Ελάχιστα απέχει το Μπούρτζι από το σπίτι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, όπου μεγάλωσε και πέθανε ο σημαντικός λογοτέχνης των αρχών του 20ού αιώνα. Ο βράχος που δεσπόζει στο λιμάνι του νησιού, όπου χτίστηκε σχολείο με λεφτά του εθνικού ευεργέτη Ανδρέα Συγγρού το 1906, πέντε χρόνια πριν από τον θάνατο του συγγραφέα της Φόνισσας, προτομή του οποίου υπάρχει στην είσοδό του και που σήμερα λειτουργεί ως πολιτιστικό κέντρο. Εκεί επάνω, την Κυριακή 6 Ιουλίου, καλεσμένοι του πολιτιστικού συλλόγου «Η Σκιάθος», που σε συνεργασία με τον Δήμο Σκιάθου οργάνωσε ένα συμπόσιο για τη Φόνισσα, παρακολουθήσαμε από κλιμάκιο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής την παγκόσμια πρώτη αποσπασμάτων της ομώνυμης όπερας του Γιώργου Κουμεντάκη. Αφού πρώτα ο διευθυντής της ΕΛΣ, κύριος Μύρωνας Μιχαηλίδης, έκανε μία αναδρομή στο πώς και γιατί κατέληξε να αναθέσει στον συνθέτη μία σύγχρονη ελληνική όπερα, ακολούθησε μία σειρά από ομιλίες που μας εισήγαγαν στην επιστημονική ανάλυση της κορυφαίας νουβέλας του Παπαδιαμάντη. Ο συνθέτης και ο λιμπρετίστας Γιάννης Σβώλος, του οποίου πρωταρχική ιδέα ήταν να γίνει η Φόνισσα literaturoper (όρος που παραπέμπει σε όπερες που βασίζονται στη λογοτεχνία), μας εξήγησαν τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν και τις δυσκολίες που προέκυψαν στη μεταφορά σε όπερα του παπαδιαμαντικού αριστουργήματος. Τέλος, ακούσαμε ένα χαρακτηριστικό δείγμα από το τρίτο μέρος του έργου, του οποίου η πρεμιέρα έχει οριστεί για τις 19 Νοεμβρίου του 2014 στο Μέγαρο.
Η Φόνισσα διηγείται την ιστορία της Φραγκογιαννούς που πνίγει κοριτσάκια για να απαλλάξει την κοινωνία από αυτά. Γραμμένη το 1903 (πρωτοδημοσιεύτηκε στα «Νέα Παναθήναια» σε συνέχειες), την ίδια περίπου εποχή που ο Παπαδιαμάντης μετέφραζε το Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι και τον Δράκουλα του Στόουκερ, μοιάζει να έχει δεχτεί σοβαρές επιρροές και από τα δύο. Παράλληλα, είναι η εποχή που η Ευρώπη δεχόταν επιρροές από διάφορες θεωρίες, όπως ο κοινωνικός δαρβινισμός, η ευγονική και ο Υπεράνθρωπος. Σε αυτές ακριβώς τις καταβολές αναφέρθηκε η καθηγήτρια της Φιλοσοφικής του Αριστοτελείου κ. Γεωργία Φαρίνου-Μαλαματάρη, εξηγώντας ότι το σπουδαίο αυτό διήγημα-νουβέλα αποτελεί ένα μνημείο λογοτεχνικού ψυχογραφήματος και κοινωνικού ρεαλισμού που καταγράφει μοναδικά τόσο την εποχή όσο και τον τόπο ως αντανάκλαση της ίδιας της ηρωίδας. Ανέλυσε το έργο εμβαθύνοντας τόσο στο ψυχαναλυτικό όσο και στο θεολογικό και κοινωνικό κομμάτι, αναδεικνύοντας όλες τις φαντασιακές και πραγματικές διαδρομές της Φραγκογιαννούς, αυτής της εμβληματικής μορφής των ελληνικών γραμμάτων, φωτίζοντας τους πιθανούς και απίθανους λόγους που την ώθησαν στους φόνους των μικρών κοριτσιών, που έκτοτε στοιχειώνουν κατά έναν τρόπο τη φιλολογική μας μυθολογία, σαν να επρόκειτο για αληθινές περιπτώσεις, λαογραφικής προέλευσης. H διαχείριση του χρόνου από τον Παπαδιαμάντη, η μεταιχμιακή εικόνα της Φόνισσας που ζει στην κοινωνία με την οποία συναλλάσσεται μεν αλλά δεν αποτελεί μέρος της, η πολυφωνικότητα του μυθιστορήματος που παραπέμπει στον Ντοστογιέφσκι, οι διάλογοι και κυρίως οι μονόλογοι που συνδιαλέγονται με το θείο, το ανοιχτό τέλος με τον πνιγμό της «μεταξύ της θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης», όλα αυτά αποτελούν στοιχεία που οδηγούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο λόγος του κ. Δημήτρη Πολυχρονάκη, επίκουρου καθηγητή Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, διαβάστηκε από τον σκηνοθέτη Αλέξανδρο Ευκλείδη, καθώς ο πρώτος δεν κατάφερε να φτάσει στο νησί, και είχε θέμα τον «αναποδογυρισμένο κόσμο της Φραγκογιαννούς». Πώς δηλαδή ο Παπαδιαμάντης καταφέρνει με τη Φόνισσα να αναποδογυρίσει ολόκληρη την προηγούμενη διηγηματογραφία του, επαναλαμβάνοντας βασικά θέματα που πάντα τον απασχολούν, αλλά που εδώ παρουσιάζει από την ανάποδη. Ένας Παπαδιαμάντης αντιστραμμένος, που «δοκιμάζει τον χριστιανισμό του σε ένα καυτό κοινωνικό θέμα, όπως ήταν η βρεφοκτονία, στις παλιότερες κοινωνίες και εποχές», μέσα από μία σύγχυση η οποία δεν καθορίζει μόνο την πρωταγωνίστρια αλλά και ολόκληρο το έργο.
Η Φόνισσα δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τη σκοτεινή και ψυχικά ταραγμένη πλευρά της ηρωίδας αλλά και από χιούμορ που ήταν ιδιαίτερα εμφανές στα αποσπάσματα που ακούστηκαν από το τρίτο μέρος της όπερας. Ο στόχος, βέβαια, του συνθέτη Κουμεντάκη ήταν καταρχάς να δώσει απάντηση στο ερώτημα πώς μπορεί να είναι μία ελληνική όπερα σήμερα, αλλά κυρίως στο πώς μπορεί να «αναβιωθεί εσωτερικά» το ψυχογράφημα της Φόνισσας, «μιας γυναίκας με περίεργη ψυχοσύνθεση, ποικιλοτρόπως ταλαιπωρημένη από τον περίγυρο και βαθιά βασανισμένης, ακόμα και από τον ίδιο της τον εαυτό», όπως υπογράμμισε στη δική του παρέμβαση. Και τι συνδέει το σήμερα με την ηρωίδα του Παπαδιαμάντη; «Νομίζω η έλλειψη αγάπης. Έχει δει να υψώνεται γύρω της ο φόβος, το ψέμα, το μίσος, η απελπισία, αλλά όχι η αγάπη. Δεν υπάρχουν όνειρα, μόνο εφιάλτες. Η προβολή της παντοδυναμίας πάνω στους αδύναμους, ανήμπορους ανθρώπους σε μια ζωή χωρίς νόημα και η ίδια απέραντη μοναξιά, τότε και τώρα» επισήμανε.
Στην όπερα που συνέθεσε δεύτερη «πρωταγωνίστρια» θεωρεί τη Φύση. Σε αντίθεση με το κείμενο, όπου η Φρακογιαννού διασχίζει το νησί της μέχρι το σχεδόν μεταφυσικό τέλος της, στο σκηνικό που θα δούμε στο Μέγαρο, και το οποίο υπογράφει ο εικαστικός Πέτρος Τουλούδης με ιδιαίτερη έμφαση στην ελληνικότητα και στον ανοιχτό ορίζοντα, αντί να τρέχει η ίδια να ξεφύγει στη 2η πράξη, γύρω από εκείνη θα «τρέχει» η φύση περικυκλώνοντάς την, στέκοντας ακίνητη μέχρι να πνιγεί και να χαθεί.
Ο νους της Φρακογιαννούς κατά τον Παπαδιαμάντη «ψηλώνει», ένας νους που χάνεται σε σκέψεις αλλόκοτες και θολές. Το παπαδιαμαντικό χιούμορ επανέρχεται συχνά, και μάλιστα στα αποσπάσματα που ακούστηκαν στο Μπούρτζι ήταν πασιφανές. Ο Κουμεντάκης, θέλοντας να παντρέψει την ελληνική παράδοση με την οπερατική φόρμα, εντάσσει πολυφωνικά τραγούδια της Ηπείρου, τα οποία στην παρουσίαση ερμηνεύτηκαν από τέσσερις μοιρολογίστρες. Η παράσταση, ωστόσο, θα πλαισιωθεί από τέσσερις χορωδίες: μία αντρική σε ρόλο ισοκράτη των δεινών της ανθρώπινης φύσης, δύο γυναικείες –μία πολυπληθή ως καθρέφτη της καθημερινότητας και μία αποτελούμενη από τις μοιρολογίστρες– και, τέλος, από έναν παιδικό χορό που θα τροφοδοτεί την εγκληματική φύση της ηρωίδας.
Τις ομιλίες έκλεισε ο σκηνοθέτης της παράστασης Αλέξανδρος Ευκλείδης, ο οποίος, αφού πρώτα εκθείασε το γεγονός ότι σπάνια ένας σκηνοθέτης όπερας έχει την τύχη να είναι παρών στη δημιουργία ενός έργου εν τη γενέσει του –πράγμα τρομερά ενδιαφέρον, αφού η όπερα δεν έχει ακουστεί ακόμα σε μορφή παράστασης και ούτε βέβαια έχει ηχογραφηθεί-, εξήγησε όλες τις παραμέτρους που πρέπει να λάβει υπόψη του, τόσο ο ίδιος όσο και ο σκηνογράφος. Τη σύλληψη ενός σκηνικού χώρου που ταυτόχρονα είναι και η διατύπωση του ψυχικού τοπίου της ηρωίδας, με συνεχείς εναλλαγές εξωτερικών και εσωτερικών χώρων, από τον ρεαλισμό στην απόλυτη αφαίρεση, από τους εφιάλτες της Φραγκογιαννούς στο πραγματικό, αλλά, πρωτίστως, την απόδοση της γλώσσας της σύνθεσης και του λιμπρέτου, μιας γλώσσας με πολλές αποχρώσεις, ενός διαλόγου του αόρατου και του πνευματικού.
Στα αποσπάσματα που ακούστηκαν τη μουσική διεύθυνση είχε ο Νίκος Βασιλείου και εκτός από το πολυφωνικό σύνολο που αποτελούνταν από τις Ειρήνη Δερέμπεη, Μαρία Κώττη, Μάρθα Μαυροειδή και Μαρία Μελαχροινού, τη Φραγκογιαννού ερμήνευσε η Ειρήνη Τσιαρκίδου, τη Κρινιώ η Νίκη Χαζιράκη, τον Αστυνόμο ο Νίκος Στεφάνου και τον Ειρηνοδίκη ο Βαγγέλης Μανιάτης. Το ενόργανο σύνολο αποτελούνταν από τον Νίκο Νικόπουλο στο φλάουτο, τον Γιάννη Σαμπροβαλάκη στο κλαρινέτο και τον Κώστα Ράπτη στο μπαγιάν. Όλοι τους καταχειροκροτήθηκαν κι έδωσαν ραντεβού με την υπόλοιπη Λυρική για τον Νοέμβριο στο Μέγαρο.
σχόλια