Η συζήτηση με τον ομότιμο καθηγητή Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Αλέξη Πολίτη για το βιβλίο του με τίτλο Η ρομαντική λογοτεχνία στο εθνικό κράτος 1830-1880: Ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, πνευματική κίνηση, αναγνώστες που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης φώτισε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πτυχή της ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
O Αλέξης Πολίτης, ανιψιός του καθηγητή και ακαδημαϊκού Λίνου Πολίτη και εγγονός του Νικόλαου Γ. Πολίτη που θεωρείται «πατέρας» της ελληνικής λαογραφίας, γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα.
Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και υπήρξε φοιτητής του Κ.Θ. Δημαρά στη Σορβόννη. Από το 1976 έως το 1989 εργάστηκε στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και από το 1989 έως το 2012 στο τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Απολαυστικός στην αφήγηση, με χιούμορ και αμεσότητα, ο κ. Πολίτης μου μετέδωσε το πνεύμα της έκδοσης αυτής που ερευνά διεξοδικά την υπό διαμόρφωση συνείδηση λογοτέχνη και αναγνώστη κατά τα ρομαντικά χρόνια της πεντηκονταετίας 1830-1880, καθώς η ελληνική κοινωνία βιώνει τις προβληματικές ιδεολογικές τάσεις του νεοσύστατου εθνικού κράτους.
Η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να κατανοεί την ψυχή ή τη συμπεριφορά του ανθρώπου και να συλλαμβάνει τι είναι γενικότερα ανθρώπινο. Αυτό μόνο μπορεί να σε κάνει καλό ποιητή ή πεζογράφο. Όμως, οι λογοτέχνες εκείνης της εποχής μεγαληγορούν και δημιουργούν έναν κόσμο ψεύτικο
— Κύριε Πολίτη, πότε και πώς διαμορφώνεται η φυσιογνωμία του ελληνικού ρομαντισμού στο εθνικό κράτος;
Το 1830 αρχίζει κανονικά η ελεύθερη ζωή του καινούριου κράτους που προέκυψε από την Επανάσταση. Πριν από το 1821, η προοπτική που υπήρχε για την Ελλάδα ήταν να γίνει ένα ευρωπαϊκό κράτος. Αυτό ήταν το μοντέλο.
Ένα κράτος που να μη βασίζεται στη θρησκεία ή στη δύναμη του ηγεμόνα που το κατέχει αλλά στο έθνος που το κατοικεί. Οι Αρβανίτες ή οι Βλάχοι ήθελαν να είναι Έλληνες.
Οι Σουλιώτες, για παράδειγμα, πριν από το 1821-1822 και όσο υπήρχε ο Αλή Πασάς, παίζανε μια με το στρατόπεδο του Αλή Πασά, μια ενάντιά του. Ήταν επαγγελματίες στρατιώτες (μισθοφόροι) που πήγαιναν μ' εκείνον που πρόσφερε τα πιο πολλά. Και το πράγμα ήταν ηθικό.
Όταν ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση, τα παιχνίδια αυτά σταματάνε. Υπάρχει ένα πρόταγμα πιο σημαντικό για το οποίο οι μάζες δεν γνώριζαν τίποτα το 1819.
Τώρα όλοι είναι «Έλληνες» και πρέπει να πολεμήσουν ενωμένοι για την πατρίδα. Το πιο σημαντικό για το νεοσύστατο κράτος ήταν η σχέση του με την αρχαία Ελλάδα, που θεωρείται άμεση.
Οι νεοέλληνες δεν ένιωθαν μέλη ενός τυχαίου έθνους. Ήταν απόγονοι των Αρχαίων, κληρονόμοι του πολυτιμότερου πολιτισμού της ανθρωπότητας.
Σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό, λοιπόν, λογοτέχνες και αναγνώστες ένιωθαν μια προσωπική ευθύνη, γράφοντας ή διαβάζοντας, απέναντι στην Ευρώπη.
Η λογοτεχνία μας όφειλε να καταδεικνύει ότι οι αρχαίες αρετές δεν εκφυλίστηκαν. Αισθήματα υψηλά, πατριωτισμός και έρωτες αιώνιοι ήταν η κύρια θεματική που αναλογούσε στο ένδοξο παρελθόν.
Οι λόγιοι της εποχής σκέφτηκαν ότι η γλώσσα μας θα έπρεπε να πλησιάσει όσο το δυνατόν πιο κοντά στη γλώσσα των αρχαίων Ελλήνων. Η «καθαρεύουσα» εκλήφθηκε ως προοδευτική κίνηση προς ένα εθνικό κράτος.
Μέχρι το 1835 η καθαρεύουσα, γλώσσα αποκαθαρμένη από τις ιδιωματικές ή τις τουρκικές λέξεις, οδηγείται σταδιακά προς την «αρχαΐζουσα», τα αρχαία ελληνικά. «Μορφωμένος» θεωρείται μόνον αυτός που διαβάζει και γράφει στη γλώσσα αυτή.
— Υπάρχει πάντα η αγωνία αν η Ευρώπη αναγνωρίζει τα επιτεύγματα και τα δίκαιά μας;
Βέβαια. Μέσα σε αυτά τα τέσσερα-πέντε πρώτα χρόνια του εθνικού κράτους (1830-1835) πιστοποιούνται τα δύο μεγάλα προβλήματα που υπάρχουν εντός του μέχρι το 1912 ή το 1922. Πρώτον, η Ευρώπη δεν είναι τόσο κοντά όσο νομίζουμε.
Η Επανάσταση του 1821 ήταν η καταστατική πράξη της σύνδεσής μας με την Ευρώπη. Το 1830 πιστεύαμε ότι κερδίσαμε το στοίχημα και γρήγορα θα γινόμασταν ισότιμοι εταίροι.
Σύντομα, όμως, φάνηκε πως τίποτα δεν είχε κριθεί. Η οικονομική πρόοδος της Ευρώπης είναι ταχύτερη από τη δική μας, αφού έχει σιδηρόδρομους, βιομηχανίες κ.λπ.
Η Ελλάδα δεν μπορεί ν' ακολουθήσει αυτό τον ταχύ ρυθμό. Ακολουθεί μόνο τη μόδα. Φοράει καπέλα και ρούχα ευρωπαϊκά, χωρίς να έχει «ευρωπαϊκό πολιτισμό».
Δεύτερον, τα δύο τρίτα ή τα τρία τέταρτα των Ελλήνων ζούσαν εκτός Ελλάδος: στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο, σ' ένα κομμάτι της Μακεδονίας, στην Ανατολική Θράκη, σ' ένα μέρος της Μικράς Ασίας.
Εκεί όπου ζούσαν, Μικρασία και Βαλκάνια, ας το πούμε χονδρικά, ζούσαν επί τρεις χιλιάδες χρόνια σε μια αυτοκρατορία: Ρωμαϊκή, Βυζαντινή, Οθωμανική. Και ήταν ανακατεμένοι Έλληνες, Αρμένηδες, Εβραίοι, Τούρκοι, διάφορες τουρκικές φυλές, Κούρδοι, Βούλγαροι, Αρβανίτες, Σέρβοι.
Το νεοσύστατο εθνικό κράτος αισθάνεται ότι πρέπει να απελευθερώσει τους εκτός Ελλάδας Έλληνες. Κανένας όμως δεν τολμάει ν' αναρωτηθεί αν δικαιούμαστε να τους απελευθερώσουμε. Ποιος θα έπαιρνε τη Σμύρνη; Και με τι στρατό; Γιατί θα γινόταν ελληνική;
Στη Φιλιππούπολη υπήρχαν Βούλγαροι που το 1830 δεν είχαν βουλγαρική συνείδηση. Αποκτούν όμως συνείδηση όταν αρχίζουν να φοιτούν στο ελληνικό πανεπιστήμιο και διεκδικούν δικό τους κράτος.
Η Μεγάλη Ιδέα είναι να μας δώσουν την Κωνσταντινούπολη. Φυσικά, καμία από τις Μεγάλες Δυνάμεις δεν συναινούσε στα επεκτατικά μας όνειρα.
— Η λογοτεχνία αποδέχεται τα όνειρα αυτά ή τα αποφεύγει;
Η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να κατανοεί την ψυχή ή τη συμπεριφορά του ανθρώπου και να συλλαμβάνει τι είναι γενικότερα ανθρώπινο. Αυτό μόνο μπορεί να σε κάνει καλό ποιητή ή πεζογράφο. Όμως, οι λογοτέχνες εκείνης της εποχής μεγαληγορούν και δημιουργούν έναν κόσμο ψεύτικο.
— Κυριαρχεί δηλαδή το φαντασιακό;
Η λογοτεχνία είναι πάντα φαντασιακή, αλλά προσδοκά να γίνεται πειστική. Την εποχή εκείνη το αναγνωστικό κοινό είχε ήδη πειστεί! Η λογοτεχνία δεν θα έλεγε τίποτα διαφορετικό από τα ήδη γνωστά. Δεν προσπαθούσε να πείσει κανέναν ή να δείξει έναν άλλο δρόμο.
Έλεγε εκείνο που το κοινό ήθελε ν' ακούσει! Στα μυθιστορήματα, ας πούμε, υπήρχε η επίμονη απαίτηση για γλωσσικό και ηθικό ύψος. Η κατασκευή τους ήταν σχεδόν πανομοιότυπη.
Διαβάζοντας ένα ήταν σαν να τα είχες διαβάσει όλα. Εύκολες και ευτελείς περιγραφές, διάλογοι ατελείωτοι και ανούσιοι, έτσι για να γεμίζουν οι σελίδες, και έρωτας με το τσουβάλι!
Δεν υπάρχει εκείνος ο έρωτας που το παλικάρι διστάζει και σιγά-σιγά εκδηλώνεται προς την αγαπημένη του. Υπάρχει το παλικάρι που θα δει μια κοπέλα να περνάει, θα την ερωτευτεί και θ' αποφασίσει να πεθάνει γι' αυτήν!
Στην ουσία η λογοτεχνία μας βρίσκεται σε ηθελημένη διάσταση με την πραγματικότητα. Οι πιο απαιτητικοί αναγνώστες στρέφονται στα γαλλικά μυθιστορήματα που μεταφράζονται όλο και περισσότερο, καθώς η ζήτησή τους αυξάνεται μέσα στις δεκαετίες.
Τέτοια είναι η Κολόμβη του Μεριμέ ή η Νανά του Εμίλ Ζολά που καμία σχέση δεν έχουν με τα ηθικοπλαστικά δικά μας.
— Υπάρχει προσπάθεια να ξεχωρίσει η λογοτεχνία από την εμμονή των μεγαλείων του ένδοξου παρελθόντος;
Ναι. Υπάρχουν και μυαλά πιο νηφάλια. Ο Σπυρίδων Τρικούπης κάποια στιγμή παραδέχεται ότι θα ήθελε να γράφει σε μια πιο απλή γλώσσα.
Τη στιγμή όμως που δεν θα διαβαζόταν τι να κάνει; Θεωρούνταν αμόρφωτος όποιος δεν έγραφε στην «επίσημη», αποδεκτή γλώσσα. Το κοινό ήταν τόσο πεπεισμένο που ήταν αδιανόητο να υποστηριχτεί οτιδήποτε διαφορετικό.
Κατά τον Τρικούπη, ο Σολωμός έπρεπε να γράφει στα ελληνικά γιατί οι Έλληνες είχαν ανάγκη έναν εθνικό ποιητή. Οι Ιταλοί είχαν τον Δάντη, εμείς;
Ο ρομαντικός Επτανήσιος ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης έγραφε «μ' ένα σπαθί θα πάρουμε την Πόλη». Όταν το άκουγαν αυτό οι φοιτητές ενθουσιάζονταν.
Αλλά, πώς θα έπεφτε η Πόλη με ένα σπαθί; Δεν έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσει αυτή η ανοησία ότι θα μπορούσαμε να πάρουμε την Πόλη;
Το 1853, 400 χρόνια από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι τριβές ανάμεσα στη Ρωσία και την Τουρκία έπαιρναν ολοένα οξύτερη μορφή.
Ο ποιητής Παναγιώτης Σούτσος θεωρεί το έτος σημαδιακό και δημοσιεύει ένα άρθρο για «τας Γραφάς και τας Προφητείας!» και τους μεγαλοδύναμους Ρώσους που θα αποδιώξουν τους Τούρκους από την Πόλη.
Τώρα ήταν ο καιρός να μας τη δώσουν πίσω! Οι Ρώσοι όμως επεξεργάζονταν ένα διαφορετικό σχέδιο για τη Βαλκανική, τον πανσλαβισμό.
— Ο Εμμανουήλ Ροΐδης φαίνεται να είναι ο μόνος που προκαλεί κάποια ρήγματα στην κατασκευασμένη λογοτεχνία του εθνορομαντικού ιδεολογήματος. Πώς το καταφέρνει;
Ο Ροΐδης μόνο με την Πάπισσα Ιωάννα το 1866 βρήκε τον πονηρό τρόπο, με ύφος διάχυτο από πνεύμα και χιούμορ, να πετύχει ευρεία αποδοχή από το κοινό. Ευτυχώς, γιατί θα μπορούσε να έχει αποτύχει εντελώς και να μην ξέραμε καν ποιος ήταν ο Ροΐδης.
Με το να μιλάει για πράγματα που δεν είναι όπως τα νομίζουμε, όπως οι καλόγεροι ή οι γυναίκες, σε μια μακρινή περίοδο της Ιστορίας, τον Μεσαίωνα, έδινε στο λόγιο κοινό την αίσθηση ότι κάτι άλλο ήθελε να πει.
— Ήταν μια αλληγορία η Πάπισσα που καθρέφτιζε το άλυτο εθνικό ζήτημα;
Ναι, ήταν. Ο Ροΐδης με το μυθιστόρημά του έκανε κριτική και δεν μπορεί να μην το διαισθανόταν το κοινό. Άλλωστε, ακόμα κι όταν η Εκκλησία το αφόρισε, οι νέες εκδόσεις δεν σταμάτησαν.
Η εκτίμηση σ' αυτό το κείμενο δείχνει ότι το κοινό είχε αρχίσει να αναρωτιέται αν τελικά η ελληνική ποίηση είναι μεγάλη. Καμία αμφισβήτηση δεν μπορούσε να γίνει φωναχτά, κάποιοι απορούσαν μόνο σιωπηλά.
Ο περιπαθής ρομαντισμός άντεχε ακόμα, μα δεν ήταν πλέον ο απόλυτος κυρίαρχος!