Καλοκαίρι 1797. Εδώ, στο βράχο όπου στέκομαι, στην άκρη του γκρεμού, την πάτησε κάτω ο άντρας της με το γόνατο στο λαιμό, σαν να ’ταν προβατίνα για σφάξιμο και γύρω το χωριό να κοιτάει. Κι αυτή, γυναίκα όμορφη, ψηλή και καρδαμωμένη –πρωτοξαδέρφη την είχα απ’ τη μεριά του πατέρα-, σερνόταν τρομαγμένη πια στην κόψη του γκρεμού. Μάταια προσπαθούσε να του ξεφύγει. Ανήμπορη και βουβή κάτω στο χώμα, τον κοίταγε και εκλιπαρούσε με κλαμένα μάτια. Το βλέμμα της χαμένο στη σκόνη που σήκωναν τα τσαρούχια του άντρα της. Τσαρούχια δίχως φούντα. Οι φούντες είναι για τις γιορτές και τις εκκλησιές του κάμπου, δε χωρούν σε σφαγές στα κατσάβραχα του Σουλίου.
«Δεν κρένεις τώρα, ωρή, κατάπιες τη γλώσσα σου;» αντήχησε στα βράχια η βραχνή φωνή του και την άρπαξε απ τα μαύρα της μαλλιά, που γυάλιζαν στον ήλιο. «Όταν έχωσες τον διάολο κάτω απ’ τα πόδια σου, έμεινες μουγγή; Πες τώρα ό,τι έχεις μέσα σου, μίλα πριν σε πάρει το ποτάμι…».
Ακόμη η αγριοφωνάρα του τρυπώνει στον ύπνο μου και με ξυπνά. Γιατί τότε κιότεψα, δε μίλησα. Έτρεμα σαν αμούστακο προσπαθώντας να βαστάξω τη θεια να μην σωριαστεί. Λύγισε η έρμη, μαυροφορέθηκε κι έκλαιγε για τη μικρή της κόρη. Στέκαμε όλοι άπραγοι σε σχήμα μισοφέγγαρου και κοιτούσαμε τον χαλασμό. Φουστανελάδες με βλέμμα υγρό και τις σπάθες κρεμασμένες στο πλάι, γυναίκες με λευκά τσεμπέρια στα μαλλιά και μωρά παιδιά που έσκουζαν τρομαγμένα στην ποδιά της μάνας. Και οι μαυροφορεμένες γριές με τους ρόζους στα χέρια σταυροκοπιούνταν μπρος στα κυπαρίσσια. Όλοι άπραγοι. Αδερφό δεν είχε. Κι εγώ, ο πρωτοξάδερφος, δεν έβγαλα μιλιά. Μού ’ρθε, θυμάμαι, η μυρωδιά του ρόδου που ’βαζε στα μαλλιά της, κι ύστερα η μύτη της άνοιξε κι έτρεχε, το αίμα της λέκιασε το χώμα. Το μύρισα, ο νους μου θόλωσε. Πήρα βαθιά ανάσα να ’ρθω στα συγκαλά μου και πισωπάτησα αντί να κάνω μπρος να του φωνάξω: «Όπα, ως εδώ!».
Ο άντρας της σκούπισε με τα χοντρά του δάχτυλα τον ιδρώτα απ’ το κούτελό του, σήκωσε το βλέμμα και μας κοίταξε. Η ματιά του ήταν κόκκινη. Μεσημέρι μες στο κατακαλόκαιρο κι ήταν μούσκεμα απ’ το λιοπύρι, μα μου φάνηκε δακρυσμένος. Έλυσε γύρω από την μέση του το σακί. Την πάτησε στο στήθος. Την έκανε ένα με τη γη και με δυο τρεις σβέλτες κινήσεις την έχωσε μέσα. Εκείνη ακόμα δεν έβγαζε μιλιά, μονάχα έσκουζε. Σαν να ’τανε μουγγή του μιλούσε με τα μάτια, για να τη λυπηθεί. Το χέρι του όμως ήταν σταθερό, λες κι έχωνε τον Αλή πασά στα σακί. Την έραψε μέσα. Βελονιά τη βελονιά. Κι εκείνη η καψερή μονάχα τότε ξέσπασε: «Συγχώρα με, Λάμπρο μ’… Συγχώρα με τη δόλια». Ο Λάμπρος Βέλιος όμως τη σήκωσε ψηλά να τη δει όλο το χωριό μες στο σακί κλεισμένη, να κλωτσάει, να χτυπιέται, να μουρμουράει μια προσευχή. Η θεια λύγισε και γονάτισε δίπλα μου, έσκυψα κοντά της. Σκούπισα το δακρυσμένο μούτρο μου στην πουκαμίσα να μη με δουν οι χωριανοί να κλαίω σαν γυναικούλα και τον ξανακοίταξα. Στ’ αλήθεια ήταν κι εκείνος δακρυσμένος. Την αγαπούσε, ο έρμος, αλλά έδωσε με όλη του τη δύναμη μία και την πέταξε κάτω στο φαράγγι. Να πάρει τη μοιχαλίδα ο αφρισμένος ποταμός, να την πνίξει στη θάλασσα.
Το Μαύρο Φυλαχτό του Βαγγέλη Μπέκα είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα. Γεμάτο τραγικές καταστάσεις που θυμίζουν αρχαία τραγωδία, ανατριχιαστικές περιγραφές και συνεχείς ανατροπές, ένα βιβλίο που σε «ρουφάει» και σε μεταφέρει σε έναν κόσμο όπου η τιμή της οικογένειας είναι πάνω από όλα και το ξέπλυμα με αίμα είναι καθημερινότητα και αναγκαίο κακό: στο περιβάλλον των Σουλιωτών, πριν την επανάσταση του ’21, και λίγο πριν την τελευταία μεγάλη μάχη με τον Αλή Πασά, σε ένα ιστορικό πλαίσιο πραγματικό, με ήρωες που είναι προϊόν μυθοπλασίας αλλά θα μπορούσαν άνετα να είναι αληθινά πρόσωπα. Το Μαύρο Φυλαχτό είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα με σασπένς αστυνομικό, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, με αφηγητή τον Μάρκο, έναν από τους πιο ολοκληρωμένους χαρακτήρες που έχω συναντήσει σε βιβλίο τα τελευταία χρόνια, έναν αντιήρωα γεμάτο αδυναμίες και διλήμματα, μορφωμένο (στην αυλή του Αλή πασά), καταπιεσμένο από τις καταστάσεις και το ηθικό βάρος που πέφτει πάνω του (καλείται να υπερασπιστεί την τιμή της οικογένειας), εύστροφο, παγιδευμένο σε έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, σε μια βεντέτα και το χρέος προς την πατρίδα.
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που κάνει το βιβλίο τόσο ενδιαφέρον ανάγνωσμα είναι η γλώσσα. Μια γλώσσα κατανοητή αλλά γεμάτη από λέξεις και εκφράσεις που παραπέμπουν στην εποχή που διαδραματίζεται.
«Στην Ήπειρο, στα βουνά του Σουλίου, μέχρι το 1950 είχε κανονικά βεντέτες, όπως στην Κρήτη, hardcore βεντέτες» λέει ο Βαγγέλης Μπέκας. «Θυμάμαι όταν πηγαίναμε στο χωριό του πατέρα μου, στην Λάκκα Σουλίου, να μου λένε τα πιτσιρίκια του χωριού “να, εκεί έσφαξε ο εκείνος τον τάδε”, ήταν πράγματα που γίνονταν μέχρι πριν από μισό αιώνα. Είχα τα βιώματα και τα ακούσματα για όλα αυτά τα περιστατικά και τους πολέμους των Σουλιωτών με τον Αλή Πασά, λόγω καταγωγής υπήρχε η σπίθα. Από κει και πέρα, το πρώτο που με τάραξε ήταν όταν διάβασα σε ένα ιστορικό εγχειρίδιο ότι στο Σούλι, όταν σκότωναν μία γυναίκα από την οικογένειά σου, για εκδίκηση έπρεπε να σκοτώσεις τέσσερις άντρες από τη φάρα του φονιά. Αυτό με συγκλόνισε για δύο λόγους: για τη θέση της γυναίκας που τη θεωρούσαν πολύ σημαντική, κι επειδή ασχολούμαι και με την αστυνομική πλοκή, σκέφτηκα ότι αυτό μπορούσε να μου δώσει πολύ ιδιαίτερη πλοκή σε μια μυθοπλασία. Επίσης, όταν άρχισα να διαβάζω και άλλα κείμενα, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν απλά ο πόλεμος κάποιων ληστών που ήταν πάνω στα βουνά με τον Αλή Πασά, αλλά εκείνη την εποχή ο Βοναπάρτης είχε σαρώσει όλη την Ευρώπη, είχε μπει στη Βενετία, είχε καταλυθεί η Ενετοκρατία σε όλα τα Επτάνησα, οπότε δεν είχαν έρθει απλώς οι ιδέες της γαλλικής επανάστασης, αλλά είχε εφαρμοστεί η γαλλική επανάσταση στην Κέρκυρα. Και η Πάργα και η Πρέβεζα ήταν γαλλικές κτήσεις. Στα τότε σύνορα Ανατολής και Δύσης που βρισκόμασταν εμείς γινόταν μια κοσμογονία, οι πλάκες τρίβονταν, φλέγονταν. Έρχονται νέες ιδέες που κατά κάποιον τρόπο εμπνέουν και την ελληνική επανάσταση που ακολουθεί. Αυτά τα δύο στοιχεία σίγουρα ήταν πολύ σημαντικά, και ειδικά όταν συνειδητοποίησα ότι ο Χριστόφορος Περραιβός -ο άνθρωπος που έγραψε την ιστορία του Σουλίου και Πάργας, από αυτόν ξέρουμε τα περισσότερα για τους Σουλιώτες-, ήταν με τον Ρήγα Φεραίο όταν τον έπιασαν οι Αυστριακοί. Μετά πήγε στην Κέρκυρα, αλλά υπήρχε μια σύνδεση, γνωρίστηκε με τους Σουλιώτες, οπότε μπήκα σε μία λογική να γράψω ένα μυθιστόρημα για την υποτιθέμενη πηγή του Περραιβού για την ιστορία. Και μπήκα σε αυτό το τριπ.
Η ιστορία του βιβλίου ξεκινάει το 1797, όταν καταλύεται η Ενετοκρατία στα Επτάνησα και εφαρμόζεται η γαλλική επανάσταση. Είναι λίγα χρόνια πριν ξεκινήσει και ο τελευταίος πόλεμος του Αλή Πασά με τους Σουλιώτες, το 1800 περίπου. Τα περιστατικά που περιγράφω φτάνουν μέχρι το 1807, τα προεπαναστατικά χρόνια, τα οποία δεν τα αναλύω όλα το ίδιο. Είναι λίγο θολή η εποχή εκείνη γιατί δεν υπάρχουν πολλές μαρτυρίες, βιβλία που αναφέρονται στην ελληνική επανάσταση βρίσκεις πιο εύκολα γιατί οι περιηγητές άρχισαν να έρχονται και να ψάχνουν τι συμβαίνει μέσα στην επανάσταση. Ο λόρδος Βύρων είχε δει πρώτη φορά τον Αλή Πασά το 1807. Όσο πλησιάζαμε όμως στην επανάσταση, πύκνωναν και τα κείμενα. Δημιουργήθηκε μία μεγάλη κίνηση στην Ευρώπη μετά τη γαλλική επανάσταση, δημιουργήθηκαν κάποιες αναταράξεις σε ιδεολογικό επίπεδο και άρχισε να υπάρχει ενδιαφέρον για το τι συνέβαινε τότε στην περιοχή μας. Αλλά όσο πας πιο πίσω, και ειδικά για την Ήπειρο, δεν υπάρχουν μαρτυρίες. Ο μυθιστοριογράφος δεν είναι ιστορικός, το ψάχνει, ερευνάει, αλλά ο στόχος του είναι να κάνει μυθοπλασία. Προσπάθησα όσο γίνεται να είμαι πιστός στα ιστορικά γεγονότα, ώστε όταν κάποιος το διαβάσει να έχει όσο γίνεται πληρέστερη εικόνα για το τι συνέβη τότε. Σίγουρα, αν καθίσει να μελετήσει την ιστορία θα μάθει πολύ περισσότερα πράγματα. Είναι μία αφορμή να την ψάξει βαθύτερα την ιστορία, αν διαβάσει όμως το βιβλίο θα κατανοήσει το ιστορικό πλαίσιο και τη δυναμική της ιστορίας, δηλαδή πώς το ένα επηρεάζει το άλλο. Γενικά με ενδιαφέρει η ιστορία και διαβάζω πολύ, οπότε όταν ξεκίνησα να ετοιμάζω το βιβλίο κάποια πράγματα τα ήξερα στο περίπου, είχα διαβάσει κάποια βιβλία και κάπως έτσι μου δημιουργήθηκε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για να το μελετήσω περισσότερο. Η έρευνα μου πήρε ένα χρόνο και άλλα δύο για να το γράψω».
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που κάνει το βιβλίο τόσο ενδιαφέρον ανάγνωσμα είναι η γλώσσα. Μια γλώσσα κατανοητή αλλά γεμάτη από λέξεις και εκφράσεις που παραπέμπουν στην εποχή που διαδραματίζεται. «Η πρώτη γραφή πήρε λιγότερο από δύο χρόνια» λέει ο Βαγγέλης, «αλλά το δούλεψα αρκετά, ώστε και οι χαρακτήρες να βελτιωθούν και πολύ περισσότερο να βελτιωθεί η γλώσσα. Γιατί η γλώσσα σε αυτό το βιβλίο -και σε σχέση με όσα είχα κάνει πριν- ήταν ένα στοίχημα: πώς να δημιουργήσω μια κατασκευή, δηλαδή δεν υπάρχει, δεν την μίλαγε ποτέ κανένας, μόνο ο συγκεκριμένος άνθρωπος που αφηγείται, που να θυμίζει κάτι παλιό χωρίς να είναι, που να μεταφέρει μία ατμόσφαιρα εποχής, χωρίς όμως να είναι ντοπιολαλιά ακριβώς. Ενσωμάτωσα λέξεις, αντικείμενα, ατμόσφαιρες μέσα στο λόγο ώστε να θυμίζει κάτι παλιό, ενώ στην ουσία είναι τελείως σύγχρονος. Στις διορθώσεις έφτασα στο σημείο να το λειτουργώ και σαν ψηφιδωτό, να βάζω και να αφαιρώ λέξεις. Σε αυτόν τον τομέα στην Ελλάδα τα πάμε καλά, οπότε αν έχεις αναγνώσματα γενικά, παίρνεις ιδέες. Γιατί έχουν γίνει τα πάντα. Διάβασα ένα βιβλίο του Τέου Ρόμβου για έναν πειρατή του Αιγαίου του 1850 και μίλαγε ακριβώς όπως μίλαγε ο πειρατής. Πώς είναι το Γκιάκ; Ακόμα πιο hardcore! Αποφάσισα να μην πάω εκεί, γιατί ένα βιβλίο 450 σελίδων –δέκα χρόνια δεν χώραγαν σε λιγότερες- με τόσο ειδική γλώσσα δεν μπορεί να το παρακολουθήσει ο αναγνώστης. Αν το γράψεις σε τρίτο πρόσωπο, μπορείς να γράψεις σε πιο σύγχρονη γλώσσα, αν αποφασίσεις να το γράψεις σε πρώτο θα πρέπει να δημιουργήσεις κάτι μικτό. Πρέπει να μπεις στη διαδικασία όχι να περιγράψεις αυτά που γράφεις, να τα ζήσεις, να κάνεις λίγο-πολύ αυτό που κάνουν οι ηθοποιοί στο θέατρο. Δηλαδή να γίνεις ο χαρακτήρας και να μιλήσεις όπως αυτός. Οπότε, αν τον καταλάβεις πολύ καλά μετά καταλαβαίνεις πώς περίπου θα μίλαγε, τι σχόλια θα έκανε».
Ο Μάρκος ο «γραμματιζούμενος» στέλνεται από το Κριτήριο των οπλαρχηγών ως κατάσκοπος του Σουλίου στην Κέρκυρα για να μάθει με τι διαθέσεις έρχονται οι Γάλλοι. Φιλοξενείται στο αρχοντικό του μεγαλέμπορα σιορ Μάντακα, όπου ο ερωτεύεται την κόρη του Ελένη και κάθε βράδυ παίρνει μάτι την γυναίκα του από την χαραμάδα στο πάτωμα του δωματίου του, οι οποίες είναι ευρωπαίες, με φανταχτερά γαλλικά ρούχα, παριζιάνικα αρώματα. Βρίσκεται σε έναν άλλο κόσμο, μακριά από την άξεστη φύση των Σουλιωτών και τις πρωτόγονες συνθήκες που ζουν στα φτωχά κλεφτόσπιτα. Στην Κέρκυρα ο Μάρκος εμποτίζεται με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης που εφαρμόζονται στο νησί, γίνεται φίλος με τον Περραιβό, τον τελευταίο Έλληνα που είδε ζωντανό τον Ρήγα Φεραίο και αμφιταλαντεύεται συνεχώς ανάμεσα στην ερωτική επιθυμία που καταπνίγει και το καθήκον προς την οικογένεια και την πατρίδα. Στα δέκα αυτά χρόνια που διαρκεί η ιστορία της αφήγησης δεν κατορθώνει ποτέ να κάνει πραγματικότητα τις επιθυμίες του, για διάφορους λόγους.
— Είναι λίγο περίεργος άνθρωπος ο Μάρκος, ε; Δεν είναι πολύ θαρραλέος και το παραδέχεται, δεν είναι πολύ συμπαθής, αλλά δεν τον αντιπαθείς κιόλας, δεν είναι καθόλου τολμηρός, τον έρωτα τον έχει εντελώς παρατημένο, είναι τραγικό πρόσωπο τελικά….
Ισχύει αυτό, στο πρώτο βιβλίο που έγραψε ο Ρήγας Φεραίος, το Σχολείο των Ντελικάτων Εραστών, που αναφέρω στο Μαύρο Φυλακτό, υπάρχουν τέτοιες ιστορίες. Υπήρχε ένα ζήτημα εκείνη την εποχή στη Γαλλία, και γενικά αυτά τα ήθη, τα ρομάντσα με άντρες που δεν ήταν της τάξης ή της καταγωγής που ανήκε το πρόσωπο που αγαπούσαν. Κι επειδή αναφέρομαι σε εκείνη την εποχή έπαιξα λίγο με το ρομάντσο. Το ρομάντσο ήταν μεγάλη κατηγορία βιβλίων τον 19ο αιώνα -έχουμε φτάσει στο σημείο να θεωρούμε ότι ο έρωτας είναι κακό να τον χειριστούμε στη λογοτεχνία, ενώ ο έρωτας είναι από τα σημαντικότερα πράγματα στη ζωή.
— Μου κάνει εντύπωση που ενώ βρίζουν όλοι γύρω του, αυτός είναι ευγενική ψυχή, είναι πολύ συγκρατημένος παντού αυτός ο άνθρωπος.
Επειδή έχει συνείδηση των μειονεκτημάτων του, ότι είναι κιοτής, μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο, πηγαίνει κοντά στον Σαμουήλ και βλέπεις τι εξέλιξη έχει ο χαρακτήρας του και πώς προσπαθεί με δόλο να κάνει τους άλλους στρατιώτες να τον συμπαθήσουν. Το παίζει ότι γνωρίζει καλά το ευαγγέλιο και όχι μόνο, χρησιμοποιεί διάφορα τεχνάσματα με προφητείες, αλλά βέβαια χρησιμοποιώντας πράγματα στα οποία η έννοια είναι διφορούμενη και για τον ίδιο και για τους άλλους. Ο εαυτός που προβάλλει στους άλλους δεν θα μπορούσε να βρίσει.
Το ρομάντσο ήταν μεγάλη κατηγορία βιβλίων τον 19ο αιώνα -έχουμε φτάσει στο σημείο να θεωρούμε ότι ο έρωτας είναι κακό να τον χειριστούμε στη λογοτεχνία, ενώ ο έρωτας είναι από τα σημαντικότερα πράγματα στη ζωή.
— Την Ελένη δεν την άγγιξε ποτέ κι έμεινε κυριολεκτικά μαλάκας μια ζωή...
Το λες και ακούγεται αστείο, αλλά μάλλον είναι και αστείο. Ίσως αν δεν ήταν μυθοπλασία να γίνονταν όλα διαφορετικά. Είναι και ήρωας και αντιήρωας, με ενδιέφερε αυτό, να έχει και φωτεινή να έχει και σκοτεινή πλευρά, να κάνει πράξεις αλλά ταυτόχρονα να έχει διλήμματα, να διχάζεται, να έχει εσωτερικές σκέψεις, να υπάρχει και το πραγματικό, το χειροπιαστό, αλλά να υπάρχει και το φανταστικό. Ήθελα να είναι όπως ο Δον Κιχώτης και ο Άμλετ, να έχει λίγο από τη μαγιά τους. Ο Μάρκος είναι ένας αντιήρωας που, αν και έχει αδυναμίες, βρίσκεται σε μια τρομερή εποχή, και βρίσκει τον τρόπο να προχωρήσει, παρά τα μεγάλα χτυπήματα τα οποία δέχεται -την πατρίδα, την οικογένεια, το χρέος. Ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα στο να χειριστώ τον Μάρκο ήταν να συνειδητοποιήσω το ηθικό πλαίσιο στο οποίο θα λειτουργούσε ένας τέτοιος ήρωας. Προσπάθησα να σκεφτώ έναν ήρωα που θα μπορούσα να συνυπάρξω για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο ίδιος δεν είμαι ένα παιδί που έχει μεγαλώσει μέσα στις εκκλησίες αλλά εκείνη την εποχή για τους ανθρώπους έπαιζε πολύ μεγάλο ρόλο η θρησκεία, και παίζει ακόμα, αλλά ειδικά εκείνη την περίοδο. Από τη μία υπήρχε η θρησκεία και από την άλλη η μεταφυσική, οι δεισιδαιμονίες, το φαντασιακό αυτών των ανθρώπων. Οπότε, τον μπόλιασα τον Μάρκο με αυτά τα στοιχεία γιατί φαντάστηκα ότι όντας σε ένα τέτοιο φαντασιακό θα λειτουργούσε και ανάλογα. Από την άλλη πλευρά είναι η σκληρότητα των αγωνιστών και ο διαφωτισμός ο οποίος ερχόταν από την Ευρώπη, οι νέες ιδέες, και επειδή δεν μπορεί να τις ήξερε ήδη, περιγράφω και πώς τις γνώρισε. Κάποιες απ’ αυτές, δεν είναι και κανένας φωστήρας.
— Τι απομυθοποίησες από εκείνη την εποχή προετοιμάζοντας το βιβλίο;
Η απομυθοποίηση είχε έρθει πριν, δηλαδή όταν ήμουν μικρός. Βλέποντας τα αγάλματα πάνω στο Ζάλογγο, ήταν πολύ σημαντικό για εμάς τους Ηπειρώτες το Σούλι και οι Σουλιώτισσες. Διαβάζοντας πράγματα όμως συνειδητοποιούσα ότι δεν ήταν και τόσο σουπερ-ήρωες, είχαν και την κακή τους πλευρά. Δεν ήταν απομυθοποίηση, ήταν η συνειδητοποίηση ότι ήταν λογικό να ήταν ληστές, γιατί είχαν κάποιον λόγο που πήγαν στα βουνά. Είχαν σίγουρα και σκοτεινή πλευρά οι Σουλιώτες, δεν ήταν μόνο ήρωες, αλλά αυτό ήταν κάτι φυσιολογικό, γιατί κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι εκείνες τις πολύ σκληρές εποχές είχαν αποφασίσει να φύγουν από τον κάμπο και να ανέβουν πάνω στο βουνό τι θα έτρωγαν; Θα έκλεβαν. Κατά κάποιον τρόπο έπαιζαν τη ζωή τους κορώνα ή γράμματα. Περνώντας τα χρόνια έγιναν πολύ ισχυροί, και ασκούσαν εξουσία στα χωριά. Ο λόγος που πήγαν στο βουνό ήταν επειδή δεν ήθελαν να καταπιέζονται ως πολίτες β’ κατηγορίας, γιατί οι χριστιανοί τότε ήταν πολίτες β’ κατηγορίας. Πλήρωναν περισσότερους φόρους, τους πήγαιναν στις αγγαρείες… Ο Αλή πασάς δεν είχε κανένα πρόβλημα να έχει πολλούς χριστιανούς στην περιφέρειά του, αντιθέτως, γιατί όσο πιο πολλούς χριστιανούς είχε, είχε και περισσότερους φόρους. Ήταν πανέξυπνος. Είμαι στη διαδικασία της διπλής απομυθοποίησης, δηλαδή πρώτα είχαν γίνει μύθοι οι Σουλιώτες κι ο Αλή πασάς ως ο απόλυτος κακός, μετά υπήρχε επανεκτίμηση των δεδομένων και τώρα, ξανασκεφτόμενος τα πράγματα λέω τουρκοκρατία ήταν, ο άλλος ήταν δυνάστης, πασάς, παλούκωνε όσους δεν έκαναν αυτό που τους έλεγε, ήταν τύραννος. Το ότι ήταν έξυπνος και δεν σε παλούκωνε άμα καθόσουν καλά και του έδινες φόρους, δεν σημαίνει ότι ήταν και καλός.
— Μέσα στον πόλεμο και το αίμα υπάρχει και μία έντονη αίσθηση ρομαντισμού στο βιβλίο. Είναι ρομαντικός ο Μάρκος.
Είναι ρομαντικός, αλλά είναι και ρομαντική εποχή, είναι ένα παιχνίδι με την εποχή αυτό. Δεν αποχωρίζεται ποτέ το όργανό του και τον έρωτα τον έχει πολύ ιδανικό. Έλεγαν για τους σουλιώτες ότι στον πόλεμο και στις γιορτές ήταν πρώτοι, οπότε εφόσον δεν έκανα έναν ήρωα που θα ήταν πρώτος στον πόλεμο, τουλάχιστον ήταν πρώτος στο τραγούδι. Είχε τον ταμπουρά του, όπως είχε και ο Μακρυγιάννης. Για τον Τζαβέλα είναι γνωστό ότι τραγουδούσε και είχε καλή φωνή, ποιος ήταν αυτός που έπαιζε όμως μουσική μαζί του; Έβαλα τον Μάρκο να έχουν μία ιδιαίτερη σχέση, όπως έχουν οι κομπανίες….