Βρέχει και ο κόσμος με προσπερνάει άκομψα με τις ομπρέλες του. Ένας ακόμη λόγος για να εκνευριστώ. Μαζί με τις βρισιές και τα βλέμματα που ρίχνω, κοιτάω γύρω μου για να καταλάβω αν και οι υπόλοιποι συμμερίζονται την κακοδιαθεσία μου. Κατά γενική ομολογία, ναι. Αν δεν είναι εκνευρισμένοι, τότε σίγουρα βιάζονται για να μην εκνευριστούν στη συνέχεια, εάν λουστούν- κυριολεκτικά και μεταφορικά- τις συνέπειες του θυμωμένου ουρανού.
Βρέχει και συνεχίζω να εξετάζω πρόσωπα. Τίποτα ιδιαίτερο δε με αποσπά, ώσπου πέφτω πάνω σε έναν επαίτη που έχω σταμπάρει εδώ και μέρες- όχι για κανέναν περίεργο λόγο, παρά μόνο διότι έχει την ηλικία του παππού μου, κάνοντάς με να θέλω να τον κλείσω σε ένα ζεστό τσιπουράδικο που θα παίζει ξερή,- και έχει απλώσει το χέρι του, σε ένδειξη της ανάγκης του και του αιτήματός του. Και αντί να βλαστημά την ώρα και τη στιγμή που βρέχει και όλα γίνονται πιο δύσκολα, πόσο μάλλον για τον ίδιο, κοιτάει το χέρι του που γεμίζει σταγόνες και γελάει. Με ένα γέλιο αφελές και καθαρό, ίσως ένα γέλιο πληρότητας.
Οι σταγόνες τού έχουν γεμίσει τη χούφτα και ενώ με μια πρώτη ανάγνωση φαίνεται άδεια, ξέρω ότι για εκείνον είναι ίσως από τις ελάχιστες φορές που νιώθει ότι ο ανεφοδιασμός του είναι διαρκής. Η βροχή δεν κάνει διακρίσεις και σε αντίθεση με την κυρία με το βαρύγδουπο παλτό ή τον ροκά που τον αγνοούν, η βροχή είναι εκεί και του δίνεται απλόχερα. Ολόκληρη. Με βλέπει που τον κοιτάω και σαν να διαβάζει την απορία μού δείχνει τη βροχή και μετά το γερασμένο χέρι. Τώρα γελάει με φωνή.
Βρέχει και πλέον αισθάνομαι αδύναμη. Η βροχή στάθηκε πιο ανθρώπινη από μένα και τους ομοίους μου.
Πλέον βρέχει και προσπαθώ να χαμογελάσω.