1.
Καρλ Κερένυι
Η μυθολογία των Ελλήνων
μτφρ. Δημήτρης Σταθόπουλος, Εστία
Πρόκειται για το βιβλίο που επανέφερε τη μυθολογία στον κόσμο των ενηλίκων και τη διαχώρισε απ' όλες τις εθνικιστικές δοξασίες και θεωρίες του συρμού που παρερμήνευαν τους τρόπους της. Γνωρίζοντας τη δύναμη που είχαν οι μύθοι σε επίπεδο συμβολισμών καθώς και τον πανανθρώπινο αντίκτυπό τους, ο Κερένυι επέμενε πως η αφήγησή τους μοιάζει με μια παράσταση που δεν έχει πάψει να ανεβαίνει στους αιώνες και που «περιέχει ένα δίδαγμα σχετικά με τους θεούς που είναι επίσης δίδαγμα σχετικό με τους ανθρώπους».
Επιπλέον, όπως έγραφε και στην πολύτιμη εισαγωγή του ο σπουδαίος αυτός κλασικιστής: «Τα έργα του Κρόνου, η θέση της Αφροδίτης στο μέσο ενός αρσενικού ζευγαριού, η ανάγκη του Ερμή να ανακαλύπτει και να επινοεί ‒η επινόηση και με την έννοια της απάτης: όλα αυτά δεν είναι προϊόντα μιας προσωπικής ψυχολογίας αυτού του είδους, είναι προϊόντα της ανθρωπότητος σε γενικότερο και πιο απρόσωπο επίπεδο.
Τα βασικά αυτά κείμενα είναι παραδείγματα των γενικότερων ανθρώπινων διδαγμάτων που μας δίνει η Μυθολογία: διδάγματα τα οποία συμφωνούν με αυτά της ψυχολογίας του Βάθους, αλλά παρουσιάζονται με τον δικό τους τρόπο δραματικής απεικονίσεως». Ένας όρος διόλου τυχαίος, αφού είναι εκείνος που κατέδειξε την επίδραση της αρχαίας μυθολογίας στον χώρο της ψυχανάλυσης, και ειδικά στον καλό φίλο του Κερένυι και μαθητή του Φρόιντ, Καρλ Γιουνγκ, με τον οποίο συνεργάστηκαν άμεσα προς αυτή την κατεύθυνση.
Αυτός ήταν άλλωστε και ο στόχος του διωκόμενου από το σταλινικό καθεστώς της χώρας του Κερένυι, ο οποίος εναντιώθηκε στις εθνικιστικές απόπειρες αναβίωσης των μύθων ‒βλέπε Βιλαμόβιτς‒ και επέμεινε στην αρχαιοελληνική ενατένιση του έρωτα, της ζωής και του θανάτου μέσα από τις απόλυτα ανθρωποποιημένες θεότητες. Ένα έργο που διαβάζεται με την ίδια απόλαυση μέχρι σήμερα, απόδειξη ότι οι εκδόσεις της Εστίας προχώρησαν σε μια ακόμα ανατύπωσή του, πάντα στην ίδια κλασική μετάφραση του Δημήτρη Σταθόπουλου.
2.
Μιχαήλ Μπαχτίν
Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του
μτφρ. Γιώργος Πινακούλας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
«Να πιω! Να πιω!» φώναζε με όλη του τη δύναμη ο Γαργαντούας με το που αντίκρισε το φως του κόσμου ‒ ιδού ένα παράξενο νεογέννητο που διεκδίκησε, με κάθε τρόπο, το δικαίωμά του στη ζωή και στην κραιπάλη. Και όχι μόνο αυτό: ενέπνευσε αυστηρούς θεωρητικούς, όπως ο Μπαχτίν, να διακρίνουν τη διαφορετική επισκόπηση του δημιουργού του και να γράψουν ένα από τα επιδραστικότερα κείμενα στην ιστορία της λογοτεχνίας, το Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του, που εκδόθηκε πρόσφατα από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης σε μετάφραση Γιώργου Πινακούλα, σε μια εξαιρετικά φροντισμένη έκδοση-σημείο αναφοράς.
Με την εξονυχιστική κατάδυσή του ‒ή μήπως ανάδυση;‒ στον κόσμο του Ραμπελαί ο Ρώσος θεωρητικός και φιλόσοφος αποφάσισε να αποκαταστήσει τη φήμη του Ραμπελαί, τονίζοντας πως το οργιαστικό, πανηγυρικό και άκρως «γελαστικό», όπως το αποκαλεί, στοιχείο σηματοδοτεί έναν τρόπο θεώρησης της ιστορίας ‒λογοτεχνικής, φιλοσοφικής, ανθρωπολογικής‒ και της πραγματικότητας.
Με μια μελέτη που προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις ο Μπαχτίν θέλησε να εξηγήσει σε βάθος την περιθωριοποιημένη «λαϊκή, γελαστική κουλτούρα» του Μεσαίωνα που έφερε τον άνθρωπο στο προσκήνιο και γέννησε την Αναγέννηση. «Το αίμα», γράφει χαρακτηριστικά, «μεταμορφώνεται στον Ραμπελαί σε κρασί και η άσπλαχνη σφαγή και ο θάνατος στην πυρά σε εύθυμο γλέντι, η θυσιαστήρια πυρά σε κουζινική εστία.
Οι αιματηρές μάχες, οι διαμελισμοί, οι καύσεις, οι θάνατοι, οι ξυλοδαρμοί, τα χτυπήματα, οι κατάρες, οι βρισιές, έχουν εμποτιστεί στον εύθυμο καιρόν, που θανατώνοντας γεννά, που δεν επιτρέπει να διαιωνιστεί τίποτε παλιό και δεν παύει να γεννά το νέο και το νεαρό». Έτσι, ο φαινομενικός υποβιβασμός που υποτίθεται ότι έχει ως αποτέλεσμα αυτή η γελαστική παραφορά μέσα από την «υλική-σωματική αρχή του κάτω» (γεννητικά όργανα, οπές, βρομιά) δεν είναι, σύμφωνα με τον Μπαχτίν, τόσο αρνητικός όσο φαίνεται αλλά μάλλον θετικός, αφού φέρνει τον κόσμο σε επαφή με τα πλέον πραγματικά του κομμάτια και τον κάνει να αψηφά τον φόβο.
Πρόκειται για την πρώτη ριζοσπαστική κίνηση του ανθρώπινου πνεύματος, σύμφωνα με τον Μπαχτίν, την οποία κατέγραψε με το πλέον παραστατικό τρόπο, χαρίζοντας στις μετέπειτα γενιές ένα πραγματικό μανιφέστο, ένα έργο ελευθερίας και χαράς, σπουδής και σπάνιας οξυδέρκειας.
3.
Gilles Deleuze-Félix Guattari
Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια 2. Χίλια Πλατώματα
μτφρ. Βασίλης Πατσογιάννης, Πλέθρον
Επιτέλους κυκλοφόρησε στα ελληνικά ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία στην ιστορία της φιλοσοφίας, το βιβλίο που άλλαξε τον τρόπο που σκεπτόμαστε, που κρίνουμε ‒γιατί, άραγε, να χρειάζεται η κριτική;‒, που φιλοσοφούμε, που κάνουμε μουσική, που ερωτευόμαστε.
Τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο από την ώρα που το «ρίζωμα» κατάργησε τα δίπολα της διαλεκτικής ή του σημαίνοντος-σημαινομένου, τον διαχωρισμό ψυχής σώματος ή ακόμα και τα ίδια τα όργανα τα οποία μετατρέπονται σε ροές και μοριακές καταστάσεις.
Ο Ντελέζ, ως φιλόσοφος, είναι γνωστό ότι δεν συμβιβάστηκε ποτέ με τα εγελιανά συστήματα και τις καρτεσιανές κατηγορίες, ενώ ο ψυχίατρος Γκουαταρί αρνήθηκε την αστυνομοκρατούμενη επισκόπηση του ασυνειδήτου, την οριοθέτηση της ψυχής από τον Φρόιντ.
Για να πολεμήσουν την ψυχανάλυση έγραψαν μαζί τον Αντι-Οιδίποδα, δηλαδή τον πρώτο τόμο του Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια, και για να χαράξουν ένα πραγματικό μανιφέστο για τον κόσμο της θεωρίας προχώρησαν στα περίφημα Χίλια Πλατώματα (μια ένσταση, ενδεχομένως, για τον τίτλο, καθώς τα Επίπεδα δεν θα ήταν μόνο πιο ακριβής αλλά και πιο εύηχη απόδοση). Ωστόσο πρόκειται για ένα από τα πιο δύσκολα, ειδικά στην απόδοση τους, κείμενα, του οποίου κάθε λέξη και έννοια-σχήμα ξεχαρβαλώνουν οποιαδήποτε εννοιολογική βεβαιότητα. Για την ακρίβεια, όπως λένε και οι ίδιοι οι συγγραφείς, την «απεδαφικοποιεί».
Ίσως ο Ντελέζ και ο Γκουαταρί να άλλαξαν, για πάντα, τον τρόπο της θεωρητικής ανάλυσης, επιμένοντας πως πρέπει να χαράξουμε εκ νέου το υλικό της αφήγησης ή της ιστορίας σε όλα τα επίπεδα, επανακαθορίζοντας τον τρόπο που συνδεόμαστε με τον ίδιο τον κόσμο: «Τέλος με τους μεγάλους ή με τους μικρούς πολέμους. Τέλος με τα ταξίδια που σέρνουν πάντα κάτι μαζί τους. Δεν έχω πια κανένα μυστικό κι αυτό επειδή έχασα το πρόσωπο, μορφή και ύλη. Δεν είμαι πλέον παρά μια γραμμή. Έγινα ικανός να αγαπώ, όχι με μια αφηρημένη οικουμενική αγάπη αλλά με μια αγάπη που θα διαλέξω, που θα με διαλέξει εκείνη, στα τυφλά, ο σωσίας μου, που, όπως εγώ, δεν θα έχει πια εγώ. Σωθήκαμε από τον έρωτα και για τον έρωτα, παρατώντας τον έρωτα και το εγώ. Δεν είμαστε παρά μόνο μια αφηρημένη γραμμή, ένα βέλος που διασχίζει το κενό. Απόλυτη απεδαφικοποίηση. Έχουμε γίνει όπως όλος ο κόσμος, αλλά με τον τρόπο που κανείς δεν μπορεί να γίνει όπως όλος ο κόσμος».
4.
Max Nettlau
Ιστορία της Αναρχίας
μτφρ. Λ. Παπαδοπούλου, Μ. Κορακιανίτης, Αλεξάνδρεια
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αυστριακός Μαξ Νετλάου γεννήθηκε λίγα μόλις χρόνια μετά το ξέσπασμα των αυτονομιστικών εξεγέρσεων του 1848, την πλέον αξιοσημείωτη ημερομηνία στην ιστορία του αναρχισμού, τη χρονιά δηλαδή που τα αυτονομιστικά κινήματα που θα ξεσπούσαν σε όλη την Ευρώπη θα πνίγονταν στο αίμα, δίνοντας τη θέση τους στα εθνικιστικά οράματα.
Ο Νετλάου, γνωρίζοντας καλά τις βασικές αρχές και διαφοροποιήσεις των αναρχικών κινημάτων και σχετιζόμενος προσωπικά με τις μεγαλύτερες μορφές τους (Μαλατέστα, Ρεκλί, Κροπότκιν κ.λπ.), κατάφερε να καταθέσει το πιο εμπεριστατωμένο πόνημα που κυκλοφορεί διεθνώς για τα πιο κρίσιμα και αξιοσημείωτα χρόνια της αναρχίας από τον 18ο αιώνα έως την εποχή του Μεσοπόλεμου, το οποίο επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια με τον τίτλο Ιστορία της Αναρχίας.
Μεταξύ άλλων, ο Νετλάου επιχείρησε, για παράδειγμα, να καταγράψει τις διαφοροποιήσεις του κινήματος ανά χώρα εξηγώντας αναλυτικά, για παράδειγμα, τα λάθη της παρισινής κομμούνας και τις διαφορές της από τον αναρχισμό στην Ισπανία, μια χώρα που «δεν γνώρισε, όπως η Γαλλία, έναν φιλελεύθερο 18ο αιώνα και μια επανάσταση, γι' αυτό και βρέθηκε να θρέφει τον αναρχικό κολεκτιβισμό».
Από την Ισπανία έφτασε στην Κεντρική Ευρώπη και την Ιταλία, όπου διαμορφώθηκε παράρτημα της περίφημης Διεθνούς από τον Μπακούνιν. Αλλά αυτό που φάνηκε να διαφοροποιεί τον Νετλάου ως στοχαστή από τους υπόλοιπους είναι η ιδιαίτερη έμφαση που έδωσε στη σημασία της τέχνης ‒ προφανής επιρροή που άσκησε πάνω του ο καλός του φίλος Γουίλιαμ Μόρις, «ο οποίος προτείνει τον συγκερασμό της τέχνης με τη ζωή, να δοθεί στην πρακτική παραγωγή μια αισθητική, να αντικαταστήσουμε τη μηχανοποίηση και τις επίσημες, τετριμμένες χρησιμοθηρικές ασχήμιες με την επιδέξια και ευχάριστη χειρωνακτική και πνευματική εργασία».
Κανείς δεν περιμένει, λοιπόν, σε ένα τέτοιο βιβλίο, δίπλα στον Μπακούνιν να δει αναφορές στον Χένρι Τζέιμς, στον Όσκαρ Ουάιλντ ή στον Ριχάρδο Βάγκνερ, απόδειξη πως οι τότε θεωρητικοί του αναρχισμού απείχαν έτη φωτός από τους σημερινούς, εύκολα αυτοαποκαλούμενους ως τέτοιους. Ένα βιβλίο-σταθμός που αξίζει να σημειωθεί πως μεταφράστηκε στα ελληνικά από τους Σύλβια Παπαδοπούλου και Μάκη Κορακιανίτη τη δύσκολο περίοδο της δικτατορίας.