Ο Σκωτσέζος καθηγητής Ρόντρικ Μπήτον, Διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών στο King's College του Λονδίνου, κέρδισε το ετήσιο βραβείο Ράνσιμαν 2014 για το βιβλίο του πάνω στη σύνθετη προσωπικότητα του Λόρδου Μπάιρον και τις απροσδόκητες συγκυρίες που τον οδήγησαν να λάβει μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Ο θεσμός του βραβείου Ράνσιμαν, προς τιμήν του ιστορικού Στήβεν Ράνσιμαν, ξεκίνησε το 1986 με την πρωτοβουλία του Αγγλοελληνικού Συνδέσμου και χορηγό την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος για βιβλία γραμμένα στην αγγλική γλώσσα με ελληνικό θέμα. Η σημαντική αυτή έκδοση κυκλοφόρησε το 2016 στα ελληνικά με τίτλο «Ο πόλεμος του Μπάιρον: Ρομαντική εξέγερση, ελληνική επανάσταση» (εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Κατερίνα Σχινά).
Η μελέτη αυτή δεν προσθέτει μια ακόμα βιογραφία του Μπάιρον στις διακόσιες ήδη υπάρχουσες. Αντίθετα, εντοπίζει την κλιμάκωση μιας εσωτερικής, ψυχολογικής διεργασίας που οδήγησε τον Μπάιρον να «μεταμορφωθεί» από εξεγερμένο ποιητή του ρομαντικού, λογοτεχνικού ρεύματος του 19ου αιώνα, σε Φιλέλληνα διπλωμάτη με πολιτική δράση και καίριο ρόλο και λόγο στη Ελληνική Επανάσταση.
Ο Μπήτον ερμηνεύει τα πιο σημαντικά ποιήματα αποκαλύπτοντας την «επαναστατική φαντασία» του Μπάιρον και ερευνά τις πλούσιες πηγές των αδημοσίευτων ελληνικών ιστορικών αρχείων που επιτρέπουν τη λεπτομερή χαρτογράφηση των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα το 1823 και 1824.
Η επαναστατική φλόγα του Μπάιρον βρίσκεται όμως στη φαντασία. Στην πραγματικότητα ο ποιητής παραμένει ένας «διστακτικός ριζοσπάστης», ακόμα και όταν συναντά τους επαναστάτες Καρμπονάρους της Ιταλίας. Ο Μπάιρον δεν συμφωνεί με τις ριζοσπαστικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούν οι Καρμπονάροι με τον αγώνα τους για απελευθέρωση από τα δεσποτικά καθεστώτα της χώρας τους. Αν πολεμούσε μαζί τους θα ερχόταν σε ρήξη με την αριστοκρατία, την τάξη στην οποία ανήκει.
Επισκεπτόμενος την Ελλάδα για πρώτη φορά μεταξύ 1809 και 1811, κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης περιοδείας στην ανατολική Μεσόγειο, ο Μπάιρον ακούει για τους επικηρυγμένους από τους Τούρκους Έλληνες κλέφτες και τις παράτολμες επιδρομές τους. Γοητεύεται από την έντονη θέλησή τους για ανεξαρτησία και τους ταυτίζει με τους ομηρικούς ήρωες που αποκτούν την υστεροφημία χάνοντας νέοι τη ζωή τους στη μάχη.
Έτσι γεννιέται και ο πιο σημαντικός χαρακτήρας που πλάθει ο Μπάιρον σε μετέπειτα ποιήματά του όπως τα «Γκιαούρ» και «Κουρσάρος»: η μορφή του ρομαντικού αμφισβητία και μοναχικού εξεγερμένου, ή αλλιώς του «βυρωνικού ήρωα» στα πρότυπα του Έλληνα κλέφτη.
Η επαναστατική φλόγα του Μπάιρον βρίσκεται όμως στη φαντασία. Στην πραγματικότητα ο ποιητής παραμένει ένας «διστακτικός ριζοσπάστης», ακόμα και όταν συναντά τους επαναστάτες Καρμπονάρους της Ιταλίας. Ο Μπάιρον δεν συμφωνεί με τις ριζοσπαστικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούν οι Καρμπονάροι με τον αγώνα τους για απελευθέρωση από τα δεσποτικά καθεστώτα της χώρας τους.
Αν πολεμούσε μαζί τους θα ερχόταν σε ρήξη με την αριστοκρατία, την τάξη στην οποία ανήκει. Υπήρχε σκεπτικισμός και μια διαχωριστική γραμμή για το τι σήμαινε μέσα του η επανάσταση. Για παράδειγμα, ο Μπάιρον ήταν επικριτικός προς τη Γαλλική Επανάσταση καθώς πίστευε ότι οι Μιραμπό και Λαφαγιέτ ήταν «μετριοπαθείς μεταρρυθμιστές», ενώ αποκαλούσε τον Ροβεσπιέρο και Μαρά «καθάρματα» που δεν σέβονταν κανέναν νόμο.
Λίγο μετά την κατάρρευση του κινήματος των Καρμπονάρων στην Ιταλία, ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση. Αν και οι κυβερνήσεις της Ευρώπης την καταδικάζουν, οι πρώτοι φιλελεύθεροι εθελοντές από κάθε γωνιά της ηπείρου κατεβαίνουν προς νότον, στο πλευρό των εξεγερμένων.
Εκείνον τον καιρό ο Μπάιρον συναντιέται με τον ρομαντικό, ριζοσπάστη ποιητή Σέλλεϋ στη Ραβέννα της Ιταλίας. Ο Βρετανός Σέλλεϋ, με τη φιλελληνική του ζέση καταφέρνει να ξεσηκώσει τον Μπάιρον που έχει ήδη γράψει ποίηση για την Ελλάδα, όπως το «Τσάιλντ Χάρολντ» και τον «Δον Ζουάν».
Στις σημειώσεις του «Τσάιλντ Χάρολντ» ο Μπάιρον δείχνει ότι είναι μάρτυρας μιας χώρας ερειπίων, με τις αρχαιότητες να υπενθυμίζουν ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα νεκρή. Τι μπορεί να γίνει ώστε να αναβιώσει ο αρχαίος πολιτισμός στον σύγχρονο κόσμο;
Στο ποίημα «Δον Ζουάν» η δράση του Δον Ζουάν τοποθετείται στην Ελλάδα και όχι στη γενέτειρά του Ισπανία, έτσι ώστε το έπος αυτό να συνδέεται με την περιοχή όπου διαδραματίζεται η Οδύσσεια του Ομήρου. Οι περίφημοι δεκάξι στίχοι που αρχίζουν με τη φράση «Ω νησιά της Ελλάδας...» γίνονται πλέον το σημαντικότερο σημείο αναφοράς για τους ενθουσιώδεις και εμπνευσμένους Ευρωπαίους που σπεύδουν να ενωθούν με τους επαναστατημένους Έλληνες.
Στο κλίμα της επανάστασης ο Μπάιρον μπαίνει πλέον συνειδητά, αφού διαβάσει και την περίφημη «Εισαγωγή» του Σέλλεϋ στο ποίημα του «Ελλάς», όπου ο ποιητής δηλώνει: «Είμαστε όλοι Έλληνες». Όπως αναφέρει ο Μπήτον, ο πλατωνιστής Σέλλεϋ συλλαμβάνει εδώ την ιδέα του αιώνιου πνευματικού θριάμβου της Ελλάδας: «Η κοινή καταγωγή συγχωνεύει το έθνος των αρχαίων με τους σημερινούς απογόνους τους και δημιουργεί ένα χρέος που όλοι όσοι δεν είναι Έλληνες το οφείλουν στους σύγχρονους Έλληνες» (σελ.163).
Είναι ο Μπάιρον όμως έτοιμος να εμπλακεί πολιτικά σε έναν απελευθερωτικό αγώνα; Ο τραγικός και πρόωρος θάνατος του Σέλλεϋ στην Ιταλία τον Ιούλιο του 1822 από πνιγμό έξω από τα παράλια του Λιβόρνο, τον στερεί από ένα ελεύθερο, παθιασμένο και εμπνευσμένο πνεύμα, ταγμένο στην Ελληνική Επανάσταση. Έναν χρόνο μετά, τον Ιούλιο του 1823 και ως φόρο τιμής στον Σέλλεϋ, ο Μπάιρον αναχωρεί για την Ελλάδα αποφασισμένος να διοχετεύσει την ουσία του ρομαντισμού σε πολιτική πράξη.
Την 1η Μαρτίου 1823 συστήνεται η Ελληνική Επιτροπή του Λονδίνου με σκοπό να βοηθήσει έμπρακτα την Ελλάδα να απελευθερωθεί και να γίνει το πρώτο ανεξάρτητο έθνος-κράτος στην Ευρώπη. Επιπλέον η Ελληνική Επανάσταση επαναξιολογείται από τη βρετανική κυβέρνηση, της οποίας η παρέμβαση, υπό τον Υπουργό Εξωτερικών Τζορτζ Κάννινγκ, σηματοδοτεί την πρώτη ρωγμή των συμμαχικών δυνάμεων ενάντια στις εξεγέρσεις των λαών.
Ο Μπάιρον εκπροσωπώντας την Επιτροπή είναι έτοιμος να ενισχύσει οικονομικά με δικούς του πόρους τον Αγώνα, μέχρις ότου εγκριθεί βρετανικό δάνειο. Όμως κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κεφαλλονιά αντιμετωπίζει τις εμφύλιες έριδες που μαίνονται στην ενδοχώρα. Η νηφάλια απόφαση του Μπάιρον να δώσει τα χρήματα σε μια κυβέρνηση με νομιμότητα και όχι σε «φατρίες» που τον θέλουν οπαδό, τον οδηγεί στο Μεσολόγγι όπου μαζί με τον φιλοβρετανό Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο προσπαθούν να αποφύγουν την έριδα που απειλεί σε εμφύλιο τις παρατάξεις των οπλαρχηγών, κυρίως μεταξύ Υδραίων και Κολοκοτρωναίων.
Στόχος του Μπάιρον και του Μαυροκορδάτου ήταν να επιλυθεί η εμφύλια σύγκρουση προς όφελος της κεντρικής εξουσίας. Η θέση του Μπάιρον στην πολιτική σκηνή της εξεγερμένης Ελλάδας, σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή της ελληνικής ιστορίας, είναι ξεκάθαρη: η εικόνα του αντισυμβατικού «βυρωνικού ήρωα» που βιώνει ο ποιητής ιδιοσυγκρασιακά παύει να κυριαρχεί χωρίς να τον παρασύρει πλέον στις επιλογές του.
Ο Μπάιρον είχε σαφή εικόνα της «πολιτικής οικονομίας» που όφειλε να ακολουθήσει η Ελλάδα. Πρώτον, έπρεπε να υπάρξει μια ισχυρή εθνική κυβέρνηση με συγκεντρωτικές λειτουργίες και δεύτερον, μέσα από διπλωματικές σχέσεις, οι Μεγάλες Δυνάμεις να πείθονταν για τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα που θα εξυπηρετούνταν καλύτερα αν στήριζαν το αναδυόμενο ελληνικό έθνος.
Αναμφίβολα «Ο πόλεμος του Μπάιρον» μπορεί να διαβαστεί και ως το πορτρέτο ενός βαθιά ευαισθητοποιημένου εκσυγχρονιστή-οραματιστή. Αντίθετα με πολλές βιογραφίες που περιγράφουν τον Μπάιρον ως θύμα ή έρμαιο των αντίξοων περιστάσεων που μετά βίας κατανοεί κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Μεσολόγγι, η εκδοχή του Μπήτον αντικειμενικά καταγράφει με λεπτομέρεια τη μορφοποίηση της ισχυρής πολιτικής συνείδησης του ποιητή. Εδώ φαίνεται να αιτιολογείται, κατά μία έννοια, το συμπέρασμα του Σέλλεϋ ότι «οι ποιητές είναι οι μη αναγνωρισμένοι νομοθέτες του κόσμου».
σχόλια