Το Picnic at Hanging Rock (ελληνικός τίτλος: «Το Μυστικό του Βράχου των Κρεμασμένων») που είχε γυρίσει το 1975 στο αχανές και συχνά αλλόκοτο τοπίο της πατρίδας του ο επιφανής Αυστραλός σκηνοθέτης Πίτερ Γουίερ πριν φύγει για το Χόλιγουντ, είναι από εκείνες τις ταινίες που όποιος την έχει δει, η αιθέρια και παραισθητική υφή της του μένει στο μυαλό σαν έντονο όνειρο από απογευματινό λήθαργο που ξυπνάει κανείς απότομα και είναι ήδη σούρουπο.
Σα να έχεις πάρει παραισθησιογόνα και ο χρόνος είτε τσουλάει εντελώς ακανόνιστα είτε παραμένει ανεξήγητα παγωμένος, σα σταματημένο ρολόι υπό την επίδραση ισχυρού μαγνητικού πεδίου.
Με βάση το ομώνυμο μυθιστόρημα της Τζόαν Λίντσεϊ, βασικός άξονας πλοκής του οποίου είναι η μυστηριώδης εξαφάνιση το 1900 τριών μαθητριών και μιας δασκάλας ενός επίλεκτου κολεγίου εσώκλειστων θηλέων κατά τη διάρκεια ενός πικνίκ στο απόκοσμη, «ενεργειακή» δίνη γύρω από και εντός του περιώνυμου ηφαιστειογενούς βράχου που βρίσκεται 70 χιλιόμετρα έξω από τη Μελβούρνη, ο Γουίερ επεδίωξε και πέτυχε να προσδώσει στην ταινία μια υπνωτική ατμόσφαιρα που θυμίζει ιμπρεσιονιστικό πίνακα, φορώντας στις μαθήτριες ελαφρώς μεταποιημένα νυφικά που σε συνδυασμό με τις αντανακλάσεις και τα φίλτρα έδιναν την αίσθηση ότι τα κορίτσια έλαμπαν από ένα παράξενο εσωτερικό φως. Κάτι σαν τις φωτογραφίες του Ντέιβιντ Χάμιλτον, χωρίς τον κραυγαλέο ερωτισμό.
Σα να έχεις πάρει παραισθησιογόνα και ο χρόνος είτε τσουλάει εντελώς ακανόνιστα είτε παραμένει ανεξήγητα παγωμένος, σα σταματημένο ρολόι υπό την επίδραση ισχυρού μαγνητικού πεδίου.
Και όσοι και όσες όμως δεν έχουν δει την ταινία, είναι περίπου βέβαιο ότι κάπου έχουν πετύχει κλεμμένες κάποιες από τις αισθητικές της εμπνεύσεις, είτε στις ταινίες της Σοφία Κόπολα –ειδικά στην πρώτη («Αυτόχειρες Παρθένοι») και την τελευταία («Η Αποπλάνηση»)–, καθώς και σε άπειρες ανοιξιάτικες κολεξιόν μόδας γνωστών σχεδιαστών, ακόμα και σε κάποια βίντεο της Lana Del Ray, μεταξύ πολλών άλλων περιπτώσεων.
Ακόμα κι αυτοί που την έχουν δει πάντως, τους τρώει μια ζωή η απορία: Τι συνέβη τελικά; Τι είδους απόκοσμες δυνάμεις απελευθερώθηκαν σ' εκείνο το μέρος παρασύροντας τις τέσσερις γυναίκες σε κάποιο βίαιο τέλος;
Σ' ένα παράλληλο σύμπαν; Σ' έναν κόσμο μακριά από την καταπίεση που βίωναν ακόμα και τα πιο προνομιούχα κορίτσια εκείνη την εποχή (ή και σήμερα ακόμα); Ειδικά όσα επέλεγαν να εκφράσουν και ομοερωτικές ορμές;
Τώρα με τη νέα μίνι σειρά έξι επεισοδίων που μοιράζεται τον τίτλο της αλλά και την αίσθηση ενός κομψού διοράματος τρόμου, αγωνίας και έκστασης με την ταινία του Γουίερ και το βιβλίο της Λίντσεϊ (το οποίο στην αρχική του μορφή συμπεριλάμβανε και ένα τελευταίο, «επεξηγηματικό» τρόπον τινά, κεφάλαιο, το οποίο αφαιρέθηκε τελικά, υπάρχει όμως στο διαδίκτυο), προσφέρεται η ευκαιρία αν όχι να διαφωτιστούμε για το τι ακριβώς συνέβη, τουλάχιστον να παρακολουθήσουμε πιο λεπτομερώς τις αστυνομικές έρευνες και συγχρόνως να μάθουμε και κάποια καίρια στοιχεία από το ιστορικό των κεντρικών χαρακτήρων.
Και ειδικά της αινιγματικής διευθύντριας του κολεγίου, της κυρίας Άπλγιαρντ, η οποία κρύβει ουκ ολίγους σκελετούς στην ντουλάπα της και δεσπόζει στη σειρά σαν αφέντρα πολυτελείας με σκιώδες παρελθόν και σκούρα αμφίεση ανάμεσα σε αγγέλους του Μποτιτσέλι, προκαλώντας δέος και σύγχυση στον θεατή καθώς μοιράζεται μόνο μαζί του κάποιες από τις πιο ενδόμυχες σκέψεις της.
Εξαιρετική και απόλυτα μαγνητική στο ρόλο η Νάταλι Ντόρμερ, η οποία, όπως πληροφορούμαι, είναι βετεράνος του Game of Thrones και σε παρασύρει να ταυτιστείς με τη σκοτεινή της αντίληψη ακόμα κι όταν η άποψή της περί παιδαγωγικής περιλαμβάνει λογύδρια σαν το ακόλουθο, το οποίο απευθύνεται σε ένα από τα κορίτσια που τόλμησε να γράψει ποίημα αμφιλεγόμενου και ενήλικου περιεχομένου:
«Το κακό θα μπει τελικά. Δεν μπορείς να πεις απλά "δεν αντέχω άλλο, αρκετά τώρα". Μπαίνει παντού. Έχω γνωρίσει τον αληθινό σου πατέρα. Έχει κέρατα και ουρά. Και μάτια γυρισμένα ανάποδα. Και πόδια με μικρές κίτρινες οπλές...».
σχόλια