13.9.2012 | 13:34
Ανάμεσα ξανά, ανάμεσα!
Αν δεν σου λείψει ένα κομμάτι γης, όνειρα μην περιμένεις, έλεγε και ξανάλεγε μια κάποια φωνή, τώρα σιμά, πολύ σιμά μου, να μου θυμίσει έλατα και δυόσμους, να με γυρίσει στα περασμένα, μια δω μια εκεί, πάντα ανάμεσα ποτέ ολόκληρος στη μια την άκρη. Σάστισα αλήθεια εμπρός στην πιο σκληρή αλήθεια, εκείνη που σου σκουπίζει τα μάτια, θέλοντας και μη, εκείνη που σε γυρνάει στα χρόνια τα αθώα, εκείνη που δεν λογαριάζει από βλακείες και μάχες για τις μάχες, με άλλα λόγια φίλε μου, να ζούμε για να ζούμε. Άστατα λόγια, το ξέρω, ειπωμένα ξανά, κι αυτό το ξέρω, λοιπόν, θα μου πεις και πάλι ο καθείς και η μοίρα του, θα μου πεις ο καθείς και ο Θεός του, πάρεξ κι αν ορισμένοι άνθρωποι δεν κουβαλάν μήτε Θεό, μήτε και διαόλους. Αστείες που είναι ορισμένες συμπτώσεις, όταν αίφνης πας να λογαριάσεις τα αλογάριαστα και σου ξημερώνει ένα παιδί με βλέμμα σκοτεινό και χέρια παραιτημένα, ναι εγώ έτσι τιθασεύομαι, αρπάζομαι καμιά φορά - αν θες κι από μια παιδιάστικη διάθεση - από τους άλλους να με βρω, να δω σε ποια λογική χωράω, ανάμεσα σε ευτέλειες και σε ιδανικά, μια με τράβαγαν οι μεν, μια οι δε μου δένανε τα χέρια, ποτέ δεν σκάμπασα, ποτέ δεν αφέθηκα, ποτέ εγώ δεν πήγα γυρεύοντας το κεφάλι μου να φάω, κι ας νόμισες εσύ πως μια μια τις ήττες μου τις φόρεσα, μονός εχθρός ως φάνηκε εγώ κι ο εαυτός μου, αφού καμωμένος στα κρίνα και στις υψηλές τις τάσεις εν τέλει συντηρούμαι. Κλέφτης γραμμάτων ναι, όχι όμως κλέφτης ονείρων, χρόνια τώρα φωνάζω, πρόσεχε από που θα σου βγει το ψέμα, εκείνο που λογάριαζες για υπέρμετρη αλήθεια, πρώτος εγώ το έμαθα, σφύριξα μια δυο σε σένανε κι εσύ λίγο να στέρξεις, κάτι λίγους χαρταετούς και κάτι λίγες τρικυμίες. Ναι, εκεί που οι ώρες ανθίζουν ηλιοτρόπια, κάλλιο μ' ένα χέρι ψεύτικο, παρά με δίχως χέρι. Παράπεσαν οι άνθρωποι σε μιαν υστερική αλήθεια, πως τάχα οι άλλοι φταίξανε, ποτέ εμείς οι ίδιοι, κι όμως εγώ την αρνούμαι τέτοια υστερόβουλη πλάνη, αφού σε καιρό που σε δοκίμασα το έστρεψες το βλέμμα, τάχα πως δεν κάτεχες κι εσύ από ιδανικές ιστορίες, πνιγμένος στα στερεότυπα, στα ρημάδια τα καλούπια, πάρε την απόφαση και τρέχα για την ύστατη τη μάχη, μήπως και θάλλουν τα άγονα, τα στέρφα τα κηπάκια σου, τα κατάξερα απ' τους πολλούς τους επιπόλαιους θανάτους, αδερφέ μου, μην χολοσκάς, αργά ή γρήγορα σου 'ρχεται πάντοτε εκείνη η ώρα. Είτε με απάτησες, είτε με αποθέωσες, το Κρίμα είναι δικό σου, αν χαράχτηκες γενναιόδωρα λουλούδια απ' τα σπλάχνα μου θα δρέψω, αν αλλιώς περπάτησες, ορίστε τα δεκανίκια μου να έχεις να πηγαίνεις. Λάλισα πολλές φορές σε γλώσσα αφτιασίδωτη, εγώ να ξέρω που πηγαίνω, παρακαταθήκες για ένα μέλλον ανίδεο, που πλευρίζει την καρδιά μου, με ένα παλτό και δυο μπότες λερωμένες, να μου λένε και πάλι προχώρα τον το δρόμο που ξεκινά η καρδιά σου. Αυτή τη φορά δεν κινώ για μάχη, μήτε για πόλεμο, μήτε και πάλι για μια θυσία, αυτή τη φορά δεν θα λαθέψω, ούτε θα σκύψω το κεφάλι, ούτε θα πω τα ίδια, αυτή τη φορά δεν θα γελάσω, μήτε θα πικραθώ, μήτε θα ζήσω και πολλές πολλές συγκινήσεις, φίλε μου, καλέ μου φίλε. Ετούτη τη φορά θα κάθομαι αντίκρυ σου και απλώς θα σε κοιτάζω.