Το 21ο Φεστιβάλ Καννών δεν θα μπορούσε να έχει ξεκινήσει με πιο ακαδημαϊκή επιλογή: στις 10 Μαΐου του 1968 η επανέκδοση του «Όσα παίρνει ο άνεμος» πυρπολεί το πανί σε αναπαλαιωμένη κόπια 70 mm και τη στιγμή που εμφανίζεται ο Κλαρκ Γκέιμπλ οι καλεσμένοι, έμπλεοι νοσταλγίας και ενθουσιασμού, ξεσπούν σε χειροκροτήματα.
Δύο είναι οι μεγάλοι απόντες της βραδιάς. Η Ολίβια ντε Χάβιλαντ ήταν (και, 50 χρόνια αργότερα, παραμένει) η μοναδική εν ζωή από το καστ και δεν δέχτηκε να παρευρεθεί στην αφιερωματική βραδιά, γιατί η παραγωγός εταιρεία αρνήθηκε να της καλύψει τα έξοδα του ταξιδιού. Και ο υπουργός Πληροφοριών, Ζορζ Γκορς, δήλωσε κώλυμα, γιατί τον κράτησαν στην πρωτεύουσα κάποια... γεγονότα.
Ενώ το Φεστιβάλ Καννών παλλόταν από ανυπομονησία στην προοπτική ανερχόμενων δημιουργών, όπως ο Μίκλος Γιαντσό και ο Οτάρ Ιοσελιάνι, η μυρωδιά από τα δακρυγόνα που έπεφταν βροχή στο Παρίσι για να αναχαιτίσουν τις διαδηλώσεις γινόταν ολοένα και πιο αισθητή στον λαμπερό Νότο της χώρας.
Την επομένη της μεγάλης πρεμιέρας, η Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου της Γαλλίας ζητά από το φεστιβάλ να παύσει στις 12, για να συμμετάσχει στη γενική απεργία, και να ξεκινήσει εκ νέου στις 13 του μηνός.
Κι ενώ την αποφράδα εκείνη ημέρα η στάρλετ Ζινέτ Λαμπίς έχει καλέσει τους φωτογράφους στην παραλία για να μοστράρει τα κάλλη της, δίνοντας την υπόσχεση πως δεν θα φορά σουτιέν, οι κάμερες στρέφονται προς εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, γιατί στη σάλα «Κοκτό» μυρίζει μπαρούτι.
Το ίδιο αίτημα απευθύνεται στον διευθυντή του Φεστιβάλ, Ρομπέρ Φαβρ Λε Μπρε, από μια ομάδα μαθητών της Νίκαιας, αλλά η απάντηση είναι αρχηγικά αρνητική: «Οι προβολές θα πραγματοποιηθούν κανονικά, εκτός κι αν προκύψει ανωτέρα βία».
Ο κριτικός του «Nouvel Observateur» Ζαν Πουί Μπορί, δίνει κουράγιο στους μαθητές να επιμείνουν, λέγοντας «και σκασίλα μας αν μας αποκαλέσουν Αγανακτισμένους της Croisette ή Επαναστάτες του ξενοδοχείου Κάρλτον».
Την ίδια στιγμή που μια αντιπροσωπεία Γάλλων κριτικών μεταβαίνει στις Κάννες και καταφέρνει να προκαλέσει την αναβολή των ταινιών του επίσημου προγράμματος, σε μια έκλαμψη αυθορμητισμού και γενναιοδωρίας στέλεχος του στούντιο της Universal τους διαθέτει τη λιμουζίνα της εταιρείας για τις μετακινήσεις τους − με τον σοφέρ στο πακέτο της αφιλοκερδούς προσφοράς.
Στο μεταξύ, στο Παρίσι, στις 17 Μαΐου, οι φοιτητές της Σχολής Φωτογραφίας και Κινηματογράφου της οδού Vaugirard, συνεπικουρούμενοι από τους απεργούς κινηματογραφιστές και το συνδικάτο των τεχνικών, ψηφίζουν απόφαση γενικής απεργίας όλων των στούντιο, την κατάληψη των χώρων του Πανεπιστημίου και τη διακοπή του Φεστιβάλ.
Την ίδια μέρα, ο Φρανσουά Τριφό φτάνει στις Κάννες για να προετοιμαστεί για την κρίσιμη συγκέντρωση της 18ης Μαΐου.
Η αφορμή είναι η σύσταση μιας επιτροπής υπεράσπισης του διευθυντή της Ταινιοθήκης Ανρί Λανγκλουά, τον οποίο ο υπουργός Πολιτισμού Αντρέ Μαλρό θέλει να διώξει, και μια εκδήλωση προς τιμήν του κριτικού Ζορζ Σαντούλ, ο οποίος είχε φύγει από τη ζωή τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους.
Το ραντεβού δίνεται στην αίθουσα «Ζαν Κοκτό» στις 10 η ώρα. Ο playboy μουσικός παραγωγός Έντι Μπάρκλεϊ, ταυτόχρονα, δεξιώνεται την καλή κοινωνία με σαμπάνιες και όμορφες κοπέλες σε ένα από τα παραδοσιακά mega-πάρτι του.
Κι ενώ την αποφράδα εκείνη ημέρα η στάρλετ Ζινέτ Λαμπίς έχει καλέσει τους φωτογράφους στην παραλία για να μοστράρει τα κάλλη της, δίνοντας την υπόσχεση πως δεν θα φορά σουτιέν, οι κάμερες στρέφονται προς εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, γιατί στη σάλα «Κοκτό» μυρίζει μπαρούτι.
Η υπόθεση Λανγκλουά γρήγορα περνάει σε δεύτερη μοίρα και εξαφανίζεται από την ατζέντα, γιατί προηγείται το αίτημα του σαμποτάζ του Φεστιβάλ.
«Δεν γίνεται κανείς από εμάς, τον Τριφό, τον Πολάνσκι κι εμένα, να μην έχει υποβάλει καμία ταινία στο Φεστιβάλ με θέμα τους εργάτες και το κίνημά τους, ενώ συμβαίνουν όλα αυτά στο Παρίσι. Οι φοιτητές τρώνε ξύλο και μας δίνουν το παράδειγμα», έλεγε στο ακροατήριο του ο Γκοντάρ.
Μιλώντας εκ μέρους χιλιάδων εργαζομένων στον χώρο του σινεμά, ο Τριφό κάλεσε τους συμμετέχοντες να απόσχουν και να αντιτεθούν στην κυβέρνηση του Προέδρου Ντε Γκολ.
Ο Τριφό φαίνεται να πρωτοστατεί, ο Λουί Μαλ, μέλος της κριτικής επιτροπής, ο οποίος μόλις έχει φτάσει από ένα μεγάλο ταξίδι στην Ινδία για να προωθήσει την εκτός διαγωνιστικού συμμετοχή του με την ταινία του «William Wilson», χαϊδεύει τη χίπικη γενειάδα του και συμφωνεί με μακάριο χαμόγελο, ενώ ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ κάθεται απαθής, ώσπου ξεσπάει βροντοφωνάζοντας: «Δεν γίνεται κανείς από εμάς, τον Τριφό, τον Πολάνσκι κι εμένα, να μην έχει υποβάλει καμία ταινία στο Φεστιβάλ με θέμα τους εργάτες και το κίνημά τους, ενώ συμβαίνουν όλα αυτά στο Παρίσι. Οι φοιτητές τρώνε ξύλο και μας δίνουν το παράδειγμα».
Ο Μαλ υπερθεματίζει: «Έπρεπε να έχουμε σταματήσει εδώ και καιρό αυτό το κοσμικό και ανταγωνιστικό Φεστιβάλ» − βέβαια, δεν είχε διαμαρτυρηθεί όταν κέρδιζε το μεγάλο βραβείο, μερικά χρόνια νωρίτερα. Λίγο πριν ο Τριφό είχε αναγγείλει στους παρευρισκόμενους πως είχε δεχτεί τηλεφώνημα από τον Αλέν Ρενέ, που ήταν μπλοκαρισμένος στη Λυών λόγω της γενικής απεργίας, πως αποσύρει τη συμμετοχή του «Je t' aime, je t' aime».
Το ίδιο έκανε και ο Βρετανός Τέρενς Γιανγκ, που ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής, μετά από παραινέσεις του γαλλικού σωματείου κινηματογραφιστών.
Η Μόνικα Βίτι, επίσης μέλος της επιτροπής, αρχικά εκφράζεται με δυσφορία («Με έχουν καλέσει επίσημα και δεν είναι δουλειά μου να εμπλακώ σε πολιτικά ζητήματα που δεν με αφορούν»), αλλά γρήγορα τα μαζεύει και παραιτείται από το πόστο της.
Ο Ρόμαν Πολάνσκι βλέπει την κατάσταση με άλλο μάτι. Μέλος της κριτικής επιτροπής, έφτασε στις Κάννες συντροφιά με τη νέα αγαπημένη του, τη Σάρον Τέιτ, και μια κόκκινη Φεράρι που φόρτωσε από το Λος Άντζελες για να κάνει τις βόλτες του.
Φρέσκος από την τεράστια επιτυχία του «Μωρού της Ρόζμαρι» και αποφασισμένος να απολαύσει 10 ηδονιστικές ημέρες στην Κυανή Ακτή με αντάλλαγμα να δει τις ταινίες του Επίσημου Διαγωνιστικού ως μέλος της κριτικής επιτροπής, όχι μόνο έπεσε πάνω σε μια χαοτική κατάσταση που δεν είχε καθόλου υπολογίσει και του χάλασε τα σχέδια καλοπέρασης, «τις δύο εβδομάδες των χρυσών ονείρων», βρίσκοντας παράλογη τη διακοπή του Φεστιβάλ με τη δικαιολογία ότι είναι σύμβολο του καπιταλισμού και του ελιτισμού, αλλά δεν ήθελε και να κακοκαρδίσει τους φίλους και συναδέλφους του, τον Τριφό, τον Γκοντάρ και την παρέα του από το Παρίσι.
Ο λόγος που η αυτόματη αρχική του αντίδραση ήταν να ξεμπερδεύει, απορρίπτοντας τα επιχειρήματα που ακούστηκαν, ήταν, εκτός από τον έμφυτο, απολιτίκ κυνισμό του, οι προσωπικές του μνήμες από τη σταλινική Πολωνία των '50s που ανασύρθηκαν από την αριστερή μεθόδευση ανατροπής των ελευθεριών που τόσα χρόνια γευόταν μακριά από τα κατεχόμενα, πάτρια εδάφη.
«Οι Κάννες μου θυμίζουν Οδησσό» είπε, όταν πήρε για πρώτη φορά τον λόγο, σε ένα κοινό που βασικά ήθελε να δει ταινίες και δυσανασχετούσε γιουχάροντας τις αρνητικές προθέσεις των αυτόκλητων τοποτηρητών της νέας, επαναστατικής τάξης πραγμάτων.
Η πρότασή του να προβληθούν κανονικά οι ταινίες, αλλά χωρίς έπαθλα, έμοιαζε λογικός συμβιβασμός και ταυτόχρονα μια δεύτερη ευκαιρία αναίμακτης παραμονής του στην ηλιόλουστη Croisette.
Το πιο παράλογο, ωστόσο, ήταν πως ο μόνος που συμφώνησε ανοιχτά μαζί του ήταν ο εκπρόσωπος της Σοβιετικής Ένωσης στην κριτική επιτροπή, ο ποιητής Βσεβολόντ Ροντενσβέσκι, που έκρινε σκανδαλώδη τα σχέδια, χωρίς να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις για τον συλλογισμό του.
Ανάμεσα στους επίδοξους νικητές του πρώτου βραβείο, πριν θεσπιστεί ο Χρυσός Φοίνικας, ήταν και ο Τσεχοσλοβάκος Μίλος Φόρμαν. Ο παραγωγός Κλοντ Μπερί είχε κάνει τα αδύνατα δυνατά να φέρει την τελευταία του ταινία «Φωτιά... Πυροσβέστες» στο Φεστιβάλ και ο Φόρμαν αδημονούσε για την καλλιτεχνική της υποδοχή, πίνοντας την Dom Perignon του στο Cap d' Antibes.
Ακόμη ένας «τραυματίας» από την κομμουνιστική λογοκρισία, όπως και ο Πολάνσκι πριν μεταναστεύσει, ο Φόρμαν, μαζί με τον φίλο του Γιαν Νέμες, πήρε στην πλάκα την επανάσταση στη Γαλλία και άπλωσε μια μακριά κατακόκκινη σημαία από το μπαλκόνι της σουίτας του στο πολυτελές θέρετρο όπου κατέλυε. Την κατέβασε πάραυτα όταν ο ένοικος του δωματίου ακριβώς από κάτω παραπονέθηκε έντονα, επειδή του έκοβε την υπέροχη θέα − δεν ήταν άλλος από τον Όρσον Γουέλς!
Όταν του ζητήθηκε από τη νεοσύστατη επιτροπή να αποσύρει την ταινία του, απάντησε «ευχαρίστως», αν και πρόσθεσε πως δεν κατάλαβε πού ακριβώς εντοπιζόταν το πρόβλημα. Ακολούθησαν ο Μισέλ Κουρνό, ο Κλοντ Λελούς, ο Ρίτσαρντ Λέστερ, ο Νέμες και ο Ισπανός σκηνοθέτης Κάρλος Σάουρα.
Γύρω στις 2 η ώρα, ο τελευταίος, μαζί με τη σύντροφο και πρωταγωνίστρια στην ταινία που διαγωνιζόταν, το «Στον κατήφορο του πάθους» («Peppermint Frappe»), την Τζεραλντίν Τσάπλιν, ακολούθησε τους υπόλοιπους όταν μετέφεραν το πολιτικό συμπόσιο από τη μικρή αίθουσα «Κοκτό» στην κεντρική σκηνή του Grand Palais, για να αναστείλουν, χρησιμοποιώντας και το σώμα τους αν χρειαζόταν, την επίσημη προβολή.
Όλοι μαζί, πρωτοστατούντων των Σάουρα και Τσάπλιν, προσπάθησαν να εμποδίσουν το άνοιγμα της αυλαίας, τραβώντας την ακριβή κουρτίνα για να επανέλθει στην απαγορευτική, αρχική της θέση. Όταν δεν το κατάφεραν, στάθηκαν μπροστά από τη σκηνή, ανάμεσα στους θεατές και το πανί, δημιουργώντας σκιά ικανή να εμποδίσει την ομαλή θέαση.
Τη στιγμή που οι πρώτες εικόνες της ταινίας ξεδιπλώνονται στην οθόνη, άνδρες της ασφάλειας τρέχουν προς το μέρος των στασιαστών για να τους μετακινήσουν. Ο Τριφό δέχεται χτύπημα από ζώνη και πέφτει καταγής, ενώ ο Γκοντάρ τρώει σφαλιάρα ουρλιάζοντας «οι ταινίες ανήκουν σε αυτούς που τις γυρίζουν και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τις προβάλει χωρίς την έγκριση των δημιουργών».
Τα φώτα ανάβουν, ο κόσμος σφυρίζει αποδοκιμάζοντας και ο Λε Μπρε ανακοινώνει τη διακοπή όλων των προβολών για το απόγευμα και το βράδυ της 18ης.
Ενώ καλλιτέχνες, όπως ο Ντομινίκ Ντελούς, ικετεύουν για την προβολή της ταινίας τους («μου πήρε 10 χρόνια να την ολοκληρώσω», ισχυρίζεται) και ο Φαβρ Λε Μπρε συντάσσεται με την άποψη Πολάνσκι και προτείνει την εναλλακτική λύση της δωρεάν προβολής όλων των ταινιών χωρίς βραβεία, ο Γκοντάρ παραμένει ανένδοτος: «Κάψτε όλες τις κόπιες».
Μερικοί, όπως ο Ντεζιρέ Εκαρέ από την Ακτή Ελεφαντοστού, διαμαρτύρονται εκ μέρους όλων των προσκεκλημένων που μπήκαν στον κόπο να έρθουν ταξιδεύοντας από την άλλη άκρη του κόσμου.
Ένας μικρός Παριζιάνος αιθουσάρχης, ο Κλοντ Μακόφσκι, φωνάζει στον Πολάνσκι «είσαι αντιδραστικός» και ο Πολωνός τού απαντά ατάραχος: «Κλοντ, εσύ γιατί μιλάς; Ούτε σκηνοθέτης είσαι, ούτε παραγωγός, ούτε κριτικός. Δεν έχεις δικαίωμα».
Ο Τριφό θέτει το ζήτημα σε γενικότερο πλαίσιο: «Δεν γίνεται να έχουν παραλύσει τα εργοστάσια, τα τρένα και οι υπηρεσίες, και το ραδιόφωνο να μεταδίδει πως το Φεστιβάλ συνεχίζεται κανονικά. Θα γίνουμε διεθνώς ρεζίλι».
Ένας Καναδός αντιτίθεται: «Αφήστε τις ταινίες να μιλήσουν». Και ο Μπορί αγανακτεί: «Αυτά είναι παιδαριώδη πράγματα. Η πλειοψηφία αυτών που παλεύουν να κάνουν τις ταινίες είναι εργάτες και τώρα απεργούν».
Με μια κρίσιμη παρέμβαση «τορπιλιστών» του Φεστιβάλ στο ισχυρό σωματείο των παραγωγών, που μέχρι τότε διχάζονταν ως προς το αν έπρεπε να σταματήσει ή όχι το Φεστιβάλ, φοβούμενοι τις αρνητικές συνέπειες που θα είχε στον σταθερό θεσμό, το διοικητικό συμβούλιο του Φεστιβάλ αποφασίζει, διά στόματος του Λε Μπρε, πως το 21ο Φεστιβάλ Καννών διακόπτεται οριστικά και αμετάκλητα − και ζητά συγγνώμη από τους ξένους προσκεκλημένους για την ταλαιπωρία. Τρένα και αεροπλάνα έχουν μείνει παρκαρισμένα.
Ο κριτικός κινηματογράφου του «La Croix» προθυμοποιείται να χωρέσει στο αμάξι του μερικούς που επείγονται να επιστρέψουν στην πρωτεύουσα. Ο μεγαλοπαραγωγός Σαμ Σπίγκελ φιλοξενεί «ξέμπαρκους» στο υπερπολυτελές γιοτ του. Ο δικαιωμένος Φρανσουά Τριφό αλλάζει γνώμη και δεν αρραβωνιάζεται την Κλοντ Ζαντ.
Ο απογοητευμένος Ρόμαν Πολάνσκι παίρνει την ξανθιά Τέιτ και την κόκκινη Φεράρι και δραπετεύουν στη Ριβιέρα, συνεχίζοντας τις διακοπές. Ο Λουί Μαλ πάει στο Blue Bar για ένα ποτό. Του αρνούνται την είσοδο. Οι ιδιοκτήτες δεν συγχωρούν την οικονομική ζημιά που επέφερε στις Κάννες αυτός και τα «αριστερά» φιλαράκια του.
Με στοιχεία από τη «Monde»
σχόλια