Βορειοδυτικά του Πύργου των Ανέμων και βορειοανατολικά της ανατολικής στοάς της Ρωμαϊκής Αγοράς, προστέθηκαν κατά το δεύτερο μισό του 1ου αι. μ.Χ. οι Βεσπασιανές.
Τη χρήση τους προσδιόρισε το 1940 ο αρχιτέκτονας Αναστάσιος Ορλάνδος. Πρόκειται για δημόσια αποχωρητήρια, τα οποία εξυπηρετούσαν το πολυπληθές κοινό που σύχναζε καθημερινά στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας.
Οφείλουν την ονομασία τους στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Βεσπασιανό (69-79 μ.Χ.), ο οποίος έστησε παρόμοια αποχωρητήρια σε όλες τις σπουδαίες πόλεις της αυτοκρατορίας (Κόρινθος, Θεσσαλονίκη, Έφεσος κ.ά.). Παράλληλα, επέβαλε φόρο σε κάθε χρήστη των αποχωρητηρίων, ο οποίος, εισερχόμενος, όφειλε να πληρώσει έναν οβολό.
Οι Βεσπασιανές ήταν ένα ορθογώνιο κτίριο με έναν μακρόστενο προθάλαμο και μία σχεδόν τετράγωνη αίθουσα που είχε μαρμάρινους πάγκους με στρογγυλές οπές στις τέσσερις πλευρές. Κάτω από τους πάγκους υπήρχε βαθύ κανάλι με κλίση που απομάκρυνε τις ακαθαρσίες προς τον κεντρικό αγωγό της πόλης
Όταν ο γιος του, ο Τίτος, τον επέκρινε που εισέπραττε εισοδήματα από μια τόσο βρομερή πηγή, ο Βεσπασιανός του έβαλε ένα νόμισμα κάτω από τη μύτη και τον ρώτησε «βρομάει;», λέγοντας τη φράση «Pecunia non olet», δηλαδή «το χρήμα δεν έχει οσμή»!
Οι Βεσπασιανές ήταν ένα ορθογώνιο κτίριο με έναν μακρόστενο προθάλαμο και μία σχεδόν τετράγωνη αίθουσα που είχε μαρμάρινους πάγκους με στρογγυλές οπές στις τέσσερις πλευρές. Κάτω από τους πάγκους υπήρχε βαθύ κανάλι με κλίση που απομάκρυνε τις ακαθαρσίες προς τον κεντρικό αγωγό της πόλης, με τη συνεχή ροή των νερών που κατέβαζαν οι πηγές της βόρειας κλιτύος της Ακρόπολης.
Η οροφή ήταν περιμετρικά σκεπασμένη και μόνο το κεντρικό ορθογώνιο αίθριο ήταν ακάλυπτο για τον φωτισμό και τον εξαερισμό του χώρου. Οι αρχαίοι αποκαλούσαν τα αποχωρητήρια «Σωτήρια» και η ονομασία αυτή υπάρχει και κατά τον 19ο αι., όπως στο Μέγαρο του Ζαππείου (1888) «όπου στην αρίθμηση των χώρων μετά τον αριθμό 20 έπονταν τα 00,00 με την επεξήγηση ότι πρόκειται για τα "Σωτήρια", δεξιά ανδρών, αριστερά γυναικών».
Εντύπωση προκαλεί το ότι εσωτερικά, μεταξύ των οπών όπου κάθονταν οι «ανακουφιζόμενοι», δεν υπήρχαν χωρίσματα. Μάλιστα, οι φίλοι προσπαθούσαν να έρχονται περίπου την ίδια ώρα στα «ανακουφιστήρια» για να χαίρονται την επικοινωνία, να σχολιάζουν την επικαιρότητα και να κουτσομπολεύουν ομαδικά την ώρα που έκαναν την ανάγκη τους.