Γιόρταζε κι ο Γκοντάρ
Γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1930
Δύο συναισθηματικά βιβλία της Αν Βιαζέμσκι (Μια μελετηρή χρονιά και 'Ενας χρόνος μετά), σαν βγαλμένα απευθείας από ένα συνεπές νεανικό ημερολόγιο -παντρεύτηκε ανήλικη με τα κριτήρια της εποχής- διηγούνται την τετράχρονη σχέση της με τον Γκοντάρ, έναν Γκοντάρ "πιο αληθινό κι από τη φύση του" που κολλάει απόλυτα στην ιδέα που θα μπορούσαμε να είχαμε γι' αυτόν, συνθέτοντας έναν ευαίσθητο παλμογράφο της προσωπικής σφαίρας (οι νεανικές ανησυχίες, οι οικογενειακές εντάσεις, η σφοδρότητα του έρωτα), αλλά και γενικότερα των προσεισμικών δονήσεων που προετοίμαζαν την έκρηξη του Μάη του '68. Κι όπως κάθε τέλος, "το δυστυχισμένο τέλος της ιστορίας μας έγινε κοινότυπο και ιδιωτικό, έπαψα να είμαι ένας προνομιούχος μάρτυρας της εποχής του. Δεν θα το γράψω."
Το πρώτο ραντεβού.
Και ναι, ήταν εδώ, στις δώδεκα, μπροστά στο δημαρχείο με ρούχα της πόλης κι ένα βιβλίο στο χέρι. (...)
- Είχα το χρόνο να κοιτάξω γύρω μου, δεν υπάρχει τίποτα... Καλύτερα θα ήταν να γευματίσουμε κοντά στην Αβινιόν. Πεινάτε; Νοίκιασα ένα αυτοκίνητο.
Στη διαδρομή μιλούσε σαν κάποιον που φοβάται τη σιωπή. Απ' ότι καταλάβαινα ετοιμαζόταν να γυρίσει δύο ταινίες ταυτόχρονα. Πριν προλάβω να του κάνω ερωτήσεις, είχε κιόλας αλλάξει θέμα. Ποιοί ήταν οι αγαπημένοι μου συγγραφείς; Μου άρεσε ο Μότσαρτ; 'Εδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν έμαθε ότι μάζευα ροδάκινα πριν ξεκινήσω τις επαναλήψεις μου στο μάθημα της φιλοσοφίας.
Στο εστιατόριο, ενώ εγώ μελετούσα με λαιμαργία το μενού, εκείνος διάλεξε ό, του ήρθε. Κοιταζόμασταν συχνά, αλλά ποτέ κατάματα, πάντα λοξά. (...)
Σ' ένα δισκοπωλείο, μου χάρισε τα κουαρτέτα του Μότσαρτ, σ' ένα βιβλιοπωλείο τη Nadja του Μπρετόν. (Μια μελετηρή χρονιά)
Κρυφά, στο σπίτι της φίλης
Ο Ζαν-Λυκ είχε βγάλει τα γυαλιά του. Ανακάλυπτα τα μάτια του, που ήταν πολύ όμορφα και με κοιτούσαν ορθάνοιχτα. Το βλέμμα του ήταν πολύ γλυκό, τόσο που καταντούσε σχεδόν λυπημένο. 'Εμοιαζε να δίνεται χωρίς να ζητάει αντάλλαγμα, να δίνεται απόλυτα και για πάντα. Χωρίς τα γυαλιά, έδειχνε κάτι κρυμμένο, κάτι πολύ προσωπικό.
Με τράβηξε σιγά στο κρεβάτι βγάζοντας τα ρούχα μου, τα δικά του. Με οδηγούσε με άπειρη λεπτότητα, προσέχοντας το παραμικρό μου ρίγος, προλαβαίνοντας ένα φιλί, ένα χάδι. Τα χέρια του πάνω στο δέρμα μου μού προκαλούσαν κύματα ηδονής που με συντάραζαν. Όπως και με συντάραξε και ο τρόπος που μου έκανε έρωτα. 'Ηξερα αμέσως πως να ανταποκριθώ: τα σωματά μας είχαν ταιριάξει αυτομάτως, είχαν "βρεθεί", όπως μου το είπε αργότερα. Συνειδητοποίησα ότι είχα κάνει πραγματικά έρωτα για πρώτη φορά στη ζωή μου, κι ότι μου άρεσε. (...)
Κάναμε έρωτα μέχρι το χάραμα, ψιθυρίζοντας λόγια ανάκολουθα μερικές φορές, που όμως όλα έλεγαν την ευτυχία που είμασταν μαζί. Του είχα εξομολογηθεί τους αρχικούς μου φόβους. Είχε διαμαρτυρηθεί. Κι έπειτα, καχύποπτος: "Από που τα έμαθες αυτά; - Μα από σένα!" (Μια μελετηρή χρονιά)
Αγωνίες
Στις 6 το πρωί, η πύλη του Σαιν-Κλου έλαμπε κάτω από τον ήλιο κι αυτό της έδινε ένα χαρμόσυνο αέρα που ποτέ δεν είχα φανταστεί. Πολύς κόσμος έλειπε ακόμη διακοπές και οι μόνες σιλουέτες που αντικρίζαμε ήταν των εργατών που πήγαιναν στη δουλειά τους.
- Πάντα οι ίδιοι παιδεύονται σαν τους σκλάβους, αναστέναξε ο Ζαν-Λυκ.
Η καλή διάθεση όμως ξανάρθε κι άρχισε να τραγουδάει δυνατά την πρώτη στροφή της Διεθνούς.
'Οταν με κατέβασε μπροστά στο σπίτι μου, με κράτησε μια στιγμή από το χέρι.
- Πάντως, μου είπε, φοβήθηκα πολύ σ' αυτές τις τελευταίες 24 ώρες. Σκεπτόμουν πως σαν μια άλλη Τιτάνια θα ξύπναγες και θα έβλεπες αντί για μένα έναν γάϊδαρο.
Δεν καταλάβαινα.
- Τη βασίλισσα των ξωτικών, την Τιτάνια στο 'Ονειρο θερινής νυκτός. (...) Καμιά φορά ο έρωτας εξαρτιέται από κάτι τόσο ελάχιστο...
Και βλέποντας το ονειροπόλο μου ύφος:
- Διάβασε τον Σαίξπηρ κι εγώ θα διαβάσω τον αγαπημένο σου Αρσέν Λουπέν. (Μια μελετηρή χρονιά)
Ο γάμος
Ο δήμαρχος είχε καταστενοχωρηθεί. 'Ηταν περήφανος που θα πάντρευε έναν από τους πιο διάσημους συμπολίτες του και δεν περίμενε ότι θα παρουσιαζόμασταν χωρίς τις οικογένειές μας, χωρίς φίλους και με τα καθημερινά μας ρούχα. Εκείνος είχε φροντίσει σαφώς την εμφανισή του και περίμενε να υποδεχτεί την αφρόκρεμα του γαλλικού κινηματογράφου. Η απογοητευσή του μεγάλωσε όταν αντιλήφθηκε ότι είχαμε μόνο έναν κουμπάρο, έναν φίλο από τη Γενεύη που μας συνόδευε.
- Πάρτε τη γραμματέα σας, έναν οδοκαθαριστή, όποιον νάναι, του πρότεινε ο Ζαν-Λυ.
- 'Οποιον νάναι;
Ο καϋμένος ο δήμαρχος δοκίμαζε τη μία έκπληξη μετά την άλλη.
Τα βασανά του δεν θα τελείωναν εδώ. Αφού μας διάβασε μια σελίδα του Ραμύζ, μας έβαλε να ορκιστούμε και μας έδωσε το μητρώο των γάμων, είδε τον Ζαν-Λυκ να κουνάει αρνητικά το κεφάλι του.
- Το όνομα της γυναίκας μου είναι πολύ πιο ωραίο από το δικό μου, δεν υπάρχει κανένας λόγος να το αλλάξει. Δεν γίνεται να τα αντιστρέψουμε; Θα ήμουν πολύ περήφανος και κολακευμένος αν ονομαζόμουν στο εξής Ζαν-Λυκ Βιαζέμσκι.
Και γυρίζοντας σε μένα:
- Συμφωνείς, εσύ, ελπίζω;
Μια εξόχως αστεία συζήτηση ακολούθησε για αρκετή ώρα ανάμεσα στον Ζαν-Λυκ και τον δήμαρχο. Ο Ζαν-Λυκ με μια ακλόνητη σοβαρότητα επιχειρηματολογούσε και ζητούσε νομική αιτιολόγηση για την άρνηση που δεχόταν. Τον ήξερα ικανό να αντιμετωπίζει ώρες ολόκληρες τον δήμαρχο, ο οποίος βρισκόταν σε όλο και μεγαλύτερο πανικό και αράδιαζε χωρίς σειρά και λογική διάφορα άρθρα του νόμου. Η έντονη ελβετική του προφορά είχε ξυπνήσει την ίδια στον Ζαν-Λυκ, ο οποίος διασκέδαζε πολύ. Ο φίλος του όμως επενέβη.
- Αυτό που ζητάς είναι αδύνατο. Τελεία και παύλα. (Μια μελετηρή χρονιά)
Η ψυχρολουσία από την υποδοχή της ταινίας του Η Κινέζα από τους ... Κινέζους.
Ο θόρυβος του κλειδιού με ειδοποίησε για την επιστροφή του Ζαν-Λυκ. 'Εβαλα γρήγορα ένα από τα μίνι-φορέματα που μου είχε χαρίσει μερικές εβδομάδες πριν, έδεσα τα μαλλιά μου αλογοουρά και έτρεξα να τον προϋπαντήσω. Ξαφνιάστηκα όμως από την πονεμένη έκφραση του προσώπου του και σταμάτησα απότομα.
- Οι Κινέζοι της πρεσβείας μίσησαν την ταινία μου. Μου είπαν ότι δεν κατάλαβα τίποτα από τη χώρα τους, τίποτα από την επαναστασή τους, τίποτα από το Μικρό Κόκκινο Βιβλίο. Μου είπαν επίσης ότι η ταινία μου ήταν το έργο ενός αντιδραστικού κρετίνου, κι ότι αν είχαν τη δυνατότητα θα μου απαγόρευαν να την ονομάζω Η Κινέζα. Λίγο ακόμα και θα με πέταγαν έξω, είπε με θλιμμένη φωνή.
Συγκράτησα τα γέλια μου, επειδή καταλάβαινα ότι η στενοχώρια του ήταν αληθινή.
- Είμαι τόσο απογοητευμένος, είπε πάλι. (Μια μελετηρή χρονιά)
Ο Τζον Λένον αρνείται να παίξει τον Τρότσκι
Ο Ζαν-Λυκ άρχισε με πολύ κέφι να λέει διάφορα στον Τζον Λένον για την ιστορία του Τρότσκι. Θα έκαναν μαζί μια πραγματικά επαναστατική ταινία, την πρώτη. Μιλούσε πολύ γρήγορα και η παραγωγός δυσκολευόταν πολύ στη μετάφραση, όντας σαστισμένη από την απρόσμενη τροπή που είχαν πάρει τα σχεδιά της. Δεν άργησε όμως ο Τζον Λένον να τους διακόψει και με μια ψηλή διαπεραστική φωνή, και το πρόσωπο παραμορφωμένο από τη λύσσα, άρχισε κι αυτός να εκτοξεύει ένα χείμαρρο από λόγια. Κάποιος είχε μόλις φέρει ένα δίσκο με τσάι, μπισκότα και μικρά σάντουιτς. Ο Πωλ ΜακΚάρτνεϋ είπε τότε χαρούμενα: "Προσκαλώ τη γυναίκα του σκηνοθέτη να πιεί ένα τσάι μαζί μου κάτω από το τραπέζι". Σήκωσε το τραπεζομάντηλο για να τρυπώσει πιο εύκολα. Σα να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο -και κάτω απ' αυτές τις συνθήκες ήταν πράγματι- τον ακολούθησα. (..) Πάνω από τα κεφάλια μας, τα πνεύματα είχαν οξυνθεί. Ο Τζον Λένον και ο Ζαν-Λυκ άρχισαν να ουρλιάζουν. "Νομίζω πως δεν γίνεται τίποτα", είπε ο Πωλ, και βλέποντας την απογοητευσή μου: "Λυπάμαι πολύ, φαινόταν εξαιρετική η ιδέα του άντρα σου... Θα του το πεις;" (...) Κι αυτό ήταν. Ο Τζον Λένον βγήκε από το δωμάτιο βροντώντας την πόρτα, με τον Πωλ ΜακΚάρτνεϋ να τον ακολουθεί επαναλαμβάνοντας: "I am sorry, so sorry..." ('Ενας χρόνος μετά)
Ο Μάης του '68
Ο Ζαν-λυκ, αντίθετα, δεν φοβόταν τίποτα. 'Η βία των αστυνομικών δυνάμεων απέναντι στους διαδηλωτές του προκαλούσε κάτι σαν τρέλα. 'Ηταν ο πρώτος που θα πήγαινε κοντά στις ομάδες που σχηματίζονταν ξανά εδώ κι εκεί, και με τη σειρά τους επιτίθεντο. Φώναζε πιο δυνατά από όλους τους άλλους, και οι χονδροειδείς βρισιές του απένατι στους αστυνομικούς, τα μέλη της κυβέρνησης και τους κυριότερους συνδικαλιστικούς ηγέτες δεν περνούσαν απαρατήρητες. Εγώ, τον ακολουθούσα κακήν κακώς, ικετευοντάς τον να επιστρέψουμε σπίτι, αλλά δεν άκουγε. (..)
Σε μια νέα σύγκρουση, που την ακολούθησε μια νέα τρεχάλα κοντά στο Πάνθεον, στην οδό Σουφλό, ο Ζαν-Λυκ μπέρδεψε τα πόδια του σε έναν σκουπιδοντενεκέ και φαρδύς πλατύς σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο. Τον βοήθησα να σηκωθεί, αλλά οι φακοί των γυαλιών του είχαν σπάσει. Γι' αυτόν ήταν ό, τι χειρότερο: χωρίς τα γυαλιά του δεν έβλεπε απολύτως τίποτα. ('Ενας χρόνος μετά)
Μτφ Σ.Σ.