Στην πολιτεία Γκερέρο του Μεξικού ο φόβος πλανάται παντού. Στους δρόμους, στα σπίτια, στα σχολεία. Οι άνθρωποι βουβοί και τρομοκρατημένοι ακολουθούν τον κώδικα της σιωπής. Βλέπουν πολλά, αλλά φοβούνται να μιλήσουν. Οι περιοχές Τιέρα Καλιέντε, Νόρτε και Σέντρο, καθώς και η πόλη του Ακαπούλκο έχουν από τα υψηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας στο Μεξικό.
«Δεν μπορούμε να βγούμε έξω ή να μιλήσουμε ελεύθερα. Βλέπουμε διάφορα πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν μπορούμε να μιλήσουμε γι' αυτά. Πριν από λίγους μήνες μια ομάδα ενόπλων επιτέθηκε στο σπίτι μας. Οι γιοι μου, δέκα και έντεκα ετών, ήταν εκεί. Είναι τρομοκρατημένοι και σοκαρισμένοι από τότε. Δεν μπορούμε πια να τους αφήσουμε μόνους» λέει ο 61χρονος Χουάν που είναι αγρότης.
Ο Αμπέλ είναι γύρω στα είκοσι. «Κάθε τόσο βλέπουμε πτώματα πεταμένα σε δημόσιους χώρους. Είναι φρικτό θέαμα, επειδή οι άνθρωποι έχουν βασανιστεί και ακρωτηριαστεί. Μια μέρα, ενώ παίζαμε μπάσκετ, μια ομάδα ενόπλων εμφανίστηκε στο γήπεδο. Πυροβόλησαν προς το μέρος μας, μας έριξαν στο έδαφος και μας πήραν τα κινητά και τα χρήματά μας. Στη συνέχεια μας επιτέθηκαν με ματσέτες. Πήραν τον φίλο μου. Πρώτα έκοψαν το πόδι του, ύστερα το χέρι του. Είχε ήδη λιποθυμήσει όταν έκοψαν το κεφάλι του».
Όταν εργάζομαι στο Γκερέρο, νιώθω σαν να ζω σε παράλληλη πραγματικότητα. Η Πόλη του Μεξικού μοιάζει με μια φούσκα. Η πραγματικότητα είναι αυτή εδώ. Έχουμε δει τα πάντα: αγνοούμενα παιδιά, απαγωγές, βασανιστήρια, σεξουαλική βία, εγκυμοσύνες σε ανήλικα κορίτσια, πολλά παιδιά που έχουν βιώσει τραυματικές εμπειρίες
Ο Αμπέλ μιλά ανοιχτά γι' αυτό, επειδή σύντομα θα μεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Δεν αντέχει άλλο. Η έλλειψη ευκαιριών, η φτώχεια και ο κίνδυνος να στρατολογηθεί από τους έμπορους ναρκωτικών ως «γεράκι» (τσιλιαδόρος) ή ως sicario (εκτελεστής) τον ανάγκασαν να φύγει. Το να είσαι νέος άντρας στο Γκερέρο μπορεί να είναι εξαιρετικά επικίνδυνο.
Εξαιτίας του εγκλήματος που συνδέεται με τα ναρκωτικά, πολλοί ζουν μέσα στον φόβο και στην απομόνωση, αποκομμένοι από βασικές ιατρικές υπηρεσίες Σε ορισμένα μέρη το ιατρικό προσωπικό έχει αποχωρήσει οριστικά. Ανταποκρινόμενοι σε αυτή την κατάσταση, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα λειτουργούν κινητές μονάδες σε 11 κοινότητες στην πολιτεία Γκερέρο και έχουν επίσης ομάδες στο Ακαπούλκο.
Η Ιβάνα Σερβίν Μαρίν είναι ψυχολόγος και εργάζεται σε μία από τις κινητές μονάδες των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. «Όταν εργάζομαι στο Γκερέρο, νιώθω σαν να ζω σε παράλληλη πραγματικότητα. Η Πόλη του Μεξικού μοιάζει με μια φούσκα. Η πραγματικότητα είναι αυτή εδώ. Έχουμε δει τα πάντα: αγνοούμενα παιδιά, απαγωγές, βασανιστήρια, σεξουαλική βία, εγκυμοσύνες σε ανήλικα κορίτσια, πολλά παιδιά που έχουν βιώσει τραυματικές εμπειρίες. Θυμάμαι ένα αγόρι περίπου έξι ετών. Ο παππούς του είχε δολοφονηθεί από μια συμμορία. Οι δολοφόνοι επέστρεψαν και απείλησαν τους γονείς του. Τώρα το αγόρι αυτό έχει μετατραυματικό στρες. Βελτιώθηκε λίγο, αλλά οι έμποροι ναρκωτικών ξαναγύρισαν, βασάνισαν τον πατέρα με καλώδια κλπ. Το παιδί εμφανίζει υπερεπαγρύπνηση, άγχος, αιφνίδιο και ακατάσχετο κλάμα...».
Το λαθρεμπόριο μαριχουάνας και όπιου του Γκερέρο είναι καταλύτης για το μεγαλύτερο μέρος της βίας στην πολιτεία, αναγκάζοντας τους ανθρώπους να μεταναστεύσουν. Στην περιοχή υπάρχουν πόλεις-φαντάσματα, που έχουν εγκαταλειφθεί εντελώς από τους κατοίκους.
Στην πόλη του Σαν Φελίπε ντε Οκότε έχουν μείνει μόνο τα ζώα. Φέτος τον Ιανουάριο, οι κάτοικοι πήραν τα όπλα για να προστατευτούν από τους εμπόρους ναρκωτικών, μετά την απαγωγή ενός οδηγού μπουλντόζας που έφτιαχνε τον δρόμο. Όμως η κοινότητα των 600 ανθρώπων δεν μπορούσε να αντέξει το κύμα βίας, όταν ήρθε η συμμορία με ενισχύσεις, και αναγκάστηκαν να φύγουν.
Έφτασαν στο Απάχτλα ντε Καστρεχόν, έχοντας μόνο τα ρούχα που φορούσαν. Τώρα μένουν σε ένα κοινοτικό κέντρο και κοιμούνται σε σχολικές τάξεις. Πολλοί πιστεύουν ότι δεν θα μπορέσουν ποτέ να γυρίσουν στο σπίτι τους. Το μόνο που θέλουν τώρα είναι ένα κομμάτι γης για να εγκατασταθούν.
Σύμφωνα με στοιχεία της Μεξικανικής Επιτροπής Προάσπισης και Προαγωγής των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (CMDPDH), 7.598 άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια και τα χωριά τους στο Γκερέρο τα τελευταία δύο χρόνια. Πρόσφατα, η ίδια κατάσταση επαναλήφθηκε στο Λαγκούνα ντε Ουαναγιάλκο, το Σαν Μπαρτόλο, το Λαγκούνα Σέκα και το Χιμότλα.
Η έλλειψη ασφάλειας και οι εξάρσεις βίας έχουν άμεσο αντίκτυπο στην ιατρική φροντίδα στις κωμοπόλεις. Πολλά από τα τοπικά κέντρα υγείας στην πολιτεία λειτουργούν με έναν νοσηλευτή μόνο, ο οποίος κοιμάται εκεί. Οι νοσηλευτές αυτοί έχουν πολύ λίγα μέσα και έχουν επωμιστεί το βάρος της φροντίδας υγείας στις κοινότητές τους. Οι μηνιαίες επισκέψεις των ομάδων των Γιατρών Χωρίς Σύνορα είναι πολύ σημαντικές για τους ντόπιους.
«Πολλοί γιατροί δεν θέλουν να έρχονται πλέον. Οι νοσηλευτές έρχονται. Για τέσσερα χρόνια δεν είχαμε γιατρό, οπότε οι επισκέψεις των Γιατρών Χωρίς Σύνορα είναι απαραίτητες» λέει ο Μπρούνο, κάτοικος της περιοχής. Έντεκα κέντρα υγείας στο Τιέρα Καλιέντε, το Νόρτε και το Σέντρο παραμένουν κλειστά. Ορισμένα για μερικούς μήνες, άλλα για έως τέσσερα χρόνια.
«Για τους κατοίκους των μικρών χωριών η πρόσβαση στα κύρια νοσοκομεία της πολιτείας είναι δύσκολη. Αυτό σημαίνει ότι η τακτική παρακολούθηση, ιδίως για σοβαρές και χρόνιες ασθένειες, είναι πραγματικά περιορισμένη. Οι άνθρωποι αποφεύγουν να βγαίνουν από το σπίτι επειδή φοβούνται τους δρόμους. Πολλοί δεν μπορούν να βγαίνουν έξω τη νύχτα και οι μετακινήσεις είναι πολύ ακριβές, επομένως αποφεύγουν όσο γίνεται να πηγαίνουν στο νοσοκομείο» λέει ο γιατρός, Χαβιέρ Λόπεζ ντε λα Όσα.
«Η πιο θλιμμένη μέρα για την ομάδα ήταν όταν ήρθε στην κλινική με τον εγγονό της μια γυναίκα που συνήθως μας σερβίρει φαγητό σε μία από τις πόλεις που επισκεπτόμαστε. Το παιδί ήταν έξι ή οκτώ ετών και φορούσε κοστούμι και γραβάτα. "Θα δει τους γονείς του σήμερα" μας είπε η γυναίκα. Έπειτα μάθαμε ότι οι γονείς του παιδιού είχαν απαχθεί και δολοφονηθεί, και τα πτώματά τους είχαν βρεθεί στην άκρη του δρόμου. Η γυναίκα θα πήγαινε τον εγγονό της να δει τους τάφους τους. Όλη η ομάδα βουβάθηκε. Ήταν μία από τις πιο σπαρακτικές μέρες» περιγράφει ο Χαβιέρ.
Ο Λένιν Μαρτίνεζ Αγκιλάρ, γιατρός, θυμάται μια γυναίκα 55 ετών την οποία έβλεπε τακτικά στις κινητές μονάδες. «Μια μέρα σκόνταψα στο ιατρείο, έπεσα κάτω και με κάποιον τρόπο, δεν ξέρω πώς, το κεφάλι μου σφήνωσε ανάμεσα στο τραπέζι και τον τοίχο. Δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε να γελάμε, κι αυτό μάς έφερε πιο κοντά. Την είδα ξανά στη γιορτή της Ημέρας των Νεκρών και φαινόταν θλιμμένη. Μου είπε ότι ο μοναχογιός της, που ήταν περίπου στην ηλικία μου, είχε εξαφανιστεί πριν από τρία χρόνια. Δεν ήξερε τι του είχε συμβεί, ούτε αν ήταν ζωντανός.
» Θυμάμαι έναν άντρα που ήρθε στην κλινική με έντονο μυϊκό πόνο στον ώμο. Τον ρώτησα εάν ο πόνος οφειλόταν σε σωματική δραστηριότητα και μου απάντησε ναι. Δεν μου είπε τίποτε άλλο. Αργότερα μάθαμε ότι ήταν εκτελεστής. Φυσικά αντιμετωπίζουμε τον καθένα με τον ίδιο τρόπο. Αναρωτιέμαι όμως εάν θα ήταν καλύτερο μερικές φορές να μην ρωτάμε» καταλήγει.
(*) Οι μαρτυρίες των κατοίκων δόθηκαν στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα με ψευδώνυμο και χωρίς κάμερες, σύμφωνα με την επιθυμία των ίδιων.
σχόλια