Ήμασταν κάποτε μικροί και το θυμόμαστε πλέον ως κάτι μακρινό και απόμακρο. Γιατί όντως είναι. Δεν είμαστε πια εκείνα τα πιτσιρίκια που έτρεχαν, έπαιζαν, γελούσαν και έκλαιγαν μόνο όταν έπεφταν ή δεχόταν κάποια επίπληξη από γονείς ή από κάποιον μεγαλύτερο. Τώρα μεγαλώνουμε και κλαίμε πολύ συχνότερα. Και αντιστοίχως γελάμε λιγότερο. Ποιος μπορεί να το αρνηθεί; Μεγαλώνουμε. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό. Ένα βήμα παραπέρα. Στον χρόνο, στην εμπειρία, στη ζωή.
Αγνοώ εάν η διαδικασία του «μεγαλώματος» είναι μια διαδικασία μια και μοναδική ως ιδέα ή έννοια, πάντως είμαι πεπεισμένη πως δεν είναι μια διαδικασία μονοδιάστατη, πανομοιότυπη και δεδομένη για όλους. Ούτε απαραιτήτως αποδεκτή ή συνειδητή.
Ξυπνάς και δεν είσαι πια παιδί. Έχασες, όσο κι αν αρνείσαι να το παραδεχτείς, λίγη ή πολλή από την παιδικότητα, την ανεμελιά, την ειλικρίνεια και την ικανότητα να ονειρεύεσαι δίχως συστολές και εκλογικεύσεις.
Ξυπνάς και δεν είσαι πια παιδί. Ανήκεις πλέον σε εκείνους που κάποτε θεωρούσες «μεγάλους». Είσαι «μεγάλος» πια ή καλύτερα κάπως «μεγάλος». Ξέρεις, μπορείς να σε προστατεύεις από ενδεχόμενους κινδύνους. Να σταθείς στα πόδια σου, να πληγωθείς και έπειτα να λυτρωθείς, να παλέψεις, να νικήσεις και να νικηθείς και να είσαι πρόθυμος και ικανός να διαχειριστείς και την ήττα και την νίκη σου. Ξέρεις και μπορείς να τα κάνεις όλα αυτά. Θέλεις να μπορείς, γιατί έχεις ανάγκη να μπορείς. Να μπορείς να νικήσεις σε αυτό το παιχνίδι που λέγεται ζωή.
Ξυπνάς και δεν είσαι πια παιδί. Μπορεί να εύχεσαι να ήσουν, όμως δεν είσαι πια. Και η συνειδητοποίηση της μη παιδικής σου πλέον υπόστασης ή καλύτερα της λήξης αυτής σε άλλους έρχεται κλιμακωτά, μέρα με τη μέρα, σε άλλους απότομα. Σε άλλους πάλι δεν έρχεται ποτέ. Της έκλεισαν ασυνείδητα ή οικειοθελώς την πόρτα. Ποιος ξέρει πως, ποιος ξέρει γιατί.
Ξυπνάς και δεν είσαι πια παιδί. Ο καθρέπτης σού δείχνει δίχως περιστροφές και περιττούς εξωραϊσμούς πως μεγάλωσες. Είτε στο είδωλο απέναντί σου είναι ένας ηλικιωμένος/η, είτε ένας μεσήλικας,, είτε ακόμη ένας νέος/ μία νέα είκοσι χρονών. Σε κάθε περίπτωση δεν είσαι πια παιδί. Και αυτό που τελικά έχει σημασία, δεν είναι τόσο αυτό που απεικονίζεται στον καθρέπτη, αλλά πως εσύ αντιλαμβάνεσαι το απεικονιζόμενο κι αν αυτό είναι ευτυχισμένο ή αν εσύ το θεωρείς ευτυχισμένο. Και μιας και η ευτυχία λογίζεται ως ένα κάπως απρόσιτο συναίσθημα ή κατάσταση, σκέφτεσαι και αναρωτιέσαι εάν είσαι έστω χαρούμενος. Και η προσέγγιση της χαράς και της ευτυχίας είναι άμεσα συνυφασμένη με την διαδικασία του μεγαλώματος. Με την ποιότητά της, τις εμπειρίες που σου προσέφερε και την επιρροή που εσύ ο ίδιος της επέτρεψες, αν της επέτρεψες, να ασκήσει επάνω σου. Βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την κάθε μέρα που ζεις, νιώθεις, αισθάνεσαι και πράττεις και τελικά μεγαλώνεις. Με τον δικό σου μοναδικό και ξεχωριστό τρόπο, σωστό ή λάθος, κανείς δεν μπορεί να κρίνει.
Ξυπνάς και δεν είσαι πια παιδί. Και εκεί μπροστά στον καθρέπτη αναρωτιέσαι τι ήσουν, τι ήθελες, πως εξελίχθηκες, τι κατάφερες να κάνεις και τελικώς τι κατάφερες να γίνεις. Σκέφτεσαι εάν εκείνο το μικρό παιδάκι, που περήφανο και σίγουρο δήλωνε κατά καιρούς σε κάποια παρέα φίλων ή ενώπιον των γονιών «εγώ όταν μεγαλώσω θα...» κατάφερε εν τέλει να πραγματοποιήσει όλα εκείνα τα όνειρα και να εκπληρώσει εκείνα τα παιδικά ειπωμένα «θα».
Ξυπνάς και δεν είσαι πια παιδί. Έχασες, όσο κι αν αρνείσαι να το παραδεχτείς, λίγη ή πολλή από την παιδικότητα, την ανεμελιά, την ειλικρίνεια και την ικανότητα να ονειρεύεσαι δίχως συστολές και εκλογικεύσεις. Και ενδεχομένως να έχασες και κάτι από τα συναισθήματά σου. Έχω την τάση να πιστεύω πως η έννοια του συναισθήματος «μετριέται» τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά. Καμία φορά μεγαλώνεις και ασυνείδητα μεταβάλλεις το ποιόν των συναισθημάτων σου. Ίσως να λησμονείς με την πάροδο του χρόνου ορισμένα συναισθήματα που προσιδιάζουν σε μια πιο παιδική ηλικία και τώρα πλέον φαντάζουν παιδιάστικα. Ταυτόχρονα όμως ενδεχομένως να έχεις πάψει να βιώνεις τα συναισθήματα, τα όποια συναισθήματα με την ίδια ένταση και πάθος. Δεν γνωρίζω εάν αυτό αποτελεί δείγμα ή απόδειξη ωριμότητας ή χαμένης αθωότητας ή ενός συγκερασμού αυτών. Δεν γνωρίζω εάν αυτό είναι μεμπτό ή ωφέλιμο και «βολικό». Άλλωστε η ζωή, οι άνθρωποι και η ψυχολογική επιβίωση είναι τόσο περίπλοκα για να μπορούν να ερμηνευθούν ή να κριθούν πλήρως, ορθώς, απολύτως και επαρκώς.
Ξυπνάς και δεν είσαι πια παιδί. Αγγίξεις το πρόσωπό σου κι αν το δάχτυλο σου τύχει να αγγίξει κάποια ρυτίδα νομίζεις πως έχασες ή απέτυχες επειδή δήθεν ο χρόνος σε προσπέρασε και εσύ δεν κατόρθωσες να γίνεις ευτυχισμένος. Και νομίζεις πως το παιχνίδι έληξε. Κι αν τα χέρια σου αγγίξουν νεανικά και σφριγηλά μάγουλα, νομίζεις πως είσαι παντοδύναμος και αιώνιος, ίσως και αθάνατος. Και ποιος μπορεί να εγγυηθεί πως δεν θα επαναπαυτείς;
Ξυπνάς και δεν είσαι πια παιδί. Και τότε είναι που ξάφνου συνειδητοποιείς πως δεν είσαι ούτε μεγάλος, όσα χρόνια κι αν βαραίνουν την πλάτη σου. Για το να μεγαλώνεις είναι μια συνεχής, αδιάκοπη διαδικασία, όσο έμπειρος και ώριμος κι αν είσαι.Γιατί δεν θα είσαι ποτέ μεγάλος. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλώσαμε. Παρά μονάχα μεγαλώνουμε.
Μ. Γκ.
σχόλια