Ποιος παράδεισος; Ο παράδεισος που βρήκαμε, ο παράδεισος που χαθήκαμε, ο παράδεισος που ψάχνουμε ακόμα.
Ο παράδεισος που κάποτε βρήκαμε μύριζε θάλασσα, είχε γεύση αρμύρας και φυσούσε πολύ. Εκεί στήσαμε το σπιτικό μας. Η ομπρέλα ήταν η στέγη, η ψάθα το μωσαϊκό μας, μια πέτρα το τραπέζι που φάγαμε το γεύμα μας: φρέσκο ψωμί, φέτα και καρπούζι. Παράθυρα δεν υπήρχαν, το σπίτι μας ήταν διαμπερές, ευάερο, ευήλιο και με θέα θάλασσα.
Αυλή δεν μας έλειπε. Είχαμε όλη την ακτή δικιά μας.
Τουλάχιστον έτσι νιώθαμε. Τα χέρια μας τα μπήγαμε μέσα στην άμμο βαθιά, μέχρι να βρούμε νερό, σαν γνήσιοι εργάτες της ύλης. Με τα πόδια μας, συγκρατούσαμε τα σπουδαία έργα υποδομής που λαξεύαμε δίπλα στο κύμα. Μια πισίνα για δύο, ίσα ίσα να χοράει τα σώματα ξαπλωμένα.
Μέχρι να καούμε από τον ήλιο και το δέρμα μας αλλάξει όψη, είχαμε ξαναβουτήξει στην θάλασσα, κάμποσες φορές. Ούτε που θυμάμαι πόσες.
Αυτό που σίγουρα θυμάμαι, είναι ο γλυκός ύπνος, πάνω στην άμμο. Σκιά στο κεφάλι μας, έκανε ένα δέντρο, κουβέρτα μας ήταν ο ήλιος. Το δυνατό αεράκι μας νανούριζε, ενώ σιγοτραγουδούσε.
Στο όνειρο, πρωτού ξυπνήσω θυμάμαι να λερώνω τα χέρια μου με σάρκα από το φρεσκοτηγανισμένο ψάρι, τις γλυκές πατάτες και το τσίπουρο. Όλα αυτά, στο διπλανό ταβερνάκι που καθόμασταν ξυπόλητοι, φορούσαμε μαγιό, ο σερβιτόρος έπερνε ακόμα παραγγελία με χαρτί και στυλό, η μαγείρισα ήταν παχουλή με μεγάλη ποδιά, συγκηνιτικά ευγενική.
Αν ο παράδεισος αυτός ήταν μελωδία, θα ήταν το δίχτυ.
Στον παράδεισο που χαθήκαμε, ήμασταν γεμάτοι αναμνήσεις. Άσχημες, μικρές, μεγάλες, γλυκές, πικρές, νοσταλγικές, ικανές να σε κάνουν να κλάψεις. Ήταν όλες αναμνήσεις.
Οι αναμνήσεις είχαν στόμα και μιλούσαν, ξέραν γλώσσες πολλές, αγγλικά-γαλλικά-ιταλικά, ήταν κομψές ή και όχι τόσο, φορούσαν καπέλα καλοκαιρινά ή ζεστά πουλόβερ, πίναν τσάι ή ούζο, παίζαν τάβλι ή ρακέτες.
Ήσουν και εσύ εκεί, μέσα στις αναμνήσεις, που με πήγαινες βόλτα όταν ήμουν μικρός με το καρότσι ή που με πρόσεχες το καλοκαίρι, όταν οι γονείς μου δούλευαν. Ή τότε που είχες χαρεί τόσο, όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο ή όταν κρυφά σου 'φερνα γλυκά επειδή είχες ζάχαρο.
Αν υπάρχεις ακόμα, -που το ξέρω οτι υπάρχεις-, νομίζω είσαι ένα κατακίτρινο καναρίνι, σαν αυτά που τόσο αγαπούσες.
Ο παράδεισος αυτός, δεν ήταν ένας ατέρμονος λαβύρινθος, ή ένα συνεχές παιχνίδι σκέψεων. Είχε έξοδο και μάλιστα με φωτεινή επιγραφή που έλεγε E X I T, ικανή να σε τυφλώσει και να σου υπενθυμίσει ότι η έξοδος βρίσκεται εκεί, σε περιμένει να την διαβείς, έτσι ώστε να γνωρίσεις και άλλα μονοπάτια, πιο συναρπαστικές διαδρομές, εναλλακτικές διόδους.
Αν ο παράδεισος αυτός είχε φωνή, θα ήταν η δικιά σου.
Ο παράδεισος που ψάχνουμε ακόμα, δεν υπάρχει, ποτέ δεν υπήρξε, δεν ξέρω κάν αν θα υπάρξει. Είμαι σίγουρος όμως, ότι θα κάνω τα πάντα για να τον βρω.
Εκεί θα είμαι ελεύθερος να φωνάξω, να κλάψω, να χορέψω για μέρες και νύχτες ολόκληρες. Εκεί θα μπορώ να παραγγείλω τον καφέ μου, με πολύ γάλα και ζάχαρη, χωρίς να ντρέπομαι να το ζητήσω. Ο παράδεισος αυτός θα είναι γεμάτος ζεστές φλοκάτες που θα ξαπλώνουμε τον χειμώνα και θα διαβάζουμε βιβλία. Το καλοκαίρι πάλι θα χει χρώμα λευκό και μπλε, πλοία και ξερονήσια. Το εντομοαπωθητικό μου θα είσαι εσύ.
Ο παράδεισος αυτός θα έχει κάτι από παρελθόντα χρόνο, χωρίς αμφιβολία. Αναμνήσεις θερμές, πιθανόν καλοκαιρινές, ικανές να ζεστάνουν τα κρύα χειμωνιάτικα βράδια και να απαλήνουν τον πόνο από πικρές σκέψεις. Αθεράπευτα ρομαντικός, θα ήθελα ο παράδεισος αυτός να έχει μυρωδιά παλιάς γυναικείας κολώνιας και μαζί με τον καφέ να σερβίρεται, γλυκό του κουταλιού –κυδώνι-.
Αν ο παράδεισος αυτός ήταν ταινία, θα την είχε σκηνοθετήσει ο Wes Anderson και θα είχε τίτλο Super Paradise.