά, γιατί μόνο στην επιστήμη αναγνώριζε το φως για τη ζωή όλων και δεν πίστευε σε θεούς και δαίμονες. Σπατάλησε τη ζωή του, δεν έκανε ούτε έναν δεσμό και δεν ξέρει και πως να τον κάνει, είτε με άντρα, είτε με γυναίκα. Τώρα όσοι τον γνωρίζουν θα τον έχουν καταχωρήσει στους περίεργους, ακοινώνητους και στριμμένους.

Μια μέρα εκεί στο Σύνταγμα όπως προχωρούσε πέφτει πάνω στην Αριάνα, εκείνη μαζί με ένα όμορφο νεαρό κορίτσι, που της έμοιαζε. Στήθηκε μπροστά της « Αριάνα! Τι κάνεις; Γιατί χάθηκες;» Εκείνη θα ήθελε να τον είχε αποφύγει γιατί βρέθηκε σε τρομερά δύσκολη θέση και δεν ήθελε να πει και πολλά μπροστά στο παιδί. Δεν τα κατάφερε. Ένιωσε πρώτη φορά φόβο έτσι που τον είδε. Του έκλεισε ραντεβού για να του τα εξηγήσει όλα την επόμενη κιόλας μέρα στο Public του Συντάγματος.

Ο Σώτος δεν κοιμήθηκε καθόλου εκείνο το βράδυ. Αδημονούσε να τη δει και να καταλάβει το συμβαίνει. Ετοιμάστηκε, παρφουμαρίστηκε, ντύθηκε γαμπρός, για να συναντήσει την Αριάνα. Δε την αγαπά. Δε γνώρισε την αγάπη. Δεν ερωτεύτηκε ποτέ, δεν φλέρταρε σαν έφηβος, σαν ενήλικος.

Δεν ένιωθε να του λείπει κάτι μέχρι την ώρα της αποχής, μετά από τόσα χρόνια γνωριμίας. Στην αρχή νόμιζε ότι ήταν μια συνήθεια, μετά όμως για πρώτη φορά στη ζωή του, άρχισε να νιώθει, να νιώθει τη χαμένη ευτυχία, την αδικημένη του φύση, τα θυσιασμένα σαν την Ιφιγένεια ορμέμφυτά του.

Περπατούσε άσκοπα στο δρόμο. Σταμάτησε σε μια παιδική χαρά και κοίταζε επίμονα ένα ζευγάρι εφήβων που μάλλον έκαναν κοπάνα από το σχολείο. Κάθονταν στην τσουλήθρα, ο νεαρός και πάνω του η κοπέλα. Φιλιόντουσαν τρυφερά και γέλαγαν. Έμεινε εκεί να τους κοιτά μέχρι που τον αντιλήφθηκαν και σηκώθηκαν να φύγουν. Φαντάστηκε ότι τον πέρασαν για κανέναν ανώμαλο και μελαγχολικά απομακρύνθηκε. Στο Public εκεί που την περίμενε έβλεπε άλλα ζευγάρια, έφηβους, φοιτητές, ενήλικες με διαφορετικές συμπεριφορές, άλλοι ευτυχισμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, άλλοι σε χαριτωμένες διαφωνίες και τρυφερά πειράγματα, άλλοι μεγαλύτεροι να πίνουν τρυφερά ένα ποτήρι κρασί. Πρώτη φορά πρόσεχε τον κόσμο γύρω του. Πολύ περίεργο. Περιμένοντας άκουγε τους Joy Division «Love will tear us apart again» και έκανε σκέψεις ότι αυτό είναι ένα σημάδι, ότι κάτι θα αλλάξει. Η Αριάνα ήρθε όπως είχε υποσχεθεί, όχι μόνο γιατί θα είχε πάλι έναν ακόμα πελάτη, αλλά γιατί το όφειλε και στη μάνα του. Με το μισθό που της έκοβε μεγάλωσε το παιδί της.

Ο Σώτος της εξήγησε ότι θα ήθελε να βρίσκονται, όπως παλιά, να έρθει να μείνει μαζί του. Το πρόσωπό του ήταν ενός άγουρου αγοριού, που ήταν έτοιμο να κλάψει.

Του χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά και τον φίλησε στο μάγουλο. Του πρότεινε να πάνε σε κοντινό ξενοδοχείο, την ώρα που ακουγόταν στο καφέ το «Boys don't cry» των Cure. Σκέφτηκε να την εξομολογηθεί την αγάπη του και για λίγο αναθάρρησε.

«I would tell you

That I loved you

If I thought that you would stay

But I know that it's no use

That you've...»

Πήγαν εκεί προς το Μοναστηράκι σε μια μικρή πανσιόν, τα ήξερε τα κατατόπια εκείνη. Την ώρα που έφταναν στη ρεσεψιόν ακουγόταν το «Killing 2an arab» των Cure τραγούδι βασισμένο πάνω στο μυθιστόρημα «L'étranger» του Καμύ. «I'm alive

I'm dead

I'm the stranger

Killing an Arab»

Σύμπτωση σκέφτηκε ο Σώτος. Μετά τη συνεύρεση ο Σωτήρης αποκαλύφθηκε. «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα!» Εκείνη ταράχτηκε γιατί είδε ότι το έλεγε σοβαρά. « Πλάκα μου κάνεις; Υπερβάλλεις!» « Άκου Αριάνα έχασα πολλά και τώρα ήρθε η ώρα να τα πάρω πίσω!» «Σώτο μου, ο χρόνος δε γυρνά πίσω, κοίτα από εδώ και μπρος!» του μίλησε σα μάνα. Έμειναν εκεί τρυφερά και εκείνος της ζήτησε να παντρευτούν. Η Αριάνα γέλασε κάπως δυνατά. « Ήρθε η ώρα να μάθεις την αλήθεια. Είμαι συνοδός σου, εδώ και χρόνια, η μητέρα σου με προσέλαβε, οπότε αν θες να συνεχίσουμε θα πρέπει να αναλάβεις εσύ να με πληρώνεις.»

Είχε μείνει άφωνος. Όλα κατέρρευσαν. Όλα αυτά τα χρόνια ανήκε σε μια προστατευτική μάνα, που του νοίκιαζε μια πλαστική κούκλα για να τον απασχολεί. « Δε με ξέρεις καν! Δεν ξέρεις ούτε πως με λένε!» « Δε σε λένε Αριάνα; Πως σε λένε;» Εκείνη δεν απαντούσε. «Πες μου! Πρέπει να ξέρω πως λέγεται αυτή που με κορόιδευε.» Ένιωσε μαριονέτα, κουρδιστό αρκουδάκι, αυτόν που όλοι τον περιγελούν, τώρα τον περιγελά και η γυναίκα, που φαίνεται να έχει αγαπήσει.

Δεν του αποκάλυπτε ποια είναι. Τότε αυτός της πρότεινε να την πληρώσει και για άλλη μια τελευταία φορά. Εκείνη δέχτηκε. Αυτή τη φορά ήταν βίαιος και τη ρώταγε το όνομά της και καθώς εκείνη δεν μιλούσε τη χτύπησε και μετά την ώρα που τελείωνε, πήρε ένα μαξιλάρι και της το κράτησε με δύναμη στο πρόσωπο σα νέος Οθέλλος με την αμαρτωλή Δεισδαιμόνα. Το σώμα της ταράχτηκε, έκανε απεγνωσμένες κινήσεις με τα χέρια της για να απελευθερωθεί, να πάρει μια μικρή έστω ανάσα ως τη στιγμή που πια παραδόθηκε και ξεψύχησε. Το πρόσωπό της είχε αυτή την έκφραση , που έχει το δικό του όταν δυσκολεύεται σε κάτι. Είδε τον εαυτό του σαν σε καθρέφτη.

Εκείνος πιο άδειος από ποτέ, χωρίς καν να αναγνωρίζει τον εαυτό του, άρχισε να χάνεται σε θολές σκέψεις. Προς στιγμή σκέφτηκε να βάλει τέλος στη ζωή του. Δεν είχε το θάρρος.

Βγήκε από την πανσιόν. Δεν πλήρωσε καν. Ξεχύθηκε στους δρόμους, τρελός, κατεστραμμένος, απελπισμένος. Καμία σωτηρία για αυτόν! Όλα είχαν προβλεφθεί. Γεννήθηκε νεκρός με τη δέκατη εξωσωματική, για να θαφτεί σε μια γλάστρα, για να πνιγεί στο αίμα σε μια μισθωμένη μήτρα. Θα τον εύρισκαν. Εκείνος δε ξαναγύρισε πουθενά, περίμενε να πάρει άλλος την ευθύνη, ήταν ένα άγουρο αγόρι ακόμα... 

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ